Περίληψη του παρόντος δημοσιεύτηκε στην εφημ. Μακεδονία, 13-09-2001, με τίτλο: «Η Εποχή του αδιανόητου: 11 Σεπτεμβρίου 2001»
H Εποχή του Αδιανόητου: 11 Σεπτεμβρίου 2001
«Σε μερικά θέματα το μυαλό της έκοβε πολύ περισσότερο από τον Ουίνστον, και ήταν πολύ λιγότερο ευάλωτη στην προπαγάνδα του κόμματος. Έτυχε μια φορά στον Ουίνστον να αναφέρει παρεμπιπτόντως τον πόλεμο με την Ευρασία. Τον κατέπληξε, όταν είπε με αφέλεια ότι κατά τη γνώμη της, δεν γινόταν κανένας πόλεμος. Οι κατευθυνόμενες βόμβες που έπεφταν κάθε μέρα στο Λονδίνο, ήταν μάλλον έργο της κυβέρνησης της ίδιας της Ωκεανίας, έτσι μόνο και μόνο για να κρατούν τους ανθρώπους στο φόβο..»
Τζορτζ Όργουελ, 1984
Με τις συνδυασμένες τρομοκρατικές ενέργειες στην καρδιά της αμερικανικής αυτοκρατορίας στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, η ανθρωπότητα εισήλθε στην περίοδο της καθ’αυτό Pax Americana και της Εποχής του Αδιανόητου, όπου τα πάντα είναι πιθανά, δυνατά και αναμενόμενα. Ανοιξε ένα, εντελώς νέο από ποιοτική άποψη, κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας, στο οποίο, η διεθνής πολιτική σκηνή θα διαμορφώνεται με βάση τον σιδερένιο κανόνα «ή μεθ’ ημών ή ανθ’ ημών» και η κυριαρχία θα επιβάλλεται απροσχημάτιστα και κυνικά.[1]
Ανάμεσα στην ανατροπή του διπολικού κόσμου (1989-1991) και στην επιβολή της αδιαμφισβήτητης πλανητικής κυριαρχίας των ΗΠΑ (από το 2001 και μετά), οι ΗΠΑ διήνυσαν ένα, αναγκαίο, μεταβατικό στάδιο (1991-2001), στη διάρκεια του οποίου έπρεπε να καλύψουν το κενό κυριαρχίας που δημιουργήθηκε από αυτή την ανατροπή.
Σ’ αυτό το μεταβατικό στάδιο, οι ΗΠΑ ήταν υποχρεωμένες να πορευτούν σε συνεννόηση και συνεργασία με τους εταίρους τους (κυρίως, τους Ευρωπαίους), γιατί μόνον αυτό παρείχε μια επίφαση νομιμότητας στο εγχείρημά τους και, συγχρόνως, έθετε στη διάθεσή τους έτοιμους μηχανισμούς διείσδυσης και επιρροής στις νέο-αποκτημένες ζώνες επιρροής.
Αυτές οι προϋποθέσεις ήταν απολύτως αναγκαίες για την άσκηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που, εντελώς ξαφνικά, βρέθηκε υποχρεωμένη να καλύψει τέσσερις νέες ανάγκες, οι οποίες αφορούσαν:
α) την επέκταση της κυριαρχίας των ΗΠΑ σε περιοχές που έως τότε βρισκόταν στη ζώνη επιρροής των σοβιετικών,
β) τη ριζική αναπροσαρμογή της πολιτικής τους με τις χώρες που, έως τότε, εξισορροπούσαν ανάμεσα στα δύο μπλοκ,
γ) την πλήρη αναθεώρηση των σχέσεών τους με τις, ελάχιστες, χώρες που εξακολουθούν να παραμένουν έξω από την άμεση επιρροή τους, και
δ) την εκ βάθρων αναδιάταξη των σχέσεών τους με τους εταίρους τους, οι οποίοι (εξαιτίας του διπολισμού) έπαιζαν έως τότε στις διεθνείς υποθέσεις, ένα ρόλο που ήταν εμφανώς δυσανάλογος με την αντικειμενική τους κατάσταση και τις πραγματικές τους δυνατότητες.
Με την εκπνοή αυτής της μεταβατικής περιόδου, οι ΗΠΑ, ήταν σε θέση να αποποιηθούν το βάρος της συνδιαλλαγής με τους Ευρωπαίους εταίρους τους, στον επικαθορισμό των επιμέρους στοιχείων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και να διαμορφώσουν ένα πλέγμα σχέσεων στο οποίο ο ρόλος των «εταίρων» των Ηνωμένων Πολιτειών θα ήταν εναρμονισμένος με το πραγματικό βάρος τους στη διεθνή πολιτική σκηνή. Αυτό σημαίνει πως μετά την ολοκλήρωση της μεταβατικής φάσης, υποβαθμίζεται δραματικά η σημασία της Ευρώπης στη διεθνή σκακιέρα (που έως τότε ήταν αναβαθμισμένη λόγω του διπολισμού) και οι Ευρωπαίοι «εταίροι» μετατρέπονται σε «εταίρες» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, στο πλαίσιο της καθαρότερης έκφανσης των σχέσεων κυριαρχίας που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, της Pax Americana.
Στις 11/9/2001, η μοναδική υπερδύναμη στον πλανήτη, υπέστη το βαρύτερο πλήγμα στην ιστορία της, σε δύο κρίσιμα σημεία: Στη Νέα Υόρκη, κέντρο της οικονομικής δύναμης της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας, όπου οι δύο δίδυμοι ουρανοξύστες του «Διεθνούς Εμπορικού Κέντρου» κατέρρευσαν ως χάρτινοι πύργοι, μετά το τρομοκρατικό εγχείρημα. Και, στο Πεντάγωνο, επιτελικό κέντρο της μεγαλύτερης στρατιωτικής μηχανής στην ιστορία της ανθρωπότητας, το οποίο δέχτηκε μια επίθεση που, δεν θα μπορούσε να συλληφθεί ούτε από την πλέον τολμηρή φαντασία.
Με δεδομένη την οργή για τους θύτες και την οδύνη για τα θύματα της παρανοϊκής βίας (οδύνη που αφορά, εξίσου, όλα τα θύματα της κρατικής ή «αντικρατικής» τρομοκρατίας σ’ όλο τον κόσμο), θα επιχειρήσω να εκφράσω συνοπτικά την άποψή μου γι’ αυτή την αδιανόητη τριπλή τρομοκρατική επίθεση στο αμερικανικό έδαφος. Κι αυτό, γιατί θεωρώ ότι η διαύγαση των διαπλεκόμενων πολιτικο-οικονομικών παιχνιδιών ή σκοπιμοτήτων που βρίσκονται πίσω από αυτή τη μαζική δολοφονία και η αποκάλυψη των εμπνευστών και των αυτουργών της, αποτελεί τη βασικότερη προϋπόθεση όχι μόνο για τη -σχετική- νοηματοδότηση του θανάτου των αθώων θυμάτων, αλλά και για την υιοθέτηση μιας αποτρεπτικής στάσης απέναντι στην -χωρίς τέλος- τραγωδία που σκιαγραφείται στον πλανητικό μας ορίζοντα. Πρόκειται για μια ισχνότατη ελπίδα, που, όμως, είναι αναγκαία, ακόμα και ως ζωτικό ψέμα.
Όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, έτσι και σ’ αυτή την τρομοκρατική ενέργεια, είναι σίγουρο ότι, αρχικά, θα «ανακαλυφθεί» κάποιο ίχνος που θα εξυπονοεί την ενοχή του ισλαμικού παράγοντα, και θα κατασκευαστούν «ενδείξεις» που, αργότερα, θα αποδειχτούν «σαθρές». Εν συνεχεία, θα εντοπιστούν, όχι ίχνη, αλλά στοιχεία που θα ενοχοποιούν ορισμένες δυναμικές συνιστώσες της αμερικανικής άκρας δεξιάς και κάποια τμήματα του πολιτικού, οικονομικού και στρατιωτικού κατεστημένου και των μυστικών υπηρεσιών, που διασυνδέονται μαζί τους.
Μια πρώτη προσέγγιση στα γεγονότα που αφορούν αφενός το τρομοκρατικό εγχείρημα, και αφετέρου την αντίδραση των διαχειριστών της εξουσίας σ’ αυτό, οδηγεί σε δύο λογικές διαπιστώσεις:
α) Το τρομοκρατικό εγχείρημα ήταν υπερβολικά σύνθετο και πολύπλοκο. Και ως τέτοιο, απαιτούσε οργάνωση, ανθρώπινο δυναμικό, επιχειρησιακή διεύθυνση, λογιστική υποστήριξη, τεχνογνωσία, πληροφορίες, διασυνδέσεις και συντονισμό, που, καμιά τρομοκρατική ομάδα στον πλανήτη, δεν μπορεί να διαθέτει. Εύλογο, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι ένα τέτοιο εγχείρημα μπορούσε να οργανωθεί μόνο από το εσωτερικό των ΗΠΑ και, ιδιαίτερα, από κύκλους που διαθέτουν αυτές τις δυνατότητες.
β) Τα μέτρα που πάρθηκαν αμέσως μετά την εκδήλωση του τρομοκρατικού κτυπήματος, με κανένα τρόπο δεν αντιστοιχούν σε ένα τρομοκρατικό κτύπημα, ανεξάρτητα, από το μέγεθος της ανθρώπινης τραγωδίας που προκαλείται απ’ αυτό (γιατί, απλούστατα, δεν είναι το μέγεθος της ανθρώπινης τραγωδίας που καθορίζει το συσχετισμό δυνάμεων στη διακατοχή και διαχείριση της εξουσίας). Μεταξύ άλλων, τα μέτρα περιελάμβαναν: Πλήρη νέκρωση του αμερικανικού εναέριο χώρου, πράγμα που συμβαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ. Κατάσταση υψηλού συναγερμού (High Alert) όλων των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, εδάφους, αέρα, θάλασσας, σε ομοσπονδιακή κλίμακα, πράγμα που δεν έχει ξανασυμβεί από την Κρίση της Κούβας. Εκκένωση μεγαλουπόλεων. Ανάληψη αστυνομικών καθηκόντων από μονάδες του στρατού σε μεγάλη έκταση. Μετακίνηση του προέδρου και του αντιπροέδρου από στρατιωτική βάση σε βάση (με χωριστά για τον καθένα, μέσα), και άλλα συναφή.
Το λογικό εξαγόμενο από το συνδυασμό αυτών των δύο διαπιστώσεων, οδηγεί στη βάσιμη υποψία ότι πίσω απ’ αυτή την τρομοκρατική ενέργεια υπήρχε κάτι πολύ σοβαρότερο από τις επιδιώξεις και τις δυνατότητες ενός τρομοκρατικού γκρουπούσκουλου.
Τα μέτρα που εφαρμόστηκαν μετά το τρομοκρατικό κτύπημα ήταν πρωτοφανή και προβλέπονταν από σχέδια που εφαρμόζονται μόνον σε καταστάσεις πολέμου ή πραξικοπήματος. Και, με δεδομένη την ανυπαρξία όποιας κατάστασης πολέμου, μένει να αιωρείται η λογική υπόθεση εργασίας που αφορά μια απόπειρα «ανακτορικού» πραξικοπήματος (φαινόμενο σύνηθες στην ιστορική διαδρομή όλων των αυτοκρατοριών), το οποίο θα μπορούσε να αποσκοπεί:
ίτε Είτε στην αλλαγή του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων στο εσωτερικό των ΗΠΑ (πράγμα που, κατά τη γνώμη μου, θα αποτελούσε την καλύτερη εκδοχή, δεδομένου ότι μια τέτοια εξέλιξη θα αφορούσε πρωτίστως το εσωτερικό των ΗΠΑ και δευτερευόντως, τις άλλες χώρες).
β) Είτε σε ένα γενικό αναπροσανατολισμό και αναδιάταξη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σε πλανητική κλίμακα, με στόχο την επιτάχυνση της διαδικασίας της «παγκοσμιοποίησης» (δηλαδή, της αμερικανοποίησης της παγκόσμιας οικονομίας), εν όψει μιας -επερχόμενης- τρομακτικής ύφεσης, η οποία είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει αντιδράσεις που θα μπορούσαν να καταστούν ανεξέλεγκτες. Ένας τέτοιος αναπροσανατολισμός, είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά με τέτοιους τρόπους και σε μια τέτοια κατεύθυνση που, δεν θα ήθελα ούτε να σκεφτώ, καν.
Στην εύλογη ένσταση «πώς πείθεται ένας άνθρωπος να αυτοκτονήσει εάν δεν εξυπηρετεί σκοπούς για τους οποίους είναι διατεθειμένος να δώσει τη ζωή του;», η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στο σκοτεινό κόσμο και στον αποκρουστικό τρόπο δράσης των μυστικών υπηρεσιών. Σ’ αυτό το τρομοκρατικό εγχείρημα, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν:
α) Είτε ισλαμιστές-μέλη τρομοκρατικών ομάδων, οι οποίες είχαν διαβρωθεί πλήρως από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Σ’ αυτήν την περίπτωση, οι αυτουργοί «τηλεκατευθύνονταν» και ενεργούσαν πιστεύοντας ακράδαντα ότι επιτελούσαν το «σχέδιο της Αλλάχ» ενώ, στην πραγματικότητα, εφάρμοζαν το σχέδιο των μυστικών υπηρεσιών.
Η πρακτική αυτή, αποτελεί έναν από τους πάγιους τρόπους δράσης των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών από το 1970, τουλάχιστον επισήμως, όπως συνάγεται από το περιβόητο Το «Εγχειρίδιο Εκστρατείας για τις Μυστικές Υπηρεσίες που διεξάγουν Επιχειρήσεις [απο]Σταθεροποίησης», το οποίο κοινοποιήθηκε το Μάρτιο 1970 στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες,[2] με τις υπογραφές των στρατηγών Westmorland[3] και Wicklam.[4]
Όπως σημειώνεται στο «Εγχειρίδιο»: «Είναι πιθανό οι φιλικές κυβερνήσεις να δείχνουν παθητικότητα ή αναποφασιστικότητα απέναντι στον ανατρεπτικό κομμουνισμό (ίσως),[5] εξαιτίας κάποιας χαλάρωσης των βίαιων πράξεων... Σ' αυτήν την περίπτωση, οι στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν ειδικές επιχειρήσεις, ικανές να πείσουν την κυβέρνηση και την κοινή γνώμη ότι ο κίνδυνος είναι πραγματικός και υπάρχει επιτακτική ανάγκη να καταπολεμηθεί. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, οι μυστικές υπηρεσίες επιβάλλεται να διεισδύσουν στις ανατρεπτικές οργανώσεις με ειδικούς πράκτορες που θα έχουν αποστολή να δημιουργήσουν ομάδες δράσης από τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία αυτών των οργανώσεων... Αυτές οι ομάδες δράσης, υπό των έλεγχο των μυστικών υπηρεσιών, θα εξαπολύσουν κύμα βίαιων ή μη βίαιων εκδηλώσεων, αναλόγως των περιστάσεων... Αν δεν είναι εφικτή η διείσδυση αυτού του είδους, μπορεί να οδηγήσει στον επιδιωκόμενο σκοπό η χρησιμοποίηση οργανώσεων της άκρας αριστεράς».[6]
β) Είτε μουσουλμάνοι-άσχετοι με την τρομοκρατία, οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε ειδικά προγράμματα «αναμόρφωσης της προσωπικότητας» (δηλαδή σε τεχνικές «πλύσης εγκαφάλου»), διά των οποίων το υποκείμενο καθίσταται απολύτως ευπειθές στα κελεύσματα των χειριστών του, με βάση ένα συνδυασμό ψυχοφαρμακολογικών επιδράσεων και τεχνικών εξαρτημένων αντανακλαστικών.
Οι πρακτικές αυτές ήταν συνήθεις για τη CIA, τουλάχιστον έως το 1976, οπότε και αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας από Εξεταστική Επιτροπή του αμερικανικού Κογκρέσου, η Εκθεση της οποίας, είναι εξόχως αποκαλυπτική για τους εμπνευστές τη δομή και την εφαρμογή αυτών των προγραμμάτων. Σύμφωνα με τις καταγγελίες του John Marks, πρώην διπλωμάτη, πράκτορα της CIA και νυν καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν πλήρως από την ως άνω Εκθεση για το διαβόητο πρόγραμμα MKULTRA, η CIA ελέγχει άμεσα ή έμμεσα όλα τα ερευνητικά προγράμματα που σχετίζονται με τις χημικές ή ψυχολογικές μεθόδους ελέγχου της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Επιπλέον διαθέτει και δικά της "ερευνητικά κέντρα" όπου γίνονται πειράματα σε διανοητικά καθυστερημένους, πόρνες, τοξικομανείς, αλλοδαπούς και ποινικούς κρατούμενους που ανήκουν σε διάφορες εθνικές μειονότητες.
Περιμένοντας την εξέλιξη των γεγονότων και των ερευνών (που μπορεί να αποδείξουν είτε την ορθότητα, είτε την αναξιοπιστία των παραπάνω προβληματισμών), δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για τις άμεσες επιπτώσεις αυτών των γεγονότων στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, οι οποίες θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε μια λέξη: «Σκλήρυνση».
Δύο μέρες μετά το τετραπλό τρομοκρατικό κτύπημα στις ΗΠΑ, ο --έως τότε εξαφανισμένος-- πρόεδρος Τζορτζ Μπους υιός, κήρυξε τον πρώτο πόλεμο στην ιστορία, που δεν στρέφεται κατά συγκεκριμένου εχθρού. Με τη δήλωση «είμαστε κιόλας μάρτυρες του πρώτου πολέμου του 21ου αιώνα, και, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα οδηγήσουν όλον τον πολιτισμένο κόσμο στη νίκη», προανήγγειλε μια --από δω και πέρα-- διαρκή στρατιωτική κινητοποίηση και συνεχή πολεμική αναμέτρηση με έναν εχθρό-φάντασμα, τον οποίο κανείς δεν γνωρίζει και ο οποίος, συνεπώς, μπορεί να παίρνει το επιθυμητό περιεχόμενο και σχήμα με βάση τις σκοπιμότητες που πρέπει να εξυπηρετούνται κάθε φορά.
Όπως συμβαίνει πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις, σε πρώτη φάση, οι διωκτικές αρχές «εντοπίζουν» κάποια ισλαμικά ίχνη («αριστερά», παλιότερα). Με την κινητοποίηση του FBI, NSA, της CIA και όλου του σκοτεινού κόσμου των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών[7] και τη συνεργασία των μέσων μαζικής «ενημέρωσης», ως ύποπτος φωτογραφίζεται ο Σαουδάραβας Κροίσος-τρομοκράτης Οσάμα Μπιν Λάντεν και το φονταμενταλιστικό καθεστώς του Αφγανιστάν που του παρέχει άσυλο.
Αλλά, πριν συμπληρωθούν τρεις μέρες, διαπιστώνεται ότι «το σενάριο αυτό παρουσιάζει μεγάλα κενά, όπως αρχίζουν να αναγνωρίζουν χαμηλόφωνα ακόμη και Αμερικανοί αξιωματούχοι».[8]
Γκάρντιαν: Τα μέχρι στιγμής ‘στοιχεία’ είναι σαθρά
Στις 13/9/2001, η έγκυρη βρετανική εφημερίδα Γκάρντιαν, αναδεικνύει μια άλλη πλευρά του ζητήματος, γράφοντας:
«Οι ΗΠΑ διαθέτουν κατασκοπευτικούς δορυφόρους, ικανούς να φωτογραφήσουν το έδαφος του Αφγανιστάν με τέτοια ακρίβεια, που δεν τους ξεφεύγει ούτε... γόπα τσιγάρου. Επικηρυγμένος από το 1998, ως ο ‘υπ' αριθμόν ένας κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ’, ο Μπιν Λάντεν είναι αναγκασμένος να κρύβεται όλη την ημέρα σε σπηλιές των γυμνών βουνών του Αφγανιστάν και να αλλάζει κρησφύγετο κάθε βράδυ. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να οργανώσει μια τεράστια, καλά συντονισμένη επιχείρηση στο έδαφος των ΗΠΑ σαν αυτή της περασμένης Τρίτης. “Άλλωστε τα μέχρι στιγμής ‘στοιχεία’ που έχουν εμφανισθεί στον αμερικανικό Τύπο (ένα αντίγραφο του Κορανίου, ένας υπολογιστής με οδηγίες πλοήγησης αεροσκαφών κ.λπ.) είναι τόσο σαθρά, που φαίνεται πως έχουν ως μοναδικό στόχο τον επηρεασμό της κοινής γνώμης. Σ' αυτό το φόντο, ιδιαίτερη σημασία έχει χθεσινό ρεπορτάζ του Γουίλιαμ Σαφάιρ στους Τάιμς της Νέας Υόρκης”.[9]
Τάιμς της Νέας Υόρκης: «Tυφλοπόντικες» σε CIA - FBI
Η εφημερίδα, αναδημοσιεύοντας το ως άνω άρθρο,[10] σημειώνει, σε παραπλεύρως στήλη, ότι o Γουίλιαμ Σαφάιρ, αρθρογράφος των Τάιμς της Νέας Υόρκης, που έχει στενές σχέσεις με τον σημερινό πρόεδρο, «επικαλείται πηγές της κυβέρνησης Μπους και των μυστικών υπηρεσιών, και αποκαλύπτει ότι οι τρομοκράτες γνώριζαν επακριβώς το δρομολόγιο του προεδρικού αεροσκάφους -το οποίο σκόπευαν να καταρρίψουν, και χρησιμοποιούσαν τον κώδικα επικοινωνίας αμερικανικών υπηρεσιών για την ανταλλαγή μηνυμάτων! Το εύλογο συμπέρασμα του αρθρογράφου είναι ότι οι τρομοκράτες είχαν τους δικούς τους ανθρώπους μέσα στη CIA, το FBI ή κάποια άλλη μυστική υπηρεσία των ΗΠΑ.
Τις διάχυτες υποψίες ήρθε να ενισχύσει χθεσινή απροσδόκητη παρέμβαση του πρώην προέδρου των ΗΠΑ και πρώην διοικητή της CIA, Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου. Δικαιολογώντας την, κατά δήλωσή του, ‘βρώμικη δουλειά’ της CIA, o πατήρ Μπους αναγνώρισε ότι ‘η CIA, στο παρελθόν, είχε τοποθετήσει πράκτορές της σε τρομοκρατικές οργανώσεις για να τις χρησιμοποιήσει προς όφελος των ‘εθνικών συμφερόντων’. Το ερώτημα είναι: Γιατί ένιωσε την ανάγκη να προβεί σε αυτή τη δήλωση τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή; Μήπως οι Αμερικανοί φοβούνται ότι θα αποκαλυφθεί συμμετοχή δικών τους πρακτόρων στο κύκλωμα των τρομοκρατών και προσπαθούν να προετοιμάσουν το έδαφος;
Οι μυστικοί δίαυλοι της CIA και της NSA με την τρομοκρατία και το φονταμενταλιστικό Ισλάμ είναι γνωστοί από καιρό. Το μέγα σκάνδαλο της εποχής Ρέιγκαν, με πρωταγωνιστή τον συνταγματάρχη Ολιβερ Νορθ, αφορούσε την παροχή όπλων στο φονταμενταλιστικό Ιράν, ώστε να χρηματοδοτηθεί η αντικομμουνιστική εκστρατεία των ΗΠΑ στη Νικαράγουα. Ο ίδιος ο Μπιν Λάντεν και η οργάνωσή του, είχαν χρηματοδοτηθεί και εκπαιδευθεί από τη CIA εναντίον της σοβιετικής κατοχής στο Αφγανιστάν.
Θα μπορούσαν κάποιοι από τους ακροδεξιούς, πρώην ή εν ενεργεία, Αμερικανούς πράκτορες να χρησιμοποίησαν αυτούς τους υπόγειους διαύλους με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό σε μια τρομοκρατική επιχείρηση, που οι πολιτικοί της στόχοι υπερβαίνουν και την πιο τολμηρή φαντασία;
Οι πραγματικές απαντήσεις μπορεί να μην έρθουν ποτέ. Αλλά τα ερωτήματα είναι βέβαιο ότι θα τεθούν, αργά ή γρήγορα».[11]
Κλεάνθης Γρίβας
[1] Περίληψη του παρόντος δημοσιεύτηκε στην εφημ. Μακεδονία, 13/9/2001 (με τίτλο: «Η Εποχή του αδιανόητου: 11 Σεπτεμβρίου 2001»).
[2] Κοινοποιήθηκε με τα κωδικά στοιχεία FM 30-31, συνοδευόμενο από 3 παραρτήματα (FM 30-31 A, B και C)
[3] Ο Westmorland ήταν τότε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων και είχε διατελέσει αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ στο Βιετνάμ.
[4] Το Εγχειρίδιο χαρακτηριζόταν «αυστηρά απόρρητο κατηγορίας ΙΙ», δηλαδή κατηγορίας που δεν υπόκειται σε αυτόματο αποχαρακτηρισμό μετά την πάροδο προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος. ‘Αρχισε να εφαρμόζεται για την αποσταθεροποίηση στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αμέσως μετά την κοινοποίησή του (1970), αλλά η αναγωγή του σε «καθημερινή πρακτική» των μυστικών υπηρεσιών γίνεται κυρίως κατά την εποχή στην οποία αρχηγοί της CIA είναι ο Ούλιαμ Κόλμπι --έως το 1975-- και ο Τζορτζ Μπους, το 1976.
[5] Σήμερα, διάβαζε «τρομοκρατία».
[6] Εγχειρίδιο: Γ) Μεθοδολογία [απο]σταθεροποιητικής δραστηριότητας (FM 30/31, Παράρτημα Β, κεφάλαιο 6)
[7] Οι οποίες αποδείχθηκαν, αξιοθρήνητα, ανίκανες να προλάβουν τόσο αυτό το τρομοκρατικό χτύπημα, όσο και όλα τα άλλα που προηγήθηκαν.
[8] Καθημερινή, στις 14/9/2001,
[9] «Διάχυτες υποψίες για τυφλοπόντικες εντός των τειχών», Καθημερινή, στις 14/9/2001, σ. 3
[10] William Safire, “Inside the Bunker”, The New York Times, 13/9/2001 («Οι δράστες γνώριζαν τους κωδικούς αμερικανικών υπηρεσιών ασφαλείας», Καθημερινή, 14/9/2001)
[11] «Διάχυτες υποψίες», Καθημερινή, 14/9/2001, σ. 3