Κλεάνθης Γρίβας
Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-1997)
Φόρος τιμής σε ένα στοχαστή
1. Σκιαγράφηση του έργου του
2. Βιογραφικό (Χρονολόγιο)
3. Βιβλιογραφία
4. Kορνήλιος Kαστοριάδης: «H άνοδος της ασημαντότητας»
5. Υποσημειώσεις
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης είναι ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές του 20ου αιώνα.
Αρχικά αντιπαρατέθηκε στον παντοδύναμο σταλινισμό από θέσεις τροτσκιστικές.
Στη συνέχεια, συγκρούστηκε με τον «πούρο» λενινισμό και τον τροτσκισμό από θέσεις μαρξιστικές (ακολουθώντας έναν άλλο μεγάλο Έλληνα στοχαστή, τον Κώστα Παπαϊωάννου, που προηγήθηκε σ’ αυτό το δρόμο).
Κατόπιν, αναμετρήθηκε με αξιοθαύμαστο τρόπο με έναν γίγαντα, τον Καρλ Μαρξ.
Και μετά (για ανεξήγητους λόγους) υποκλίθηκε στον πρωθιερέα μιας εγκόσμιας θρησκείας, τον Σίγκμουντ Φρόιντ.
1. Σκιαγράφηση του έργου του
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαρτίου 1922 - Παρίσι, 26 Δεκεμβρίου 1997). Πολιτικός φιλόσοφος, οικονομολόγος και ψυχαναλυτής. Ένας από τους δύο σημαντικότερους Έλληνες στοχαστές του 20ου αιώνα (μαζί με τον Κώστα Παπαϊωάννου). Οι βασικές έννοιες που επεξεργάστηκε (αυτονομία, μαγματική λογική, κοινωνικό φαντασιακό, κοινωνικό-ιστορικό) τον καθιέρωσαν ως φιλόσοφο της αυτονομίας.
Το έργο του αναφέρεται σε πολλούς τομείς του επιστητού (φιλοσοφία, πολιτική, πολιτική φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ψυχανάλυση) και βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με τις εκάστοτε κυρίαρχες αντιλήψεις, τις ορθοδοξίες, τις εκκλησίες-σχολές σκέψης (πλην μιας, της ψυχανάλυσης) και το διανοητικό life style.
Θιασώτης του μαρξισμού αρχικά (από το 1937), του λενινισμού και του τροτσκισμού στη συνέχεια, στράφηκε με μια πρωτόγνωρη κριτική δύναμη ενάντια στις ιδεολογίες που τον γαλούχησαν για να «υποκλιθεί» τελικά σε μια άλλη ιδεολογία, την ψυχανάλυση (από το 1970).
Κεντρικό στοιχείο του έργου του είναι η προσπάθειά του να αναδειχθεί το ουσιαστικό νόημα της πολιτικής και της δημοκρατίας με στόχο την αυτονομία. Στη σκέψη του Καστοριάδη:
1. Κεντρική θέση κατέχει η έννοια του Φαντασιακού, ως θεμελιώδους στοιχείου της ανθρώπινης δημιουργίας.
2. Η κοινωνική διαφοροποίηση είναι μια διαδικασία συνεχούς δημιουργίας ex nihilo σημασιών, νοημάτων, εικόνων οι οποίες θεσπίζονται και δομούν την εικόνα του κόσμου και της κοινωνίας κάθε εποχής.
3. Η κοινωνική αλλαγή δεν υπόκειται σε κανένα ντετερμινισμό και δεν υπάρχει καμιά προδιαγεγραμένη πορεία της κοινωνίας, γιατί αυτή είναι συνεχής δημιουργία που παράγεται και νοηματοδοτείται μέσω του «Κοινωνικού Φαντασιακού».
4. Αν και όλες οι κοινωνίες δημιουργούν οι ίδιες της φαντασιακές σημασίες τους (δηλαδή, τους θεσμούς, τους κανόνες, τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις κ.λπ.), δεν έχουν όλες συνείδηση του γεγονότος αυτού.
5. Πολλές κοινωνίες συγκαλύπτουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της θέσπισης των φαντασιακών σημασιών τους, αποδίδοντας την θέσμιση και την θεμελίωση τους σε εξω-κοινωνικούς παράγοντες (π.χ. το θεό, την παράδοση, το νόμο, την ιστορία).
6. Με βάση το εάν έχουν συνείδηση αυτής της αυτοθέσμισης των φαντασιακών σημασιών από τις ίδιες, οι κοινωνίες διακρίνονται σε αυτόνομες (αυτές που έχουν συνείδηση της αυτοθέσμισης τους) και σε ετερόνομες (αυτές που η θέσμισή τους αποδίδεται σε κάποιο εξωκοινωνικό παράγοντα).
Γύρω στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., στην Αθήνα, μια πόλη στο βραχώδες νοτιανατολικό άκρο της Ευρώπης, πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας μια ριζική ρήξη από την οποία αναδύθηκε η εκπληκτική ιστορική δημιουργία μιας πολιτικής κοινότητας που αντλούσε τη νομιμοποίησή της από τον ίδιο τον εαυτό της, περιβαλλόμενη από έναν ωκεανό δουλοκτητικών θεοκρατικών καθεστώτων που αντλούσαν τη νομιμοποίησή τους από την αναφορά τους σε κάποια υπερβατική δύναμη.
Απαρχή της διαδικασίας που οδήγησε σ’ αυτή τη ρήξη υπήρξε η νομοθεσία του Σόλωνα (592/1 π.Χ.), κρίσιμη στιγμή της ήταν οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη (508/6 π.Χ.) και τελικό της αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία «μιας πραγματικά πολιτικής κοινότητας, με την έννοια μιας κοινωνίας που τα μέλη της θέλουν να επωμιστούν και αναλαμβάνουν την ευθύνη της ρύθμισης των κοινωνικών τους σχέσεων, αντλώντας τη νομιμοποίησή τους από τον ίδιο τους τον εαυτό»,1 στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η ελεύθερη πόλις, ο πολίτης και ο δήμος.
Η ελεύθερη πόλις, σύμφωνα με τον μοναδικό ορισμό του Θουκιδίδη, είναι αυτόνομος, αυτόδικος και αυτοτελής:
«Aυτόνομος σημαίνει ότι δίνει η ίδια τον εαυτό της τους νόμους. Αυτόδικος σημαίνει ότι τα δικά της δικαστήρια που αποτελούνταν από κληρωτούς δικαστές, αποφασίζουν για όλες τις αμφισβητήσεις που μπορούν να προκύψουν.[2] Και αυτοτελής σημαίνει ότι αυτοκυβερνάται, δηλαδή ότι όλες οι βασικές αποφάσεις της πολιτικής ζωής της κοινότητας, για εσωτερικά και εξωτερικά θέματα, παίρνονται από την Εκκλησία του δήμου: πόλεμος, ειρήνη, συμμαχίες, δημόσια έργα, κ.α. Η αρχαία ελληνική κοινότητα είναι Πόλις, Πολιτεία και όχι κράτος».[3]
Ο πολίτης, όπως προσδιορίζεται από τον Αριστοτέλη, είναι εκείνος που «μετέχει κρίσεως και αρχής».[4]
«Μετέχω στην κρίση σημαίνει ότι συμμετέχω άμεσα στην δικαστική εξουσία και την απονομή της δικαιοσύνης και μετέχω στην αρχή σημαίνει ότι συμμετέχω άμεσα στην κυβερνητική εξουσία».[5]
Ο δήμος υποδηλώνει ένα ειδικό τρόπο οργάνωσης της πολιτικής ζωής της πόλεως η οποία ορίζεται ως ένα σύνολο ελεύθερων πολιτών που αποφασίζουν, όπως προκύπτει από τη χρήση του «έδοξεν τη βουλή και τω δήμω» στο τυπικό όλων των δημοσίων εγγράφων. Αποτελείται από το σύνολο των ενηλίκων αρένων ελευθέρων Αθηναίων.
«Ο δήμος είναι κύριος των πάντων, και τα πάντα διοικεί με τα ψηφίσματα και με τα δικαστήρια όπου ο ίδιος κατέχει την εξουσία»,[6] και ασκεί την εξουσία ως άμεση δημοκρατία, δηλαδή την ασκεί απευθείας ο ίδιος χωρίς «αντιπροσώπους».
Τα ίχνη αυτής της ρήξης θα είναι εμφανή σε όλες τις μεταγενέστερες αυθεντικές κοινωνικές επαναστάσεις, οι οποίες εμφανίζουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά: Έχουν στοιχειακό χαρακτήρα. Είναι απρόβλεπτες. Ξεσπούν ξαφνικά ως αυθόρμητα μαζικά κινήματα ύστερα από μια μικρή ή μεγάλη περίοδο συγκεχυμένου αναβρασμού. Και, όλες, στην πορεία της εξέλιξής τους, εφευρίσκουν τις δικές τους πρωτότυπες μορφές αυτοδιεύθυνσης που έχουν πολλά κοινά γνωρίσματα με την ελληνική δημοκρατία της κλασικής αρχαιότητας.
Από τις αυτόνομες πόλεις του Μεσαίωνα (9ος-11ος αιώνας) μέχρι τις επαναστατικές προσπάθειες για κοινωνική απελευθέρωση με τις Λαϊκές Επιτροπές στο Παρίσι (1793), την Κομμούνα του Παρισιού (1871), τα Σοβιέτ στη Ρωσία (1905 και Φεβρουάριος 1917), τα Εργατικά Συμβούλια στην Ισπανία (1936), τις Εργατικές Επιτροπές στην Ανατολική Γερμανία (1953), τα Εργατικά Συμβούλια στην Ουγγαρία (1956) και τις Διαρκείς Συνελεύσεις και Επιτροπές Δράσης του Γαλλικού Μάη (Παρίσι, 1968).
Σ’ όλες αυτές τις κορυφαίες στιγμές, οι εξεγερμένοι πάντοτε ανακάλυπταν τον εαυτό τους και τις δυνατότητές τους, εφευρίσκοντας και λειτουργώντας ένα κάποιο σύστημα αυτοοργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης που θρυμμάτιζε την πάγια γραφειοκρατική διάσταση ανάμεσα σε διευθυντές και διευθυνόμενους, αποδεικνύοντας έτσι ότι μπορούσαν να κάνουν και να ζουν την Ιστορία οι ίδιοι και όχι να τη γράφουν για λογαριασμό άλλων.
2. Βιογραφικό (Χρονολόγιο)
1922: Ο Κορνήλιος Καστοριάδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (11 Μαρτίου). Η οικογένεια του εγκαθίσταται στην Αθήνα.
1935: Έρχεται σε επαφή με την μαρξιστική σκέψη και την φιλοσοφία.
1937: (Μεταξική δικτατορία). Προσχωρεί στη νεολαία του ΚΚΕ (ΟΚΝΕ). Συλλαμβάνεται και κρατείται στην Ασφάλεια. Αρχίζει να σπουδάζει νομικά και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
1941: (Γερμανική κατοχή). Περνάει από την ΟΚΝΕ στο ΚΚΕ.
1942: Συγκροτεί μαζί με άλλους νέους μία ομάδα που εναντιωνόταν στον πατριωτικό προσανατολισμό του ΚΚΕ.
1943: Προσχωρεί στην τροτσκιστική ομάδα του Σπύρου Στίνα, και εκδιώκεται από το ΚΚΕ.
1944: Γράφει τα πρώτα του κείμενα για τις κοινωνικές επιστήμες και τον Μαξ Βέμπερ (Max Weber), ως Εισαγωγή σε μετάφραση έργου του Weber (δημοσιεύονται στο περιοδικό Αρχείο Κοινωνιολογίας και Ηθικής, τχ. 2)
1944: (Δεκεμβριανά). Αποδοκιμάζει τη στάση του ΚΚΕ.
1945: Πηγαίνει στη Γαλλία με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου από την γαλλική κυβέρνηση. Στο πλοίο, συνεπιβάτες του είναι, μεταξύ άλλων, ο Κώστας Παπαϊωάννου και ο Κώστας Αξελός.
1946: Γίνεται μέλος του Γαλλικού τροτσκιστικού κόμματος (Διεθνιστικό Κόμμα Γαλλίας, PCI, Γαλλικό Τμήμα της 4ης Διεθνούς), όπου γνωρίζεται με τον Claude Lefort και συγκροτούν μια ομάδα στο εσωτερικό του. Εργάζεται ως οικονομικός στατιστικολόγος.
1948: Αρχίζει να εργάζεται στην υπηρεσία «Στατιστικής Εθνικών Λογαριασμών και Μελετών Ανάπτυξης» του ΟΟΑΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας). Σ’ αυτή τη θέση θα απασχολείται μέχρι το 1970.
1948: Η ομάδα (25 μέλη) αποσχίζεται από το τροτσκιστικό PCI και εμφανίζεται ως αυτόνομη με το όνομα ομάδα με το όνομα Socialisme ou Barbarie (Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα).
1949: (Μάρτιος). Μαζί με τους Claude Lefort, Phillipe Guillaumme, Ria Stone (Grace Boggs) -και αργότερα τον Jean-Franois Lyotard- εκδίδει το πρώτο τεύχος του περιοδικού Socialisme ou Barbarie, γύρω απ’ το οποίο συσπειρώνονται πολλοί διαφωνούντες τροτσκιστές διανοούμενοι. Το περιοδικό θα συνεχίσει να εκδίδεται περιοδικά μέχρι το 1966. Κάθε τεύχος του τυπωνόταν σε 1.500-3.000 αντίτυπα και η κυκλοφορία του κυμαινόταν μεταξύ 600-1.200 αντιτύπων.
1958: Ο Claude Lefort, αποχωρεί από την ομάδα.
1959: Η ομάδα αρχίζει να εκδίδει και το μηνιαίο περιοδικό «Pouvoir Ouvrier» (Εργατική Εξουσία).
1963: Η ομάδα διασπάται σε δύο τάσεις, καθεμιά από τις οποίες κρατάει από ένα περιοδικό (το Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα και το Εργατική Εξουσία).
1949-1966: Το περιοδικό «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» κινείτο πέραν των τροτσκιστικών κύκλων, ήταν ιδιαίτερα επικριτικό στα καθεστώτα του ανύπαρκτου σοσιαλισμού και τα κείμενά του αποτέλεσαν βασική πηγή έμπνευσης στη φοιτητική εξέγερση του Μάη’ 68.
● Χαρακτηριστική της γραμμής του περιοδικού ήταν η ανάλυση του Καστοριάδη για το πολιτικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης, το οποίο το χαρακτήρισε καθεστώς «Γραφειοκρατικού Καπιταλισμού». (Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η ρωσική επανάσταση οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός νέου τύπου καθεστώτος εκμετάλλευσης και καταπίεσης όπου μια νέα κυρίαρχη τάξη, η γραφειοκρατία, σχηματίστηκε γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα»).
Όσον αφορά τις «φιλελεύθερες δημοκρατίες» της Δύσης θεωρούσε ότι το κριτήριο ταξικής διαφοροποίησης έπαψε να είναι πλέον η κατοχή και ο έλεγχος των μέσων παραγωγής, αλλά η κατοχή και η ικανότητα άσκησης εξουσίας.
● Στο περιοδικό αυτό δημοσιεύτηκαν μερικά από τα σημαντικότερα κείμενα της πρώτης περιόδου της σκέψης του Καστοριάδη, που, αργότερα, θα περιληφθούν στα βιβλία του Η Γραφειοκρατική Κοινωνία (1973), Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος (1974), Το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού, Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση, Η Γαλλική Κοινωνία (1979).
● Στα τελευταία χρόνια της έκδοσης του περιοδικού ο Καστοριάδης απομακρύνθηκε σταδιακά από την μαρξιστική φιλοσοφία, τη μαρξιστική θεωρία της Ιστορίας και από την μαρξιστική οικονομική ανάλυση, πράγμα εμφανές στο κείμενο του «Μαρξισμός και επαναστατική κοινωνία» (που, αργότερα, θα περιληφθεί στο βιβλίο του Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας).
● Ο Καστοριάδης υπέγραφε τα κείμενα του με διάφορα ψευδώνυμα (Pierre Chaulieu, Paul Cardan, Jean-Marc Coudray, κ.α), γιατί δεν είχε γαλλική υπηκοότητα ή διαβατήριο και αντιμετώπιζε συνεχώς την απειλή της απέλασής του στην Ελλάδα.
1965: Διακόπτεται η έκδοση του περιοδικού Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα (στο τεύχος Ιουνίου).
1967: Διαλύεται οριστικά η ομάδα του περιοδικού Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα.
1968: Δημοσιεύεται το πρώτο του κείμενο για την ψυχανάλυση και το βιβλίο «Mάης ‘68: Το ρήγμα», που έγραψε με τους Eντγκάρ Mορέν και Kλοντ Λεφόρ (Fayard, Juin 1968).
1970: Αποκτά τη γαλλική υπηκοότητα και παύει να αντιμετωπίζει το φόβο της απέλασης. Παραινείται από τον ΟΟΣΑ. Αρχίζει να μελετά και να ασκείται στην ψυχανάλυση. Η εμπλοκή του με το ψυχαναλυτικό δόγμα θα έχει ως συνέπεια να ξαναζήσει (υπό άλλους όρους και συνθήκες) τις εσωτερικές συγκρούσεις, διαμάχες και διασπάσεις που είχε βιώσει στο πλαίσιο των τροτσκιστικών γκροπούσκουλων.
1971-1975: Εκδότης του περιοδικού Textures.
1973: Αρχίζει η επανέκδοση των άρθρων του από το περιοδικό Σοσιαλισμός ή Bαρβαρότητα από τις εκδόσεις «10/18».
1974: Αρχίζει να εργάζεται ως ψυχαναλυτής και, μαζί με την τότε σύζυγό του ψυχαναλύτρια Pierra Aulignier-Castoriadis, γίνεται μέλος της λεγόμενης «Τέταρτης Ομάδας» που διαφωνεί με τη σχολή του Lacan.
1974: Εκδίδονται οι δύο τόμοι του έργου του H Πείρα του Εργατικού Κινήματος.
1975: Δημοσιεύει το σημαντικό έργο του Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, που τον καθιερώνει ως μεγάλο στοχαστή και σηματοδοτεί την στροφή του στην ψυχανάλυση, η οποία θα επηρεάσει όλη τη σκέψη του και θα τον οδηγήσει σε μια άλλη ερμηνεία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου.
1976-1980: Εκδότης του περιοδικού Libre, μαζί με τους Miguel Abensour, Marcel Gauchet, Claude Lefort και Pierre Clastres.
1978: Εκδίδεται ο πρώτος τόμος του σημαντικού έργου του «Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου», μια συλλογή από ήδη δημοσιευμένα κείμενά του. Αυτός ο γενικός τίτλος θα κρατηθεί σε 4 βιβλία του που έχουν τους εξής «υποτίτλους»: Χώροι του ανθρώπου (1986), Ο θρυμματισμένος κόσμος (1990), Η άνοδος της ασημαντότητας (1996), Fait et a Faire (1997).
1979: Εκδίδονται τα έργα του Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση (τόμος 2: To επαναστατικό κίνημα στο σύγχρονο καπιταλισμό) και Το περιεχόμενο του Σοσιαλισμού. H γαλλική κοινωνία. Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση (τόμος 1: O ιμπεριαλισμός και ο πόλεμος).
1979: Εκλέγεται διευθυντής της Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales, όπου διοργάνωσε σεμινάριο με τίτλο «Θέσμιση της κοινωνίας και ιστορική δημιουργία».
1980: Εκδίδεται το έργο του Μπροστά στον πόλεμο (τόμος 1: Οι πραγματικότητες).
1980: Σε δημόσια συζήτηση, ο Daniel Cohn-Bendit παραδέχεται ότι οι περισσότερες από τις απόψεις που είχε εκφράσει, τις είχε ξεσηκώσει από τα άρθρα του Kαστοριάδη στο περιοδικό «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα».
1981: Εκδίδεται το βιβλίο του «Από την οικολογία στην αυτονομία» που έγραψε με τη συνεργασία του Daniel Cohn-Bendit.
1986: Εκδίδεται ο 2ος τόμος του έργου του «Τα Σταυροδρόμια του λαβύρινθου» (ΙI: Οι Χώροι του ανθρώπου).
1989: Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
1990: Εκδίδεται ο 3ος τόμος του έργου του «Τα Σταυροδρόμια του λαβύρινθου» (IΙI: Θρυμματισμένος Κόσμος).
1996: Εκδίδεται ο 4ος τόμος του έργου του «Τα Σταυροδρόμια του λαβύρινθου» (IV: H άνοδος της ασημαντότητας).
1997: Εκδίδεται ο 5ος τόμος του έργου του «Τα Σταυροδρόμια του λαβύρινθου» (V: Fait et Faire).
1997 (26 Δεκεμβρίου): Πεθαίνει στο Παρίσι σε ηλικία 75 ετών, μετά από εγχείρηση ανοικτής καρδιάς.
Στη διάρκεια της ζωής του, ο Καστοριάδης παντρεύτηκε δύο φορές: Πρώτα την ψυχαναλύτρια Pierra Aulignier και, μετά, την Ζωή Kαστοριάδη, από τις οποίες απέκτησε δύο κόρες, την Σπάρτη και την Κυβέλη.
3. Βιβλιογραφία
1972: Το επαναστατικό κίνημα στον σύγχρονο καπιταλισμό (Περιλ. στο Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση).
1973: Το περιεχόμενο του Σοσιαλισμού (Περιλ. στο To Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού).
1974: Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα (Περιλ. στο Η γραφειοκρατική κοινωνία 1).
1975: Οι παραγωγικές σχέσεις στη Ρωσία (Περιλ. στο Η γραφειοκρατική κοινωνία 1).
1976: Το επαναστατικό πρόβλημα σήμερα (Βέργος)
1977: Η πείρα του εργατικού κινήματος: (μέρος 1: Πως ν' αγωνιστούμε) (Βέργος)
1978: Η πείρα του εργατικού κινήματος (μέρος 2: Προλεταριάτο και οργάνωση) (Αμφορέας).
1977: Η γραφειοκρατική κοινωνία: (μέρος 1: Οι παραγωγικές σχέσεις στη Ρωσία) (Βέργος)
1979: Η γραφειοκρατική κοινωνία (μέρος 2: Η επανάσταση κατά της γραφειοκρατίας) (Αμφορέας)
1979: Ουγγρική επανάσταση 1956 (Ανδρομέδα)
1981: Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας (Ράππας)
1981: Από την οικολογία στην αυτονομία (μαζί με τον Dani Cohn Bendit) (Ράππας)
1982: Μπροστά στον πόλεμο (Imago).
1983: Συλλογικό: Λαϊκές εξεγέρσεις στην Ανατολική Ευρώπη (Ύψιλον).
1984: Συλλογικό: Υπάρχει σοσιαλιστικό μοντέλο ανάπτυξης; (Ύψιλον).
1986: Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα (Ύψιλον).
1986: Η γαλλική κοινωνία (Ύψιλον).
1986: Το περιεχόμενο του σοσιαλισμού (Ύψιλον).
1987: Σύγχρονος καπιταλισμός και επανάσταση (Ύψιλον).
1987: Καιρός (μέρος 1ο από το Χώροι του ανθρώπου (Ύψιλον).
1988: Πρώτες δοκιμές (Ύψιλον). Περιλαμβάνει και τα κείμενα για τον Max Weber που δημοσιεύτηκαν το 1944 στο περιοδικού «Αρχείο Κοινωνιολογίας και Ηθικής».
1990: Οι ομιλίες στην Ελλάδα (Ύψιλον).
1991: Τα σταυροδρόμια του λαβύρινθου (Ύψιλον).
1992: Ο θρυμματισμένος κόσμος (Ύψιλον).
1993: Ανθρωπολογία, πολιτική, φιλοσοφία (πέντε διαλέξεις στην Β. Ελλάδα) (Ύψιλον).
1995: Χώροι του Ανθρώπου (Ύψιλον).
1998: Η «ορθολογικότητα» του καπιταλισμού (Περιλ. στο Figures du Pensable)
2000: Η άνοδος της ασημαντότητας (Ύψιλον).
2001: Ο Πολιτικός του Πλάτωνα (Πόλις).
2001: Διάλογοι (Ύψιλον).
2007: Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα: Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο – Σεμινάρια (Κριτική)
Kορνήλιος Kαστοριάδης: «H άνοδος της ασημαντότητας»
(αποσπάσματα)
H απουσία κριτικής σκέψης
Οι διανοούμενοι
Κρίση της κριτικής
H τηλεόραση
Το βαρύ προνόμιο της Δύσης
Τις πταίει
Πώς θα ήταν οι κοινωνίες αν βασίζονταν περισσότερο στις αρχές της διανόησης; Αμφισβητώντας και όχι συμπλέοντας. Κριτικάροντας και όχι συμφωνώντας.
Πώς θα ήταν τα Μέσα Ενημέρωσης αν δεν εγκλωβίζονταν στον ξύλινο πολιτικό λόγο, στα δρώμενά του και στο "ψέμα- αίμα- σπέρμα";
Πώς θα ήταν τα σχολεία αν δίδασκαν σκέψη και όχι παπαγαλία; Αν δεν αξιολογούσαν το "κατά γράμμα" αλλά το "κατά κρίση";
Πώς θα ήμασταν όλοι αν ήμασταν ελεύθεροι;
H απουσία κριτικής σκέψης
H εργασία των διανοουμένων θα έπρεπε να είναι εργασία κριτικής. Και τέτοια ήταν συχνά στην Ιστορία, όπως, παραδείγματος χάριν, κατά τη στιγμή της γέννησης της φιλοσοφίας στην αρχαία Ελλάδα. Τότε, οι φιλόσοφοι αμφισβητούν τις κατεστημένες συλλογικές παραστάσεις, αμφισβητούν τις ιδέες για τον κόσμο και τους θεούς, αμφισβητούν την ορθή τάξη της πολιτείας. Όμως, αρκετά γρήγορα, η στάση αυτή εκπίπτει, εκφυλίζεται. Οι διανοούμενοι εγκαταλείπουν τον κριτικό ρόλο τους. Τον προδίδουν. Μεταβάλλονται σε εκλογικευτές της πραγματικότητας και σε απολογητές της καθεστηκυίας τάξης.
Το πιο ακραίο παράδειγμα αλλά, χωρίς αμφιβολία, το πιο χαρακτηριστικό (ακόμη και μόνο διότι ενσαρκώνει τη μοίρα και την κατάληξη της κληρονομημένης φιλοσοφίας) είναι ο Hegel. Τελικά, ο Hegel έφθασε να διακηρύσσει πως «ό,τι είναι ορθολογικό είναι πραγματικό και ό,τι είναι πραγματικό είναι ορθολογικό».
Στο δικό μας αιώνα έχουμε δύο κραυγαλέες περιπτώσεις αυτού του φαινομένου: Στη Γερμανία, ο Xάιντεγκερ και η βαθιά του προσχώρηση, πέρα από τα γνωστά συμβάντα και την ανεκδοτολογία, στο «πνεύμα» του ναζισμού. Στη Γαλλία, ο Zαν-Πολ Σαρτρ, ο οποίος δικαιολόγησε τουλάχιστον μετά το 1952 τα σταλινικά καθεστώτα και, όταν, τέλος πάντων, ξέκοψε με τον τρέχοντα κομμουνισμό, άρχισε να υποστηρίζει τον Φιντέλ Kάστρο, τον Mάο Tσε Tουγκ, κ.λπ.
Οι διανοούμενοι
Μέχρι σήμερα η κατάσταση αυτή δεν έχει αλλάξει ως προς την ουσία της, αλλά, απλώς, ως προς την έκφρασή της. Μετά από την κατάρρευση των ολοκληρωτικών καθεστώτων και την κονιορτοποίηση του μαρξισμού-λενινισμού, οι δυτικοί διανοούμενοι στην πλειοψηφία τους περνούν τον καιρό τους εγκωμιάζοντας τα δυτικά καθεστώτα ως καθεστώτα «δημοκρατικά», ίσως όχι ιδανικά (δεν ξέρω ποιο είναι το ακριβές νόημα της έκφρασης αυτής), αλλά πάντως ως τα καλύτερα ανθρωπίνως εφικτά. Μας διαβεβαιώνουν, επίσης, ότι η οποιαδήποτε άσκηση κριτικής προς αυτές τις ψευδο-δημοκρατίες οδηγεί κατευθείαν στα Γκουλάγκ. Έτσι, λοιπόν, συνεχίζεται αυτή η χωρίς τέλος επανάληψη της κριτικής του ολοκληρωτισμού, μια κριτική που έρχεται με καθυστέρηση 30, 40, 50, 60, 70 ετών (πολλοί από τους σημερινούς «αντι-ολοκληρωτικούς» διανοούμενους στις αρχές της δεκαετίας του '70 ήταν ακόμη μαοϊκοί).
Όμως αυτή η στάση, δηλαδή η χωρίς τέλος επανάληψη της κριτικής του ολοκληρωτισμού, επιτρέπει να αποσιωπώνται τα φλέγοντα προβλήματα του παρόντος, που είναι: η αποσύνθεση των δυτικών κοινωνιών, η απάθεια, ο κυνισμός και η πολιτική διαφθορά, η καταστροφή του περιβάλλοντος, η κατάσταση στις εξαθλιωμένες χώρες κ.λπ. Υπάρχει, επίσης, μία παραλλαγή της ίδιας ουσιαστικά στάσης: αποσύρεται κανείς στον πλαστικό πύργο του και εκεί ασχολείται με την πολύτιμη προσωπική του παραγωγή.
Πρέπει να σταματήσουμε να υπερ-εκτιμούμε και, ταυτοχρόνως, να υπο-τιμούμε το ρόλο των διανοουμένων. Υπήρξαν ασφαλώς διανοητές και συγγραφείς οι οποίοι έχουν ασκήσει τεράστια επιρροή στην Ιστορία - όχι, εξάλλου, πάντα προς το καλύτερο. Ο Πλάτων χωρίς αμφιβολία είναι το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα, αφού ακόμη σήμερα όλος ο κόσμος, και χωρίς να το ξέρει, σκέφτεται με όρους πλατωνικούς. Ωστόσο, από τη στιγμή που κάποιος επιχειρεί να εκφραστεί για την κοινωνία, την ιστορία, τον κόσμο, το είναι, τότε, οπωσδήποτε, εισχωρεί στο πεδίο των κοινωνικο-ιστορικών δυνάμεων. Και σ' αυτό το πεδίο μπορεί να παίξει ένα ρόλο του οποίου η σημασία κυμαίνεται από το απειροελάχιστο μέχρι το αξιοσημείωτο. Το να θεωρήσουμε ότι ο ρόλος αυτός είναι «ρόλος εξουσίας», κατά τη γνώμη μου αποτελεί γλωσσική κατάχρηση.
Κρίση της κριτικής
Ο συγγραφέας και ο διανοητής, με τα ιδιαίτερα μέσα που του δίνουν η κουλτούρα του και οι ικανότητές του, ασκεί επιρροή στην κοινωνία. Όμως αυτή η επιρροή αποτελεί μέρος του ρόλου του ως πολίτη: λέει αυτό που σκέφτεται και αναλαμβάνει την ευθύνη των λόγων του. Κανείς δεν απαλλάσσεται από αυτή την ευθύνη. Ούτε καν εκείνος που σωπαίνει και, ως εκ τούτου, αφήνει να μιλούν οι άλλοι και να καταλαμβάνεται ο κοινωνικο-ιστορικός χώρος ενδεχομένως από ιδέες τερατώδεις. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να καταγγέλλουμε την «εξουσία των διανοουμένων» και, ταυτοχρόνως, να θεωρούμε ότι οι Γερμανοί διανοούμενοι που σώπασαν μετά το 1932 είναι συνένοχοι των ναζί.
Μια από τις εκδηλώσεις (μόνο μία) της γενικής και βαθιάς κρίσης της κοινωνίας είναι η κρίση της κριτικής. Γεγονός είναι ότι υπάρχει γενικευμένη ψευδο-συναίνεση. H κριτική και η εργασία των διανοουμένων απορροφώνται από το σύστημα τώρα πολύ περισσότερο από άλλοτε και με τρόπο πολύ πιο έντονο. Όλα τα αλέθουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Τα δίκτυα συνενοχής είναι παντοδύναμα. Σήμερα, τις αποκλίνουσες και ετερόδοξες φωνές δεν τις καταπνίγουν ούτε η λογοκρισία ούτε οι εκδότες. Τις καταπνίγει η γενικευμένη εμπορευματοποίηση.
Ακόμη και σε ό,τι είναι τελείως κοινότοπο και τετριμμένο δίδεται χροιά «επαναστατική». Για τη διαφήμιση ενός βιβλίου χρησιμοποιείται συχνά η εξής φράση: «Ιδού ένα βιβλίο που φέρνει επανάσταση στον τομέα του». Αλλά και για τη διαφήμιση των ζυμαρικών την ίδια φράση χρησιμοποιούν: «τα ζυμαρικά Panzani έφεραν επανάσταση στη μαγειρική». H λέξη «επαναστατικός» (όπως, επίσης, οι λέξεις «δημιουργία» και «φαντασία») έχει καταντήσει διαφημιστικό σλόγκαν (αυτό το φαινόμενο ονομάστηκε πριν από λίγα χρόνια ιδιοποίηση). H περιθωριακότητα παίρνει μία θέση κεντρική και γίνεται αντικείμενο διεκδίκησης. H ανατροπή είναι μία ενδιαφέρουσα γραφικότητα που συμπληρώνει την αρμονία του συστήματος. H σύγχρονη κοινωνία έχει μία τρομερή ικανότητα να πνίγει κάθε αληθινή απόκλιση, είτε αποσιωπώντας την, είτε μετατρέποντάς την σε ένα ακόμη φαινόμενο ανάμεσα στα άλλα· ένα φαινόμενο εμπορευματοποιημένο όπως τα άλλα.
Μπορούμε να γίνουμε ακόμη πιο διεξοδικοί. Οι κριτικοί μόνοι τους προδίδουν το ρόλο τους ως κριτικών. Οι συγγραφείς προδίδουν την υπευθυνότητα και τη σοβαρότητά τους. H συνενοχή του κοινού είναι τεράστια. Το κοινό ασφαλώς μόνον αθώο δεν είναι, αφού αποδέχεται το παιχνίδι και προσαρμόζεται σε ό,τι του δίνουν. Τα πάντα γίνονται εργαλείο του συστήματος, ενός συστήματος ανώνυμου. H κατάσταση αυτή δεν είναι ούτε έργο ενός δικτάτορα, ούτε έργο μιας χούφτας μεγάλων καπιταλιστών, ούτε έργο μιας ομάδας διαμορφωτών της κοινής γνώμης· είναι, απεναντίας, ένα τεράστιο κοινωνικο-ιστορικό ρεύμα, το οποίο έχει πάρει μια τέτοια κατεύθυνση που όλα τα κάνει να γίνονται ασήμαντα.
H τηλεόραση
H τηλεόραση αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα: κάτι που βρίσκεται στο κέντρο της επικαιρότητας για ένα εικοσιτετράωρο, γίνεται τελείως ασήμαντο (παύει να υπάρχει) ακριβώς μετά από αυτό το εικοσιτετράωρο, είτε διότι βρέθηκε είτε διότι πρέπει να βρεθεί κάτι άλλο για να πάρει τη θέση του. Λατρεία του εφήμερου, η οποία καταλήγει στην πιο ακραία συρρίκνωση του χρόνου.
Αυτό που στην αμερικανική τηλεόραση ονομάζεται attention span (δηλαδή ο ωφέλιμος χρόνος προσοχής του θεατή) πριν από μερικά χρόνια ήταν 10 λεπτά. Στη συνέχεια, βαθμιαία, έπεσε σε πέντε λεπτά, σε ένα λεπτό και, τώρα, είναι μόλις 10 δευτερόλεπτα. Το τηλεοπτικό σποτ των 10 δευτερολέπτων θεωρείται το πιο αποτελεσματικό. Τόση είναι η διάρκεια που έχουν τα σποτ τα οποία χρησιμοποιούνται στις προεκλογικές προεδρικές καμπάνιες. Είναι απολύτως κατανοητό ότι αυτά τα σποτ δεν περιέχουν τίποτα το ουσιαστικό, αλλά επικεντρώνονται σε δυσφημιστικούς υπαινιγμούς. Προφανώς, αυτό είναι το μόνο πράγμα που ο θεατής είναι ικανός να αφομοιώσει.
Αυτό, όμως, είναι και αληθές και ψευδές. H ανθρωπότητα δεν έχει εκφυλιστεί βιολογικά. Οι άνθρωποι είναι ακόμη ικανοί να παρακολουθήσουν ένα λόγο με επιχειρήματα και με κάποια χρονική διάρκεια. Όμως, είναι, επίσης, αληθές ότι το σύστημα και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης «καλλιεργούν» (δηλαδή, παραμορφώνουν με τρόπο συστηματικό) τους ανθρώπους, ούτως ώστε να μην είναι σε θέση τελικά να ενδιαφερθούν για κάτι το οποίο έχει διάρκεια μεγαλύτερη από κάποια δευτερόλεπτα, το πολύ κάποια λεπτά. Υπάρχει εδώ μια συνομωσία, όχι με την αστυνομική αλλά με την ετυμολογική έννοια του όρου: όλα «συν-ομνύουν», όλα τείνουν προς την ίδια κατεύθυνση, την κατεύθυνση μιας κοινωνίας στην οποία κάθε κριτική χάνει την αποτελεσματικότητά της.
Το βαρύ προνόμιο της Δύσης
Στην ιστορία της Δύσης υπάρχουν αναρίθμητες φρικαλεότητες, τις οποίες η Δύση διέπραξε τόσο εναντίον των άλλων όσο και εναντίον του ίδιου του εαυτού της. Οι φρικαλεότητες όμως δεν αποτελούν προνόμιο της Δύσης. Παντού στον κόσμο υπάρχει συσσώρευση φρίκης, είτε πρόκειται για την Κίνα, την Ινδία, την Αφρική πριν από την αποικιοκρατία, είτε για τους Αζτέκους. H ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων. Είναι η ιστορία των φρικαλεοτήτων - αν και όχι μόνον αυτή.
Υπάρχει, οπωσδήποτε, ένα θέμα προς συζήτηση: το θέμα του ολοκληρωτισμού.
Είναι ο ολοκληρωτισμός (όπως το νομίζω) η κατάληξη της τρέλας για κυριαρχία ενός πολιτισμού ο οποίος διέθετε τα μέσα εξόντωσης και χρησιμοποίησε την πλύση εγκεφάλου σε τέτοια κλίμακα που ποτέ άλλοτε δεν γνώρισε η Ιστορία;
Είναι ο ολοκληρωτισμός ένα διεστραμμένο πεπρωμένο, εγγενές στη σύγχρονη εποχή, με όλες τις αμφισημίες που τη χαρακτηρίζουν;
Είναι, μήπως, κάτι άλλο ο ολοκληρωτισμός;
Για τη συζήτησή μας το θέμα αυτό, αν μπορώ να πω, είναι θεωρητικό. Και είναι θεωρητικό στο μέτρο που τις φρικαλεότητες του ολοκληρωτισμού η Δύση τις έστρεψε εναντίον των δικών της (των Εβραίων συμπεριλαμβανομένων).
Είναι θεωρητικό στο μέτρο που η φράση «σκοτώστε τους όλους, ο θεός θα ξεχωρίσει τους δικούς του», δεν είναι φράση του Λένιν, αλλά ενός πολύ θεοσεβούμενου χριστιανού δούκα και ελέχθη όχι τον 20ο αλλά τον 16ο αιώνα.
Είναι θεωρητικό, στο μέτρο που οι ανθρώπινες θυσίες έχουν εφαρμοστεί αφειδώς και σε τακτά χρονικά διαστήματα από τις μη ευρωπαϊκές κουλτούρες κ.λπ. Το Ιράν του Χομεϊνί, σίγουρα, δεν είναι προϊόν του Διαφωτισμού.
Υπάρχει, όμως, κάτι το οποίο αποτελεί την ιδιομορφία, τη μοναδικότητα και το βαρύ προνόμιο της Δύσης: πρόκειται γι' αυτή την κοινωνικο-ιστορική αλληλουχία που ξεκινά στην αρχαία Ελλάδα και αρχίζει ξανά, από το 11ο αιώνα και μετά, στη δυτική Ευρώπη. Αυτή είναι η μόνη στην οποία βλέπουμε να προβάλει ένα πρόταγμα ελευθερίας, ατομικής και συλλογικής αυτονομίας, κριτικής και αυτοκριτικής.
H πιο εντυπωσιακή επιβεβαίωση αυτού είναι ακριβώς ο λόγος ο οποίος καταγγέλλει τη Δύση. Διότι στη Δύση έχουμε τη δυνατότητα (τουλάχιστον ορισμένοι από εμάς) να καταγγέλλουμε τον ολοκληρωτισμό, την αποικιοκρατία, το δουλεμπόριο των Μαύρων, την εξόντωση των Ινδιάνων στην Αμερική. Όμως, δεν έχω δει τους απογόνους των Αζτέκων, των Ινδών ή των Κινέζων να κάνουν μια ανάλογη αυτοκριτική. Απεναντίας, βλέπω ότι ακόμη και σήμερα οι Ιάπωνες αρνούνται τις θηριωδίες που διέπραξαν κατά το B Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τις πταίει
Οι Άραβες καταγγέλλουν συνεχώς ότι για όλα τα κακά που τους ταλαιπωρούν εξαθλίωση, έλλειψη δημοκρατίας, διακοπή της εξέλιξης του πολιτισμού τους κ.λπ. ευθύνεται η αποικιοκρατία την οποία υπέστησαν από τους Ευρωπαίους. Ωστόσο, η αποικιοκρατία σε αρκετές αραβικές χώρες διήρκεσε στη χειρότερη περίπτωση 130 χρόνια (αυτό συνέβη στην Αλγερία, 1830-1962). Όμως οι ίδιοι αυτοί Άραβες, πριν από την αποικιοκρατία των Ευρωπαίων, είχαν υποστεί για 5 αιώνες το ζυγό των Τούρκων. H τουρκική κυριαρχία στην εγγύς και τη Μέση Ανατολή αρχίζει τον 15ο αιώνα και τελειώνει το 1918. Αλλά οι Άραβες και οι Τούρκοι κατακτητές τους, που ήταν ομόθρησκοί μουσουλμάνοι, δεν μιλούν για την κυριαρχία αυτή.
Πάντως, η εξέλιξη της αραβικής κουλτούρας σταμάτησε το 11ο με 12ο αιώνα, δηλαδή οκτώ αιώνες πριν καν να μπορεί να γίνει λόγος για την κατακτητική επέκταση της Δύσης. Εξάλλου και αυτή η ίδια η αραβική κουλτούρα βασίστηκε στις κατακτήσεις, την εξόντωση και τη λίγο έως πολύ βίαια επιβολή της ισλαμικής θρησκείας στους κατακτημένους πληθυσμούς. Στην Αίγυπτο το 550 μ.X. δεν υπήρχαν Άραβες, όπως δεν υπήρχαν Άραβες, τότε, στη Λιβύη, στην Αλγερία, στο Μαρόκο, στο Ιράκ. Οι Άραβες που βρίσκονται τώρα εκεί είναι απόγονοι των κατακτητών που κυρίευσαν αυτές τις χώρες και που επέβαλαν, με ή χωρίς βία, στους τοπικούς πληθυσμούς τη δική τους θρησκεία. Δεν βλέπω όμως να γίνεται καμία κριτική αυτών των γεγονότων μέσα στο χώρο του αραβικού κόσμου.
Κατά τον ίδιο τρόπο μιλάμε, βεβαίως, για το δουλεμπόριο των Μαύρων από τους Ευρωπαίους (16ος αιώνας και εντεύθεν), αλλά δεν μιλάμε ποτέ για το γεγονός ότι το δουλεμπόριο και η συστηματική υποδούλωση των Μαύρων στην Αφρική τα εγκαινίασαν Άραβες έμποροι (11ος-12ος αιώνας και εντεύθεν), με τη συνενοχή-συμμετοχή, όπως πάντα, βασιλιάδων και φυλάρχων. Επίσης, δεν μιλάμε για το γεγονός ότι η δουλεία δεν καταργήθηκε αυθόρμητα σε καμία ισλαμική χώρα και ότι σε κάποιες από αυτές η δουλεία ισχύει ακόμη και σήμερα.
Δεν θέλω να πω με κανέναν τρόπο ότι όλα αυτά απαλείφουν τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Δυτικοί. Λέω μόνον ότι η ιδιαιτερότητα του δυτικού πολιτισμού έγκειται ακριβώς στην ικανότητά του για αυτο-αμφισβήτηση και αυτοκριτική.
Στην ιστορία της Δύσης, όπως και σε όλες τις άλλες ιστορίες, υπάρχουν θηριωδίες και φρικαλεότητες. Αλλά, όμως, μόνον η Δύση δημιούργησε την ικανότητα για εσωτερική αμφισβήτηση των ίδιων των θεσμών και των ιδεών της εν ονόματι της λογικής συζήτησης μεταξύ των ανθρώπων, η οποία παραμένει ανοιχτή στο διηνεκές και δεν αναγνωρίζει έσχατο δόγμα.
Υποσημειώσεις
1. Κ. Καστοριάδης, Η αρχαία Ελληνική Δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα (Υψιλον, Αθήνα, 1986), σελ.
2. «Στην πολιτεία των Αθηναίων οι δικαστές δεν αποτελούσαν ένα ειδικό επαγγελματικό σώμα αλλά ήταν κληρωτοί. Από τους 30.000 αθηναίους πολίτες κληρώνονταν κάθε χρόνο 6.000 υποψήφιοι δικαστές, με ένα πολύπλοκο σύστημα που διαρκώς βελτιωνόταν, με σκοπό να εξαλειφθεί κάθε δυνατότητα απάτης, παρέμβασης ή επηρεασμού των 501, 1.001 ή 1.501 οι οποίοι, αναλόγως της περιπτώσεως, απάρτιζαν το συγκεκριμένο δικαστήριο. Μ’ αυτή τη ρύθμιση, ένα τυχαίο δείγμα του ίδιου του λαού που νομοθετούσε ψηφίζοντας ένα νόμο, καλούνταν να τον εφαρμόζει με την ιδιότητα της δικαστικής εξουσίας.» (Κ. Καστοριάδης, ο.π., σελ. 31-2)
3. «Τι είναι η πόλις; Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη άνδρες γαρ πόλις, πόλις είναι οι Αθηναίοι… Για τους αρχαίους Έλληνες δεν υπάρχει Πολιτεία των Αθηνών. Αθήνα είναι γεωγραφική έκφραση. Η πόλη είναι οι Αθηναίοι. Άνδρες γαρ πόλις. Ο Θουκυδίδης δεν μιλάει ποτέ για Αθήνα ή για οποιαδήποτε άλλη πόλη. Όταν πρόκειται για την πόλη λέει οι Αθηναίοι, οι Κορίνθιοι, κλπ. Όταν πρόκειται για τον τόπο λέει Αθήνα, Κόρινθος, κλπ. Η πόλις δεν είναι γεωγραφικός προσδιορισμός». (Κ. Καστοριάδης, ο.π., σελ. 38)
4. Αριστοτέλης, Πολιτικά: «Πολίτης δ’ απλώς ουδενί των άλλων ορίζεται μάλλον ή τω μετέχειν κρίσεως και αρχής» [«Ο πολίτης δι’ ουδενός άλλου χαρακτηριστικού στοιχείου ορίζεται επί τω βέλτιστον, ή διά του ότι μετέχει της δικαστικής κρίσεως και της αρχής»] (βιβλίο ΙΙΙ, Κεφ. Ι, μτφρ. Π. Λεκατσάς, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, χχ, σελ. 276-7).
5. «Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αριστοτέλης προτάσσει τη συμμετοχή στην κρίση (δηλαδή τη συμμετοχή στη δικαστική εξουσία), από τη συμμετοχή στην αρχή (δηλαδή τη συμμετοχή στην κυβέρνηση), κι αυτό γιατί στην Αθήνα του 4ου αιώνα, η δικαστική εξουσία τείνει να γίνει η πρώτη εξουσία, γιατί έχει τη δυνατότητα να επικυρώνει ή να αναιρεί στην πράξη ακόμα και αποφάσεις της Εκκλησίας του δήμου. Φυσικά, πρόκειται όχι για επαγγελματικά αλλά για λαϊκά δικαστήρια που απαρτίζονταν από τους ίδιους τους πολίτες» (Κ. Καστοριάδης, ο.π., σελ. 16).
6. Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία (XLI,2, μτφρ. Γ. Κοτζιούλας, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1939, σελ. 153).