ΤΟ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»:
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Κλεάνθης Γρίβας
18/01/2018
Ανεξάρτητα από τις όποιες -δικαιολογημένες ή όχι- συναισθηματικές αντιδράσεις, η επίλυση της διαφοράς με τη γειτονική χώρα με την αποδοχή από την πλευρά της Ελλάδας μιας σύνθετης ονομασίας της που θα περιέχει το όνομα «Μακεδονία», εναρμονίζεται (για λόγους που αναλύονται παρακάτω) με τα –διαφορετικά-- γεωπολιτικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της πΓΔΜ αλλά και της Ελλάδας, για την οποία είναι, προτιμότερο να υπάρχει στα βόρεια σύνορά της ένα μικρό αλλά σταθερό κράτος (η οικονομία του οποίου εξαρτάται εν πολλοίς από την Ελλάδα) θωρακισμένο κάπως από την συμμετοχή του στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΝΑΤΟ, παρά ένα ασταθές και σαθρό «κράτος» που θα είναι έρμαιο ενός επιθετικού αλβανικού εθνικισμού, ο οποίος αποσκοπεί στη δημιουργία μιας «μεγάλης Αλβανίας» με την πιθανή ενσωμάτωση του Κόσσοβου και της πΓΔΜ ως πρώτα θύματα και την Ελλάδα ως επόμενο στόχο, μιας «μεγάλης Αλβανίας» η οποία μαζί με την Τουρκία θα πιέζουν ασφυκτικά την Ελλάδα από τα βόρεια και από τα ανατολικά.
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ
Στη διεθνή αρχιτεκτονική δομή της ισχύος που έχει πυραμιδικό σχήμα, όλες οι χώρες τοποθετούνται σε ένα ορισμένο επίπεδο με βάση τον πλούτο, τον πληθυσμό και τη γεωγραφική τους θέση.
Η Ευρώπη, ως σύνολο, βρισκόταν στην κορυφή αυτής της πυραμίδας επί 4 αιώνες (1492-1914), έχοντας κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Και, μέσα στα 31 χρόνια ενός ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου (1914-1945), μεταβλήθηκε σε μια κατακερματισμένη, κατεστραμμένη και κατεχόμενη ήπειρο.
ΑΠΟ ΤΟ 1792 ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ,
μεγάλες δυνάμεις στην Ευρώπη ήταν:
Η Γαλλία: από το 1792 μέχρι το 1940 (που καταλήφθηκε από τη ναζιστική Γερμανία).
Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία (Πρωσία πριν το 1870): από το 1792 μέχρι το 1945.
Η Ρωσία (τσαρική μέχρι το 1917 και σοβιετική από το 1917 μέχρι το 1991): το μοναδικό κράτος που ήταν μεγάλη δύναμη σε όλη την περίοδο από το 1792 μέχρι το 1990.
Η Αυστροουγγαρία (Αυστρία πριν το 1867): από το 1792 μέχρι τη διάλυση της το 1918.
Η Ιταλία: θεωρούνταν μεγάλη δύναμη από το 1861 μέχρι το 1943 (οπότε και κατέρρευσε).
Οι Ηνωμένες Πολιτείες: (που το 1898 βγήκαν στη διεθνή σκηνή) από το 1914 μέχρι το 2017.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (1945-1990),
μεγάλες δυνάμεις στην Ευρώπη ήταν οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ρωσία.
Στην Ευρώπη, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία ήταν μεσαίες δυνάμεις, δεδομένου ότι δεν διέθεταν τη στρατιωτική ισχύ που θα τους επέτρεπε να χαρακτηριστούν ως μεγάλες δυνάμεις (και, αντίστοιχα, στην Β.Α. Ασία, μεσαίες δυνάμεις ήταν η Κίνα και η Ιαπωνία).
ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ (από το 1991 μέχρι το 2017),
μεγάλες δυνάμεις στη διεθνή σκηνή είναι οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα.
Μετά τη λήξη της δεύτερης φάσης του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου (1945), η Ευρώπη έμοιαζε με ένα απέραντο νεκροταφείο με πάνω από εκατό εκατομμύρια νεκρούς, ερειπωμένες πόλεις, εκατοντάδες εκατομμύρια αμετάκλητα κατεστραμμένες ζωές, κατεχόμενη από δύο μεγάλες δυνάμεις (τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ρωσία) και έχοντας απωλέσει οριστικά τη δυνατότητα να ορίζει τη μοίρα της. Οι αποφάσεις για πόλεμο και ειρήνη ή για ζωή και θάνατο δεν παίρνονταν πια στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αλλά στην Ουάσινγκτον και τη Μόσχα.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, εντελώς ιδιαίτερος είναι ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών οι οποίες, μετά την ολοκλήρωση της εσωτερικής τους επέκτασης και αφού επιβλήθηκαν ως αδιαμφισβήτητος ηπειρωτικός ηγεμόνας στο δυτικό ημισφαίριο, εξήλθαν στη διεθνή σκηνή κατά τον σύντομο αμερικανο-ισπανικό πόλεμο (1898).
Εκτοτε, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται, εξ’ αντικειμένου, στην κορυφή της πυραμίδας της ισχύος διεθνώς, εξαιτίας του ότι είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο που πέτυχε να αναχθεί σε «ηπειρωτικό ηγεμόνα» (ένας όρος που υποδηλώνει την υπεροχή μιας χώρας στην ήπειρό της, απέναντι στην οποία δεν μπορούν να αντιταχθούν οικονομικά και στρατιωτικά οι άλλες χώρες της ηπείρου, είτε όλες μαζί είτε μεμονωμένα).[1]
Αυτό δίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες το μέγιστο προνόμιο να μπορούν να λειτουργούν ως «παγκόσμιος ισορροπιστής» στο υφιστάμενο σύστημα της ισχύος και, συνεπώς, ο πάγιος στόχος και η βασική επιδίωξη της εξωτερικής πολιτικής τους είναι η αποτροπή κάθε προσπάθειας οποιασδήποτε χώρας, σε οποιαδήποτε ήπειρο και σε οποιεσδήποτε συνθήκες, να αναχθεί σε ηγεμόνα στην ήπειρό της, γιατί αυτό θα τις εξανάγκαζε να μοιραστούν μαζί της το μέγιστο προνόμιο του «παγκόσμιου ισορροπιστή», πράγμα που θα σήμανε το οριστικό τέλος του Αμερικανικού αιώνα.
Με εξαίρεση το δυτικό ημισφαίριο (στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι αδιαμφισβήτητος ηπειρωτικός ηγεμόνας), σε όλες τις άλλες ηπείρους, η ισορροπία της ισχύος διαμορφώνεται ως ισορροπία μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων που υπάρχουν σε κάθε ήπειρο, υπό την άγρυπνη εποπτεία των Ηνωμένων Πολιτειών που φροντίζουν ώστε καμιά από αυτές να μην αναδειχθεί σε ηπειρωτικό ηγεμόνα.
Στην Ευρώπη, από το 1945 και μετά, το σύστημα ισχύος ήταν και παραμένει διπολικό. Διαμορφώνεται πρωτίστως από δύο μεγάλες διεθνείς δυνάμεις (ΗΠΑ και Ρωσία), οι οποίες επικαθορίζουν τις σχέσεις του βασικού τριγώνου των μεσαίων δυνάμεων μεταξύ τους (Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία), ενώ οι μικρότερες χώρες (Ιταλία, Κάτω Χώρες, Σκανδιναβικές χώρες, χώρες της Κεντρική και Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων) προσπαθούν να επιβιώνουν αναπτύσσοντας ποικίλες σχέσεις (α) με τις δύο μεγάλες δυνάμεις, ΗΠΑ και Ρωσία, (β) με τις τρεις μεσαίες δυνάμεις, Γερμανία, Γαλλία και Βρετανία, και (γ) μεταξύ τους.
Σ’ αυτό το πλέγμα, ο ρόλος της Ρωσίας στο ευρωπαϊκό σύστημα ισχύος είναι αποφασιστικός αλλά και περιορισμένος από το γεγονός ότι η Ρωσία αποτελεί περιφερειακή δύναμη ευρωπαϊκή και ασιατική συγχρόνως, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να προβληθεί ως δυνητικός ηγεμόνας ούτε στο ευρωπαϊκό ούτε στο ασιατικό υποσύστημα ισχύος.
Στη Β.Α. Ασία, το σύστημα ισχύος είναι πολυπολικό, και διαμορφώνεται πρωτίστως από το βασικό τρίγωνο Κίνας, Ιαπωνίας και Ινδίας και δευτερευόντως από τη Νότια και Βόρεια Κορέα, τη Σιγκαπούρη, την Ινδονησία, το Βιετνάμ, κ.α., χώρες οι οποίες προσπαθούν να ισορροπούν αναπτύσσοντας ποικίλες σχέσεις (α) με τις Ηνωμένες Πολιτείες, (β) με τα με τα μέλη του βασικού τριγώνου, και (γ) μεταξύ τους, υπό την άγρυπνη εποπτεία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Δεδομένου ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να επιτύχει παγκόσμια ηγεμονία, και δεδομένου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κάνουν καθετί προκειμένου να αποτραπεί η ανάδειξη οποιασδήποτε χώρας σε «ηγεμόνα» στην ήπειρό της (γιατί τότε θα ήταν υποχρεωμένες να μοιραστούν μαζί της το μοναδικό προνόμιο τους, του «παγκόσμιου ισορροπιστή»), ο κόσμος είναι καταδικασμένος να βιώνει ένα διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων σε περιφερειακό-ηπειρωτικό επίπεδο, κυρίως.
Από την άποψη αυτή είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο στον Πρώτο όσο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν αναμείχθηκαν στη σύγκρουση των ευρωπαϊκών δυνάμεων παρά μόνο όταν κατέστη προφανές ότι δυτικές δυνάμεις (Γαλλία και Βρετανία) δεν ήταν ικανές να αποκρούσουν τη γερμανική προέλαση προς την ηπειρωτική ηγεμονία, οπότε μπήκαν οι ίδιες στον πόλεμο ρίχνοντας αποφασιστικά τα βάρος τους στη μεριά των δυτικο-ευρωπαϊκών χωρών.
- Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918), οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυξαν τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις το 1917. Εστειλαν τα πρώτα στρατιωτικά αγήματά τους στην Ευρώπη την Άνοιξη του 1918. Και τον Νοέμβριο 1918, ο πόλεμος έληξε με ήττα της Γερμανίας.
- Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945) συνέβη το ίδιο: Ο Χίτλερ κήρυξε τον πόλεμο στις ΗΠΑ το Δεκέμβριο 1941 (μετά το Περλ Χάρμπορ). Οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν τα πρώτα στρατιωτικά αγήματά τους στην Ευρώπη το 1943 (με την απόβαση στη Σικελία), τον κύριο όγκο των δυνάμεών τους τον Ιούνιο του 1944 (με την απόβαση στη Νορμανδία). Και τον Μάιο του 1945 ο πόλεμος έληξε με συντριβή της Γερμανίας.
Το λογικό συμπέρασμα από τη μέχρι σήμερα ασκούμενη εξωτερική πολιτική της μοναδικής δύναμης που είναι «ηπειρωτικός ηγεμόνας» και, ως εκ τούτου, «παγκόσμιος ισορροπιστής», είναι
(α) ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συρθούν σε πόλεμο μόνο εάν τεθεί υπό δραστική αμφισβήτηση η θέση τους ως «παγκόσμιου ισορροπιστή» με την εμφάνιση ενός δυνητικού «ηπειρωτικού ηγεμόνα» σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, και
(β) ότι σε κάθε άλλη περίπτωση, θα επιδιώκουν ισορροπιών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων του κάθε ηπειρωτικού συστήματος.
Αυτό ερμηνεύει τη συμπεριφορά των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι σ’ εκείνες τις χώρες της Ευρώπης και της Βορειο-ανατολικής Ασίας που θα μπορούσαν κάποια στιγμή να προβληθούν ως δυνητικοί ηπειρωτικοί ηγεμόνες στην περιφέρειά τους.
ΕΙΔΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: ΕΥΡΩΠΗ
Στην Ευρώπη, η Γερμανία προσπάθησε ανεπιτυχώς δύο φορές στο παρελθόν να επιβληθεί ως ηπειρωτικός ηγεμόνας με τα όπλα: 1914-1918 και 1939-1945.
Για να προβάλλει μία χώρα αξιώσεις δυνητικού ηπειρωτικού ηγεμόνα πρέπει να εξασφαλίζει δύο προϋποθέσεις: οικονομική ισχύ και πληθυσμό.
Η Γερμανία κατέκτησε την πρώτη προϋπόθεση (οικονομική ισχύς) κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (1945-1990), όντας διασπασμένη και κατεχόμενη, και τη δεύτερη προϋπόθεση (πληθυσμός) με την επανένωσή της (3 Οκτωβρίου 1990). Πράγμα, που σε συνδυασμό με την κατάρρευση της σοβιετικής Ρωσίας, είχε ως αποτέλεσμα ο χάρτης της Ευρώπης από το 1991 αρχίζει να μοιάζει εντυπωσιακά (και απειλητικά) με τον χάρτη της Ευρώπης του Μεσοπολέμου (1919-1939), που είναι γνωστό πού οδήγησε.[2]
Μετά το 1990, η Γερμανία ήταν σε θέση να λειτουργήσει ως υποψήφιος ηπειρωτικός δυνητικός ηγεμόνας, μέσω της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» υπό γερμανικό σχεδιασμό και έλεγχο, δηλαδή, επιδιώκοντας να αναχθεί σε ηπειρωτικό ηγεμόνα, για τρίτη φορά, όχι πια με τα όπλα, αλλά με οικονομικά μέσα.
Κι αυτό, αφενός βρίσκεται σε αντίθεση με τις βασικές επιδιώξεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και αφετέρου ερμηνεύει τον εξελισσόμενο οικονομικό πόλεμο μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Γερμανίας.
Στην Ευρώπη, η κατάσταση εμφανίζεται ιδιαίτερα περιπεπλεγμένη από το γεγονός ότι η Γερμανία, κατέχει το κέντρο της ηπειρωτικής Ευρώπης και, συνεπώς, η επέκτασή της προς βορρά περιορίζεται από ένα θαλάσσιο τείχος (τη Βαλτική θάλασσα και τη Βόρεια θάλασσα), ενώ η επέκτασή της προς νότο από ένα ορεινό τείχος (την οροσειρά των Άλπεων), με αποτέλεσμα η όποια επέκτασή της να είναι δυνατή είτε προς δυσμάς (Γαλλία) είτε προς ανατολάς (Ρωσία).
Και ακριβώς για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο του ανοίγματος της Γερμανίας προς Ανατολάς (πράγμα που έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν με το ΄Σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν, στις 23 Αυγούστου 1939), οι Ηνωμένες Πολιτείες οργανώνουν μια «ζώνη ασφαλείας» ανάμεσα στη Γερμανία και τη Ρωσία, υπό τον έλεγχό τους, ενσωματώνοντας στο ΝΑΤΟ τις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων.
Με βάση αυτό τον προβληματισμό, κατά τη γνώμη μου, η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη αποσκοπεί πρωτίστως στην αποτροπή ενός ενδεχόμενο ανοίγματος της Γερμανίας προς ανατολάς (πράγμα που θα ανέτρεπε εκ βάθρων την υφιστάμενη ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη) και δευτερευόντως στην «περικύκλωση» της Ρωσίας (που είναι αδύνατο να «περικυκλωθεί», δεδομένου ότι εκτείνεται σε δύο ηπείρους).
Στην ευρωπαϊκή γεωπολιτική σκακιέρα, οι χώρες διατάσσονται σε τρία επίπεδα από άποψη βαρύτητας σε σχέση με την επίτευξη του βασικού στόχου της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αναφορικά με την ενδο-ευρωπαϊκή ισορροπία δυνάμεων.
Στο πρώτο επίπεδο, ανήκουν οι μεγάλες ρυθμιστικές δυνάμεις (ΗΠΑ και Ρωσία), από τις σχέσεις και τις αποφάσεις των οποίων εξαρτάται η μοίρα της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Στο δεύτερο επίπεδο, ανήκουν οι «μεγάλες» ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία), οι οποίες πρέπει να βρίσκονται σε τέτοια ισορροπία μεταξύ τους, ώστε καμιά να μην καταστεί ικανή να αναδειχθεί σε υποψήφιο «ηπειρωτικό ηγεμόνα». Για να επιτευχθεί αυτό, οι χώρες που συνασπίζονται έναντι ενός δυνητικού ηγεμόνα είναι υποχρεωμένες να αναπτύσσουν κατάλληλες σχέσεις τόσο με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και μεταξύ τους.
Στο τρίτο επίπεδο, ανήκουν οι «μικρο-μεσαίες» (Ιταλία) και οι «μικρές» δυνάμεις (Κάτω Χώρες, χώρες της Σκανδιναβίας, της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων), που είναι υποχρεωμένες να αναπτύσσουν κατάλληλες επιβιωτικές σχέσεις (α) με τις Ηνωμένες Πολιτείες, (β) με τις τρεις «μεγάλες» ευρωπαϊκές δυνάμεις και (γ) μεταξύ τους.
Όλες οι χώρες, ανεξάρτητα από το επίπεδο στο οποίο ανήκουν, μπορούν να ασκούν μια εξωτερική πολιτική που λειτουργεί υποχρεωτικά είτε υποστηρικτικά είτε, υπονομευτικά σε σχέση με τον επιδιωκόμενο βασικό στόχο του υπερπόντιου «ισορροπιστή». Και, όπως είναι ευνόητο, η δεύτερη επιλογή είναι εξόχως δύσκολη και εν πολλοίς, επικίνδυνη για κάθε μικρή χώρα.
Εάν για τις μεγάλες χώρες η επιλογή είναι δύσκολη και πολύπλοκη, για τις μικρότερες χώρες και, ιδιαιτέρως για την Ελλάδα, οι δυσκολίες είναι από τεράστιες έως αξεπέραστες.
Πρώτο, η Ελλάδα έχει σοβαρές διαφορές με μια χώρα, την Τουρκία, με την οποία ανήκει στην ίδια στρατιωτική συμμαχία (το ΝΑΤΟ). Οι διαφορές αυτές εκτείνονται από το ζήτημα της τουρκικής εισβολής και κατοχής ενός μέρους της Κύπρου μέχρι την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε μεγάλο μέρος του Αιγαίου, η οποία εξυπηρετεί εδαφικές, γεωπολιτικές και οικονομικές (υποθαλάσσιος πλούτος) επιδιώξεις της Τουρκίας.
Δεύτερο, η Ελλάδα έχει ένα ανοικτό ζήτημα με ένα βόρειο γείτονά της (την πΔΓΜ) ο οποίος φιλοδοξεί να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που είναι αδύνατο χωρίς τη συγκατάθεση της Ελλάδας.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ, ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑ
Η διεκδίκηση του ονόματος «Μακεδονία» από τη γειτονική χώρα:
(α) Από ιστορική άποψη είναι αβάσιμη (και γι’ αυτό, δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση).
(β) Από γεωγραφική άποψη είναι βάσιμη, δεδομένου ότι η γεωγραφική περιοχή με το όνομα «Μακεδονία» κατέχονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων (1913). Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) τα βαλκανικά εδάφη που κατείχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία,[3] μοιράστηκαν ανάμεσα στην Ελλάδα (ως Μακεδονία) τη Σερβία (ως Νότια Σερβία) και τη Βουλγαρία (Μακεδονία του Πιρίν).
- Η Ελλάδα αύξησε το έδαφός της από 64.790 σε 108.610 τ.χλμ. και τον πληθυσμό της από 2.660.000 σε 4.363.000, ενσωματώνοντας μεγάλα τμήματα της Ηπείρου και της Μακεδονίας (συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης). Η Κρήτη ενσωματώθηκε οριστικά στην Ελλάδα και επίσημα στις (14 Δεκεμβρίου 1913)
- Η Σερβία αύξησε το έδαφός της από 48.300 σε 87,780 τ.χλμ. και τον πληθυσμό της κατά 1,5 εκατ. κατοίκους, ενσωματώνοντας ένα μέρος της Μακεδονίας ως Νότια Σερβία, και από το 1929 ως Βαρντάρσκα Μπανόβινα / περιφέρεια του Βαρδάρη (ως μέρος του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά καιρούς στην περιοχή αυτή δίνονταν διάφορα ονόματα (όπως Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, το 1944 - Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, το 1963 -- Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας από το 1992) που όλα αποτελούσαν σύνθετες ονομασίες που περιέχουν το όνομα «Μακεδονία», χωρίς ποτέ να υπάρξει καμιά αντίδραση από την πλευρά όλων των ελληνικών κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου.
- Η Βουλγαρία ενσωμάτωσε ένα τμήμα της Μακεδονίας (τη Μακεδονία του Πιρίν ή Βουλγαρική Μακεδονία) και παραχώρησε στη Ρουμανία τη Νότια Δοβρουτσά.
Η θέση των Μεγάλων Δυνάμεων στη συνδιάσκεψη του Βουκουρεστίου (1913) επί των ελληνικών αιτημάτων ήταν η ακόλουθη: Η Γερμανία και η Γαλλία υποστήριξαν τις ελληνικές θέσεις. Η Ρωσία και η Αυστρουγγαρία υποστήριξαν τις διεκδικήσεις της Βουλγαρίας (όπως τη παραχώρηση της Καβάλας). Ενώ, η Αγγλία και η Ιταλία ούτε εναντιώθηκαν ούτε υποστήριξαν τα ελληνικά αιτήματα.
(γ) Από γεωπολιτική άποψη, είναι σημαντική για τη λειτουργία του ευρωπαϊκού συστήματος ισχύος, γιατί καθορίζει την ένταξη της πΓΔΜ στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.
Το ζήτημα του ονόματος είναι συναρτημένο με την απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα: Τί βαρύνει περισσότερο στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς των μεγάλων και των μεσαίων δυνάμεων, η γεωγραφία και η γεωπολιτική ή η ιστορία;
Η απάντηση είναι μάλλον εύκολη, εάν ρίξει κανείς μια ματιά στις αλλεπάλληλες αλλαγές συνόρων στην ευρωπαϊκή ήπειρο κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, στις οποίες τον πρώτο και καθοριστικό λόγο είχε πάντοτε ο συνδυασμός γεωγραφίας και γεωπολιτικής και όχι η ιστορία. Κι αυτό γιατί απλούστατα, η γεωγραφία είναι αμετάλλακτη και η γεωπολιτική είναι επιδίωξη απτών συμφερόντων (τουτέστιν, συσχετισμού δυνάμεων), ενώ η ιστορία χρησιμοποιείται, κατά κανόνα, εργαλειακά, προκειμένου να εξυπηρετηθούν διάφορες σκοπιμότητες.
Συνεπώς, δεν πρέπει να αναμένει κανείς από τις μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία), τις μεσαίες δυνάμεις (Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία) και τις μικρές δυνάμεις που συνυπάρχουν στη ευρωπαϊκή ήπειρο, ότι είναι πιθανό να αποποιηθούν αυτό τον κανόνα για χάρη των «ιστορικών λόγων» που, δικαίως, επικαλείται η Ελλάδα.
Επιπροσθέτως, από γεωπολιτική άποψη για την Ελλάδα είναι, προτιμότερο να υπάρχει στα βόρεια σύνορά της ένα μικρό αλλά σταθερό κράτος (η οικονομία του οποίου εξαρτάται εν πολλοίς από την Ελλάδα) θωρακισμένο κάπως από την συμμετοχή του στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΝΑΤΟ, παρά ένα ασταθές και σαθρό «κράτος» που θα είναι έρμαιο ενός επιθετικού αλβανικού εθνικισμού, ο οποίος αποσκοπεί στη δημιουργία μιας «μεγάλης Αλβανίας» με την πιθανή ενσωμάτωση του Κόσσοβου και της πΓΔΜ ως πρώτα θύματα και την Ελλάδα ως επόμενο στόχο, μιας «μεγάλης Αλβανίας» η οποία μαζί με την Τουρκία θα πιέζουν ασφυκτικά την Ελλάδα από τα βόρεια και από τα ανατολικά.
Συνεπώς, η αποτροπή μιας τέτοιας εξέλιξης είναι προς όφελος και της πΓΔΜ και της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης, η οποία αποδείχθηκε ανίκανη να αντιμετωπίζει σοβαρές κρίσεις (πόλεμοι της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του 1990, προσφυγική κρίση στα μέσα της δεκαετίας του 2010), και το μέλλον της οποίας δεν είναι ούτε ασφαλές ούτε αποσαφηνισμένο.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα έχει να παίξει ένα πολύ σημαντικό ρόλο «ως προάγγελος των ευρύτερων γεωπολιτικών τάσεων… Προφανώς, η Ελλάδα δεν θα καθορίσει το πεπρωμένο της Ευρώπης και της Ρωσίας, αλλά θα καταδείξει προς τα πού βαίνουν οι σχέσεις ισχύος μεταξύ τους, καθώς βρίσκεται εξίσου κοντά τόσο στη Μόσχα όσο και στις Βρυξέλλες… Εκτός από τη Γερμανία και τη Ρωσία, το πεπρωμένο της Ευρώπης εναπόκειται στην ίδια τη μικρή Ελλάδα, η οποία, από όλα τα μέρη, είναι αυτή που θα αποτελέσει το ασφαλέστερο κριτήριο για την ομαλή λειτουργία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος… Η Ελλάδα είναι το σημείο όπου η Ευρώπη -και κατά συνέπεια η Δύση- αρχίζει και τελειώνει», διαπιστώνει ο γεωπολιτικός αναλυτής Ρόμπερτ Κάπλαν.[4]
Σε σχέση με την κατεύθυνση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, ο πολιτικός αναλυτής Τζορτζ Φριντμαν έθεσε ένα ζωτικής-επιβιωτικής σημασίας ερώτημα: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση ιδρύθηκε για την ειρήνη και την ευημερία. Αν η ευημερία εξαφανιστεί ή αν εξαφανιστεί σε κάποια κράτη, τι θα συμβεί με την ειρήνη;».[5]
Η Ευρωπαϊκή Ένωση οργανώθηκε (με, σκοπίμως, μεγάλες εγγενείς δομικές ατέλειες) με στόχο να αποβάλλει οριστικά τους εφιάλτες του τριακονταετούς ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου (1914-1945), θεμελιωμένη στην Ειρήνη και την Ευημερία.
Στο ερώτημα τί θα προκύψει εάν η ευημερία πάψει να υφίσταται, η απάντηση είναι, μάλλον, προφανής: Θα αναβιώσει το σκηνικό του μεσοπολέμου και μαζί του οι εφιάλτες που υποτίθεται ότι είχαν αποβληθεί, και η Ευρώπη θα ξαναμετατραπεί σε πεδίο σύγκρουσης ποικίλλων όσων εθνικισμών, σε μια ήπειρο θανάτου και καταστροφής, πράγμα το οποίο αποτελούσε το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιστορίας της. Κι αυτό, είναι που πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο.
Για να διασφαλιστεί αυτό, πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο η εγγενής παραφροσύνη του ανθρώπινου είδους που κάνει όλη την ιστορία του να διαρρέεται από ποταμούς αίματος. Μ’ άλλα λόγια, να απαλειφθεί η πλέον δολοφονική και καταστρεπτική έκφανσή της, ο φανατισμός στις ποικίλες εκφάνσεις του: εθνικιστικός, θρησκευτικός, ρατσιστικός, κ.α
Η Ευρώπη έχει τη δυνατότητα να αποφύγει τη μοίρα που της επιφυλάσσει ο αναδυόμενος εθνικισμός στο έδαφός της, εξαλείφοντας τον παράγοντα που τον τροφοδοτεί αενάως: τα σύνορα.
Κι αυτό, μπορεί να επιτευχθεί μέσω της οργάνωσής της σε ομοσπονδιακή βάση, κατά το πρότυπο των Ηνωμένων Πολιτειών. Γιατί αυτό καθιστά τον πόλεμο στην Ευρώπη τόσο αδιανόητο, όσο αδιανόητος είναι και μεταξύ των διαφόρων πολιτειών που συναπαρτίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Επιπλέον, μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία, η Ευρώπη, που ήταν κυρίαρχη σε πλανητικό επίπεδο επί 4 αιώνες (και αυτοκτόνησε μέσα σε 31 χρόνια), σίγουρα δεν μπορεί να επανακτήσει αυτή τη θέση στα χρόνια που έρχονται. Μπορεί, όμως, να αποκατασταθεί ως μεγάλη δύναμη με αποφασιστικό λόγο στο διεθνές σύστημα της ισχύος.
Κλεάνθης Γρίβας
18 Ιανουαρίου 2018
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΕΙ ΝΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ
με τον ίδιο πρωταγωνιστή και με άλλα μέσα (από την κυριαρχία με τα όπλα στην κυριαρχία με οικονομικά εργαλεία)
Η Γερμανία, σε όλη την ιστορική της διαδρομή αποδείχθηκε ένα από τα πιο επιθετικά κράτη στην παγκόσμια ιστορία, με κορυφαία εκδήλωση της κακοήθους επιθετικότητάς της, τη ναζιστική της περίοδο (1933-45).
Μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919), η Γερμανία ήταν αδύναμη στρατιωτικά. Αλλά, μετά την άνοδό του στην εξουσία στις 30 Ιανουαρίου 1933 και μέχρι το 1939, ο Χίτλερ οργάνωσε μια ισχυρή Βέρμαχτ και χρησιμοποιώντας την ως εργαλείο, άρχισε να επεκτείνει τα σύνορα της Γερμανίας, με στόχο της καταλήστευση των πόρων ολόκληρης της Ευρώπης.
- το 1938, ενσωμάτωσε την Αυστρία και την τσεχοσλοβακική Σουδητία, χωρίς την παραμικρή αντίσταση,
- τον Μάρτιο 1939, ενσωμάτωσε την υπόλοιπη Τσεχοσλοβακία και τη λιθουανική πόλη του Μέμελτον. Και στη συνέχεια, επετέθηκε:
- στις 1 Σεπτεμβρίου 1939, στην Πολωνία,
- τον Απρίλιο 1940, στη Δανία και τη Νορβηγία,
- τον Μάιο 1940, στο Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο και Γαλλία,
- τον Απρίλιο 1941 στην Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Και
- τον Ιούνιο 1941 στη Σοβιετική Ένωση.
Από το 1990, η Βέρμαχτ, ένα αναποτελεσματικό και απαρχαιωμένο μέσο, πλέον, αντικαταστάθηκε από οικονομικά εργαλεία για την επιδίωξη του (ίδιου) γερμανικού στόχου: την εγκατάσταση σχέσεων υποταγής και εκμετάλλευσης των ίδιων ευρωπαϊκών χωρών.
Άραγε, υπάρχει κάποια ποιοτική συγγένεια ανάμεσα στις γερμανικές φυλές που περιγράφει ο ρωμαίος Ιστορικός Τάκιτος, τον 1ο αιώνα μ.Χ. («Οι Γερμανοί δεν δείχνουν καμιά προτίμηση στην ειρήνη… [ο Γερμανός] θεωρεί άτολμο και ποταπό να κερδίζει με ιδρώτα αυτό που μπορεί να αγοράσει με αίμα»),[6] στις δηλώσεις του Εριχ Κοχ, γκαουλάϊτερ του Χίτλερ στην Ουκρανία («Θα ρουφήξω όλο το μεδούλι απ’ αυτή τη χώρα. Δεν ήρθα εδώ να σπείρω την ευτυχία, αλλά να βοηθήσω τον Φύρερ»)[7] και στη σημερινή εμμονή της Γερμανίας στις ανθρωποθυσιαστικές πολιτικές λιτότητας που επιβάλλει στην Ευρώπη;
[1]. Βλ. John Mearsheimer: Η Τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων (6η έκδ., Ποιότητα, Αθήνα, 2011)
[2]. Απ’ αυτή την άποψη είναι χρήσιμη και αναγκαία η μελέτη της εξαιρετικής εργασίας του Mark Mazower, Σκοτεινή ήπειρος: Ο ευρωπαϊκός Εικοστός Αιώνας (Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2001),
[3]. Εκτός από μια περιοχή γύρω από την Αδριανούπολη και κάποια τμήματα της Ανατολικής Θράκης μέχρι τον ποταμό Έβρο.
[4]. Ρόμπερτ Κάπλαν: Η Εκδίκηση της Γεωγραφίας (Μελάνι, Αθήνα, 2016), σ. 22.
[5]. Τζορτζ Φρίντμαν: Σημεία Ανάφλεξης. Η αναδυόμενη κρίση στην Ευρώπη (Ενάλιος, Αθήνα, 2015), σ. 26.
[6]. John Hirst: Σύντομη Ιστορία της Ευρώπης (Μεταίχμιο, Αθήνα, 2012), σ. 27.
[7]. Mark Mazower: Σκοτεινή ήπειρος: Ο ευρωπαϊκός Εικοστός Αιώνας (Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2001), σ. 157.