Κλεάνθης Γρίβας
ΑΝΑΠΤΥΞΙΟΦΡΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Καθολικός εκφασισμός ή ολοκληρωτικός αφανισμός
(1986)
Δημοσιεύθηκε στην εφ. Θεσσαλονίκη, 21-2-1986
Περιλαμβάνεται στη συλλογή δοκιμίων
Η Εξουσία της Βίας (Εκδόσεις ΙΑΝΟΣ, Θεσσαλονίκη, 1987)
1. Βιομηχανική ανάπτυξη: Τα φυσικά όρια
2. Βιομηχανική ανάπτυξη ίσον πείνα και υποσιτισμός
3. Βιομηχανική ανάπτυξη ίσον κατάργηση του μέλλοντος
4. Βιομηχανική ανάπτυξη ίσον διαστροφή του παρόντος
5. Οι τεχνοκράτες ευχολογούν
6. Βιομηχανική ανάπτυξη ίσον πυρηνική ενέργεια
7. Πυρηνική ενέργεια ίσον πυρηνικό ολοκαύτωμα
8. Πυρηνική ενέργεια ίσον καθολικός εκφασισμός
9. Εκφασισμός και ολοκαύτωμα ή η ουτοπία
1. Βιομηχανική ανάπτυξη: Τα φυσικά όρια
Ο βιομηχανικός πολιτισμός, εξαντλώντας τις υλικές προϋποθέσεις της ύπαρξής του και το μοντέλο ανάπτυξης στο οποίο στηρίζεται, έφτασε στα φυσικά του όρια και μπήκε σε μια πορεία που οδηγεί από την δική του καθολική κρίση στον εκφασισμό και τον αφανισμό ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Η πλήρης αδυναμία να αρθρωθεί κάποια πειστική απάντηση και να προταθεί κάποια αποτελεσματική λύση στα προβλήματα που συνθέτουν τη σημερινή κρίση του βιομηχανικού πολιτισμού είναι το αποτέλεσμα και συγχρόνως η απόδειξη του καθολικού χαρακτήρα αυτής της κρίσης.
Αν η διάγνωση αυτή είναι σωστή, η αιτιολογική αντιμετώπιση της κρίσης και η αναζήτηση κάποιας εναλλακτικής λύσης απέναντι στη βεβαιότητα του ολοκληρωτικού αφανισμού που εγγυάται η αδιέξοδη λογική του βιομηχανικού πολιτισμού, αναγκαία προϋποθέτει την διάλυση της κυρίαρχης αυταπάτης σχετικά με ορισμένες δήθεν αντικειμενικές (επιστημονικές και τεχνολογικές) δυνατότητες για μια «απεριόριστη ανάπτυξη» ή έστω και για μια προγραμματισμένη «έλλογη ανάπτυξη».
Κι αυτό γιατί η μεν «απεριόριστη ανάπτυξη» στα πλαίσια ενός κλειστού και πεπερασμένου συστήματος, όπως ο πλανήτης μας, είναι αδύνατη και η επιδίωξή της οδηγεί υποχρεωτικά στην καταστροφή, η δε προγραμματισμένη «έλλογη ανάπτυξη» δεν είναι πια εφικτή απ’ αφορμή την εξάντληση των υλικών προϋποθέσεων της.
Με άλλα λόγια, το κεντρικό πρόβλημα του βιομηχανικού πολιτισμού σήμερα, δεν έγκειται στην επιλογή της μιας η της άλλης «ανάπτυξης», αλλά στη δεδομένη αντικειμενική αδυναμία του για οποιαδήποτε ανάπτυξη.
Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, η ανυπαρξία μιας πειστικής εναλλακτικής λύσης (που εκτός των άλλων οφείλεται και στο γεγονός ότι οι φυσικοί και εν δυνάμει φορείς και διεκδικητές της, παραμένουν εγκλωβισμένοι στα καρτεσιανά ιδεολογήματα της «κατάκτησης και της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση») κάνει το αδιέξοδο ακόμη πιο επικίνδυνο και οδυνηρό.
Στο επίπεδο των κοινωνικών συγκρούσεων, της πολιτικής διαπάλης και των επιλογών που καθορίζουν το παρόν και το μέλλον του ανθρώπινου είδους, κάθε συλλογική αυταπάτη ανεξάρτητα από τις πολιτικές και ιδεολογικές επικαλύψεις της, νομιμοποιεί και επιταχύνει μια πορεία που επιβάλλεται από «αλλότριες» εξουσιαστικές επιλογές και οδηγεί αναπόφευκτα στο μαζικό έγκλημα που αυτή τη φορά, όλα δείχνουν ότι, θα είναι το τελικό.
Σε μια ιστορική περίοδο όπου η συνδυασμένη οικονομική και πολιτική εξουσία (καπιταλιστική και κομμουνιστική) διεθνοποιεί το βιομηχανικό μοντέλο «ανάπτυξης» και καταναλωτικό μοντέλο που αντιστοιχεί σ’ αυτό, καταστρέφοντας τις υλικές προϋποθέσεις της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους, η κυρίαρχη αυταπάτη που απορρέει από την «αναπτυξιακή» ιδεολογία της βιομηχανικής κοινωνίας, εξυπηρετεί δύο βασικές εξουσιαστικές σκοπιμότητες:
α) Συγκαλύπτει τη διπλή εκμεταλλευτική σχέση στην οποία στηρίζεται και την οποία καθολικοποιεί η συνδυασμένη οικονομική και πολιτική εξουσία, τόσο στο εσωτερικό της κάθε κοινωνίας χωριστά, όσο και στις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κοινωνιών.
β) Δικαιώνει και «νομιμοποιεί» τη σκόπιμη καταστροφή των διαφόρων, κατά τόπους, παραδοσιακών παραγωγικών διαδικασιών οι οποίες είναι εναρμονισμένες με την ισορροπία της οικόσφαιρας (δηλαδή «του σπιτιού που έφτιαξε η ζωή για τον εαυτό της στη εξωτερική επιφάνεια του πλανήτη μας»), στο όνομα της δήθεν ανωτερότητας του βιομηχανικού μοντέλου «ανάπτυξης» που ανατρέπει με μη-αντιστρεπτό τρόπο αυτή την ισορροπία, επιδεινώνοντας τα προβλήματα σε πλανητική κλίμακα (με αποτέλεσμα, να καθίστανται απ’ αυτή την άποψη δυσδιάκριτες οι διαφορές μεταξύ βιομηχανικά «αναπτυγμένων» και «μη-αναπτυγμένωνν» χωρών).
2. Βιομηχανική ανάπτυξη ίσον πείνα και υποσιτισμός
Σήμερα κάτω από συνθήκες πλήρους εξάπλωσης του βιομηχανικού ιμπεριαλισμού, παράγονται όλο και περισσότερα τρόφιμα (σκουπίδια) ενώ, ταυτόχρονα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι υποσιτίζονται ή πεθαίνουν από πείνα. Το «παράδοξο» αυτό φαινόμενο συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι πάνω από το 50% της καλλιεργήσιμης γης του πλανήτη μας υφίσταται μια εξαντλητική εκμετάλλευση που είναι προσανατολισμένη σε συναλλαγματοφόρες καλλιέργειες εξαγωγής και όχι στην ικανοποίηση των διατροφικών αναγκών των πληθυσμών.
Η εξάπλωση του βιομηχανικού μοντέλου «ανάπτυξης» και η εξουσιαστική επιβολή ενός πλέγματος αλληλεξαρτήσεων μεταξύ βιομηχανικών και μη-βιομηχανικών χωρών (προς όφελος των πρώτων και σε βάρος των δεύτερων) σε συνδυασμό με την πολιτική και κοινωνική λειτουργία των παρασιτικών ομάδων που ασκούν την εξουσία στις μη-βιομηχανικές χώρες, επέβαλε έναν δραστικό αναπροσανατολισμό της αγροτική πολιτικής αυτών των χωρών με τρόπο ώστε πάνω από το μισό της συνολικής καλλιεργητικής προσπάθειάς τους να μη στοχεύει στην ικανοποίηση των διατροφικών αναγκών των πληθυσμών τους, επιδεινώνοντας έτσι ραγδαία τα υφιστάμενα προβλήματα υποσιτισμού ή πείνας.
Σαν αποτέλεσμα, το 1978, πάνω από 15.000.000 άνθρωποι πέθαναν από πείνα και πάνω από 500.000.000 άνθρωποι υποσιτίζονταν. (Φ. Κάπρα: Κρίσιμη καμπή, Αθήνα, Ωρόρα, 1984). Και οι αριθμοί αυτοί, αντί να μειώνονται, αυξάνονται διαρκώς κάθε χρόνο.
Τυπικό παράδειγμα για τις συνέπειες που προκύπτουν από την καθυπόταξη της αγροτικής παραγωγής στις καλλιέργειες εξαγωγής σε συνδυασμό με τον κυρίαρχο προσανατολισμό της οικονομίας στο βιομηχανικό μοντέλο «ανάπτυξης», αποτελεί το Μεξικό που μέχρι το 1970 όχι μόνο δεν αντιμετώπιζε προβλήματα υποσιτισμού, αλλά αντίθετα έκανε εξαγωγή τροφίμων. Σταδιακά, στη δεκαετία του 1970 το 60% της καλλιεργήσιμης γης διατέθηκε σε καλλιέργειες εξαγωγής και ένα μεγάλο μέρος της διαθέσιμης γης, των πόρων και του εργατικού δυναμικού του αλώθηκε σε βιομηχανικές «προτεραιότητες» με αποτέλεσμα στα 1980 το Μεξικό να κάνει εισαγωγή του 50% των τροφίμων που καταναλώνει και να αντιμετωπίζει ένα τεράστιο πρόβλημα υποσιτισμού και παιδικής θνησιμότητας. (Φ. Κάπρα: Κρίσιμη καμπή, 1984 και Μ. Μποσκέ: Οικολογία και Πολιτική, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1983)
Είναι προφανές ότι η διεθνοποίηση του βιομηχανικού μοντέλου «ανάπτυξης» (και ότι αυτή η διεθνοποίηση συνεπάγεται), επιδεινώνει τα προβλήματα του υποσιτισμού και του θανάτου από πείνα στις μη-βιομηχανικές χώρες ή τα δημιουργεί σ’ εκείνες όπου δεν υπάρχουν, και συγχρόνως εξαναγκάζει τους πληθυσμούς των βιομηχανικών χωρών να καταναλώνουν βιομηχανοποιημένα τρόφιμα-σκουπίδια και τρόφιμα-δηλητήρια, προάγοντας έναν ιδιόμορφο υποσιτισμό κάτω από «συνθήκες αφθονίας» και υπονομεύοντας δραστικά τη γενική κατάσταση της υγείας τους (με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, και τη διαρκή αύξηση του κόστους λειτουργίας της «βιομηχανίας της υγείας» που βαρύνει φυσικά τους ίδιους τους «εν αφθονία» υποσιτιζόμενους πληθυσμούς).
Μ’ άλλα λόγια, η διεθνοποίηση του βιομηχανικού μοντέλου «ανάπτυξης» αντί να προκαλέσει την ανάσχεση του υποσιτισμού, της αρρώστιας και του θανάτου από πείνα διεθνοποιεί και τον υποσιτισμό και την αρρώστια και το θάνατο από πείνα, ανάγοντάς τα σε κοινή μοίρα της ανθρωπότητας.
3. Βιομηχανική ανάπτυξη ίσον κατάργηση του μέλλοντος
Όμως ο βιομηχανικός πολιτισμός και το μοντέλο «ανάπτυξης» στο οποίο στηρίζεται, βρίσκεται στην εποχή μας αντιμέτωπος με την αυτοαναίρεσή του και απ’ αφορμή το γεγονός της εξάντλησης των πρώτων υλών που είναι αναγκαίες για την ύπαρξή του.
Σύμφωνα με την έκθεση της Λέσχης της Ρώμης -που η πρώτη δημοσίευσή της το 1972 προκάλεσε σοκ- εάν υποτεθεί α) ότι η κατανάλωση των εν χρήσει πρώτων υλών που είναι αναγκαίες για τη βιομηχανική παραγωγή, θα παραμείνει σταθερή στους ρυθμούς του 1972 (μια εξαιρετικά αισιόδοξη υπόθεση που διαψεύστηκε στη συνέχεια από τους διαρκώς αυξανόμενους ρυθμούς σπατάλης αυτών των υλών), και β) ότι όλα τα αποθέματα των πρώτων υλών είναι πέντε φορές μεγαλύτερα από τα ήδη γνωστά υπάρχοντα (επίσης αισιόδοξη υπόθεση που δεν επιβεβαιώθηκε μέχρι σήμερα), τότε
«ο χρυσός θα εξαντληθεί σε 21 χρόνια, ο υδράργυρος σε 41, ο άργυρος σε 42, ο χαλκός σε 48, το φυσικό αέριο σε 49, ο ψευδάργυρος σε 50, το αλουμίνιο σε 61, ο μόλυβδος σε 64, κλπ. Και μόνο 4 στοιχεία, το κάρβουνο, ο σίδηρος, το κοβάλτιο και το χρώμιο, θα ξεπεράσουν τον ένα αιώνα, αλλά ποτέ τους δύο». (Ρ. Ντυμόν: Η ουτοπία ή ο θάνατος. Αθήνα, Ράππας, 1973)
Παράλληλα σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το 2050 το πόσιμο νερό θα λείπει απ’ το 70% των κατοίκων του πλανήτη, ενώ το 2030 ολόκληρος ο κόσμος θα υποφέρει από δραματικά προβλήματα λόγω έλλειψης οξυγόνου. (Ρ. Ντυμόν, ο.π.)
Αν πάρει κανείς υπόψη ότι μόνο η έκδοση του κάθε κυριακάτικου φύλλου των Times της Ν. Υόρκης απαιτεί την καταστροφή 150-200 στρεμμάτων δάσους και ότι ο Καναδάς (που προμήθευε μέχρι τη δεκαετία του 1970, την αναγκαία ξυλεία) αντιμετωπίζοντας την καταστροφή των δασών του επέβαλε αυστηρούς νομοθετικούς περιορισμούς στην ξύλευσή τους, με αποτέλεσμα η δραστηριότητα των κερδοσκοπικών εταιριών να στραφεί στην ανελέητη εκμετάλλευση του δάσους του Αμαζονίου το οποίο αποτελεί τον βασικότερο αναπνευστικό πνεύμονα της ανθρωπότητας, αβίαστα οδηγείται στο συμπέρασμα ότι το ανθρώπινο είδος πολύ σύντομα θα αντιμετωπίσει ένα άμεσο πρόβλημα επιβίωσης απ’ αφορμή την έλλειψη του οξυγόνου.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό το γεγονός ότι ο βιομηχανικός πολιτισμός -στο όνομα μιας «ανάπτυξης» που έχει σαν θεμελιώδη προϋπόθεσή της την ολοσχερή καταστροφή της οικόσφαιρας- έχει εμπλέξει το ανθρώπινο είδος σ’ ένα αφανιστικό φαύλο κύκλο που αναπόδραστα θα κλείσει όχι με την υποθήκευση, αλλά με την κατάργηση του μέλλοντος σε πλανητικό επίπεδο.
Αυτός ο καθολικός αφανισμός, σήμερα δεν αποτελεί έναν εν δυνάμει αόριστο κίνδυνο, αλλά μια πού ορατή και κοντινή προοπτική που η συνειδητοποίησή της επιτελείται αργά (δυστυχώς) και καθημερινά απ’ όλους.
4. Βιομηχανική ανάπτυξη ίσον διαστροφή του παρόντος
Η διεθνοποίηση του βιομηχανικού μοντέλου «ανάπτυξης» δεν οδηγεί μόνο στην κατάργηση του μέλλοντος του ανθρώπινου είδους καταστρέφοντας αλόγιστα τις υλικές προϋποθέσεις της ύπαρξής του. Έχει επιπλέον και μια σωρεία άμεσων αρνητικών επιπτώσεων στο παρόν των ανθρώπινων κοινωνιών, συνεπειών που βιώνονται δραματικά με τη ραγδαία και ανεξέλεγκτη πια αύξηση των φαινομένων της ατομικής και κοινωνικής παθολογίας.
Συναρτημένη με την τελευταία «αναπτυξιακή» φάση του βιομηχανικού πολιτισμού είναι και η τρομακτική επιδείνωση των συνθηκών της καθημερινής ζωής:
▪ Συγκέντρωση σε απρόσωπες και άξενες πόλεις-τέρατα που προάγουν την ανωνυμία, το κενό και το αίσθημα ανασφάλείας.
▪ Αυξανόμενη ενδυνάμωση της επιβιωτικής αγωνίας (πέρα από κάθε ανεκτό ψυχοσωματικό όριο), μέσα από έναν όλο και πιο αδυσώπητο ανταγωνισμό που κονιορτοποιεί τις ανθρώπινες σχέσεις.
▪ Βαθμιαία εξάλειψη των προϋποθέσεων για τη συγκρότηση μιας κοινοτικής συνείδησης και της συμμετοχής στην κοινοτική ζωή.
▪ Βίαιες τροποποιήσεις των βιολογικών κύκλων.
▪ Ανατροπές της κλιματολογικής ισορροπίας.
▪ Μόνιμος υποσιτισμός με την κατανάλωση βιομηχανοποιημένων τροφίμων-σκουπιδιών με συνακόλουθο την πτώση της αμυντικής ικανότητας του οργανισμού κλπ.
Αποτέλεσμα αυτής της επιδείνωσης των συνθηκών της καθημερινής ζωής είναι η ραγδαία ανεξέλεγκτη και διαρκής αύξηση των φαινομένων της ατομικής παθολογίας (σωματικές αρρώστιες, ψυχοσωματικές διαταραχές, ψυχικές δυσλειτουργίες), και της κοινωνικής παθολογίας (βία, εγκληματικότητα, «ναρκωτικά», αυταρχοποίηση των καταπιεστικών θεσμών κλπ).
5. Και οι τεχνοκράτες ευχολογούν
Εδώ οι ιδεολογικοί απολογητές του βιομηχανικού μοντέλου «ανάπτυξης» προβάλλουν συνήθως «ένσταση», υποστηρίζοντας ότι η επιστήμη και η τεχνολογία «θα βρουν τρόπους και νέα υλικά» που θα κάνουν δυνατή την υπερνίκηση της κρίσης και θα λύσουν το πρόβλημα της εξάντλησης των πρώτων υλών.
Αυτό το «επιχείρημα», καθόλου σύμφωνο και συνεπές με τον επιστημονικό-τεχνοκρατικό τους προσανατολισμό, δεν είναι παρά ένα αποκαλυπτικό ευχολόγιο, που αποσκοπεί όχι στην αντιμετώπιση, αλλά στο ξόρκισμα των επιτακτικών προβλημάτων του παρόντος, μεταθέτοντας τη λύση τους σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον που (σύμφωνα μ’ όλα τα δεδομένα του παρόντος) αποκλείεται να υπάρξει. Και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, αντί να διασκεδάσει επιτείνει τους φόβους μας.
Η «επιστημονική λογική» -που με υπερφίαλο τρόπο επικαλούνται με κάθε ευκαιρία και αφορμή- διαψεύσει και γελοιοποιεί κάθε τεχνοκράτη που καταφεύγει σε εικοτολογίες.
Γιατί αυτή ακριβώς η «επιστημονική λογική» μας αναγκάζει να διαπιστώνουμε:
α) ότι δεν υπάρχει κανένας δυνατός τρόπος προστασίας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος από τις δεδομένες καταστρεπτικές συνέπειες της βιομηχανικής ανάπτυξης χωρίς να ανακυκλώνουμε πολλαπλασιαστικά τα υπό αντιμετώπιση προβλήματα μόλυνσης. (Μ. Κόμονερ: Ο κύκλος που κλείνει, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1983. Κ. Καστοριάδης: Υπάρχει σοσιαλιστικό μοντέλο ανάπτυξης; και Σκέψεις πάνω στην «ανάπτυξη» και την ορθολογικότητα, Αθήνα, Ύψιλον, 1984).
β) ότι είναι αδύνατη η αντικατάσταση ορισμένων υλών από άλλες (σαν αντίδοτο στην εξάντληση των αποθεμάτων των πρώτων υλών) χωρίς ταυτόχρονα να επιδεινώνουμε δραματικά το υφιστάμενο ενεργειακό πρόβλημα.
«Είδαμε το αλουμίνιο να αντικαθιστά το λευκοσίδηρο, αν και απαιτεί 15πλάσια ενέργεια, τις οδικές μεταφορές να αντικαθιστούν τις σιδηροδρομικές, αν και καταναλώνουν 6πλάσια έως 7πλάσια ενέργεια και φθείρονται πιο γρήγορα... την αντικατάσταση των φυσικών ινών και του δέρματος από συνθετικές ύλες με μικρή διάρκεια... την κατασκευή οικοδομών από αλουμίνιο και γυαλί, που η καλοκαιρινή τους δροσιά στοιχίζει σε ενέργεια, όσο κι η χειμερινή τους θέρμανση, κοκ.» (Μ. Μποσκέ, Οικολογία και Πολιτική, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1983)
Μ’ άλλα λόγια, δεν μπορούμε ν’ αντικαθιστούμε τις εν χρήσει και υπό εξάντληση πρώτες ύλες χωρίς ταυτόχρονα να πολλαπλασιάζουμε τα υπάρχοντα προβλήματα, αυξάνοντας διαρκώς την ενεργειακή ζήτηση, πράγμα που αναγκαία και υποχρεωτικά μας εισάγει στον αδιέξοδο μονόδρομο της πυρηνικής ενέργειας.
Γιατί είναι βέβαια το λιγότερο αφελές να υποστηρίζεται πως η σημερινή, διαρκώς αυξανόμενη, σπατάλη ενέργειας που απαιτεί η βιομηχανική παραγωγή, είναι δυνατόν να αντισταθμιστεί με τις εναλλακτικές μορφές ενέργειες (ηλιακή, αιολική κ.ά.), οι οποίες προσιδιάζουν σε μια άλλου τύπου κοινωνία.
Έτσι, παρά τις αναφορές στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας, με τις οποίες συμπληρώνουν τις προτάσεις τους για το «ενεργειακό πρόβλημα» οι μαθητευόμενοι μάγοι της τεχνολατρείας (σαν άλλοθι στην αφανιστική εξουσιαστική επιλογή της πυρηνικής ενέργειας), αδιαμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι η πυρηνική ενέργεια είναι η πιο τερατώδης (αλλά και η μόνη δυνατή) απάντηση της τεχνοκρατίας στις ενεργειακές απαιτήσεις του βιομηχανικού μοντέλου «ανάπτυξης» αλλά και η πιο τερατώδης (αλλά και η μόνη δυνατή) πολιτική επιλογή της εξουσίας που διαχειρίζεται αυτό το μοντέλο.
6. Βιομηχανική ανάπτυξη ίσον πυρηνική ενέργεια
Έτσι φτάνουμε στο κεντρικότερο από τα προβλήματα της βιομηχανικής κοινωνίας: την πυρηνική ενέργεια ως τη μόνη δυνατή ενεργειακή και πολιτική απάντηση στην ενεργειακή κρίση που μαστίζει τον βιομηχανικό πολιτισμό. Όμως τι σημαίνει πυρηνική ενέργεια από οικολογική, οικονομική, πολιτική και κοινωνική άποψη; Σημαίνει:
1. Ταχύτερη εξάντληση των πρώτων υλών απ’ αφορμή την εντατικότερη εκμετάλλευσή τους που γίνεται δυνατή απ’ την περίσσεια ενέργειας.
2. Γρηγορότερη εξολόθρευση του ζωικού και του φυτικού κόσμου.
3. Ποσοτικά και ποιοτικά αυξανόμενη μόλυνση του περιβάλλοντος, του νερού, του αέρα και των τροφών και κατά συνέπεια διαρκώς αυξανόμενους αριθμούς ασθενειών και θανάτων.
4. Μεγαλύτερη κοινωνική αδικία απ’ αφορμή τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ των προνομιούχων και μη προνομιούχων (ατόμων, τάξεων και λαών) λόγω της μονοπωλιακής κατοχής και διάθεσης από μια μικρή μειοψηφία της υψηλής τεχνολογίας και των τεράστιων επενδύσεων που απαιτεί η πυρηνική παραγωγή ενέργειας.
5. Όλο και πιο συγκεντρωποιημένη και πανίσχυρη εξουσία, γιατί μόνο μια τέτοια εξουσία μπορεί να επιβάλλει τα μέτρα ασφαλείας που προϋποθέτει η πυρηνική παραγωγή ενέργειας και να καταστέλλει τις αντιδράσεις των ανθρώπων εναντίον αυτής της παραγωγής, οι συνέπειες της οποίας τους αποσυνθέτουν αργά, σταθερά και οδυνηρά, τόσο από βιολογική, όσο κι από κοινωνικο-πολιτική άποψη. (Ομάδα εργασίας του πανεπιστημίου Βρέμης: Ατομική ενέργεια ή ίχνη από καρκίνο αιωρούνται πάνω από τον καθένα μας, Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1979. Και Φ. Κάπρα: Κρίσιμη καμπή, 1984, ο.π.).
Ωστόσο, παραβλέποντας προς στιγμή τις άπειρες καταστρεπτικές συνέπειες του «παιχνιδιού» με το «κουτί της Πανδώρας» της πυρηνικής ενέργειας, που άνοιξε ο βιομηχανικός πολιτισμός, θα μείνουμε μόνο στο γεγονός ότι κάθε ένα από τα 400 περίπου εργοστάσια πυρηνικής παραγωγής ενέργειας που λειτουργούν σήμερα σ’ όλη τη γη, παράγει κάθε χρόνο 200-250 κιλά πλουτωνίου (ως κατάλοιπο), που μόνο μισό κιλό του κατανεμημένο σε ίσες δόσεις, αρκεί για να προκαλέσει καρκίνο του πνεύμονα σε όλους τους κατοίκους της γης.
Μόνο στις ΗΠΑ, πάνω από 200 χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από καρκίνο του πνεύμονα που οφείλεται στην άμεση ή έμμεση επίδραση του πλουτώνιου. Και σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, εάν υποθέσουμε ότι τα προτεινόμενα μέτρα ασφάλειας αποδίδουν σε ποσοστό 99,99% (υπόθεση που κινείται στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας) από το έτος 2000 μόνο στις ΗΠΑ, 500 χιλιάδες άνθρωποι θα πεθαίνουν κάθε χρόνο από καρκίνο του πνεύμονα που οφείλεται στο πλουτώνιο. (Φ. Κάπρα: Κρίσιμη καμπή, 1984) και Μ. Μποσκέ: Οικολογία και Πολιτική, 1983).
7. Πυρηνική ενέργεια ίσον πυρηνικό ολοκαύτωμα
Ανάμεσα στους μύθους που συγκροτούν την ιδεολογία του βιομηχανικού πολιτισμού και συγκαλύπτουν την εξουσιαστική επιλογή της πυρηνικής ενέργειας που αυτός ο πολιτισμός επιβάλλει, κεντρική θέση κατέχει ο μύθος της ειρηνικής χρήσης αυτής της ενέργειας.
Γιατί παρά τα όσα διακηρύσσουν οι απολογητές της, δεν μπορεί να γίνει σαφής διαχωρισμός μεταξύ των χρήσεων της πυρηνικής ενέργειας για πολεμικούς και «ειρηνικούς» σκοπούς. Το «γιατί» είναι σχετικά απλό:
Ο αριθμός των σταθμών πυρηνικής παραγωγής ενέργειας που λειτουργούν σήμερα σ’ όλη τη γη ξεπερνάει τους 400. Καθένας απ’ αυτούς παράγει κάθε χρόνο 200-250 κιλά πλουτώνιου (ως κατάλοιπο), ενώ για την παραγωγή μιας πυρηνικής βόμβας -που σήμερα δεν απαιτεί ιδιαίτερα υψηλή εξειδίκευση ή τεχνολογικό εξοπλισμό- χρειάζονται μόνο 5-10 κιλά πλουτώνιου.
Κατά συνέπεια, καθένας που διαθέτει έστω και έναν πυρηνικό αντιδραστήρα όποιας δυναμικότητας, μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να κατασκευάσει πυρηνικές βόμβες, προσποριζόμενος το «κύρος» και τη διαπραγματευτική ή εκβιαστική ισχύ που παρέχει η ιδιότητα του κατόχου πυρηνικών όπλων. Και στο βαθμό που γενικεύεται αυτή η κατάσταση, η χρήση των πυρηνικών όπλων καθίσταται ζήτημα συγκυριών οι οποίες δεν μπορούν να ελεγχθούν. Αυτό ακριβώς είναι που διαλύει το μύθο της «ειρηνικής χρήσης» της πυρηνικής ενέργειας.
Επιπροσθέτως, εάν πάρει κανείς υπόψη τις επεκτατικές τάσεις που εμπεριέχονται στη «λογική» κάθε εξουσίας (η οποία, εκ των πραγμάτων, έχει τον ύστατο λόγο στον έλεγχο της παραγωγής και στον τρόπο χρήσης της πυρηνικής ενέργειας), οδηγείται αβίαστα στο συμπέρασμα πως η πυρηνική ενέργεια δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιηθεί άμεσα ή έμμεσα και για πολεμικούς σκοπούς, με ανυπολόγιστο κόστος.
Μ’ άλλα λόγια, η πυρηνική ενέργεια αποτελεί κυρίως ένα όπλο, και κατά συνέπεια κάθε διάκριση μεταξύ της πολεμικής και της «ειρηνικής» χρήσης της είναι αδύνατη και αδιανόητη.
8. Πυρηνική ενέργεια ίσον καθολικός εκφασισμός
Η γενίκευση της πυρηνικής ενέργειας, με τα απόλυτα αστυνομικά μέτρα που προϋποθέτει για λόγους πολιτικής και τεχνολογικής ασφάλειας, δεν συνεπάγεται μόνο τον πλήρη εκφασισμό στο εσωτερικό των βιομηχανικών κοινωνιών, αλλά επιπροσθέτως επιβάλλει τον εκφασισμό και στις μη-βιομηχανικές κοινωνίες και καταξιώνει τον ιμπεριαλισμό σαν τον μόνο δυνατό τρόπο σχέσης μεταξύ βιομηχανικά «αναπτυγμένων» και «μη-αναπτυγμένων» χωρών:
Η γενίκευση της πυρηνικής παραγωγής ενέργειας, κάνει κρίσιμη και ζωτική την ανάγκη των «αναπτυγμένων» χωρών αφενός να εξασφαλίσουν την μονοπωλιακή διάθεση όλων των αποθεμάτων του ουρανίου (που αποτελεί πρώτη ύλη της πυρηνικής παραγωγής) και αφετέρου να διασφαλιστούν από το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί η πυρηνική ενέργεια απ’ τις υποτελείς «μη-αναπτυγμένες» χώρες για τους δικούς τους σκοπούς (ανάμεσα στους οποίους βέβαια θα έχει πάντα μια κεντρική θέση, η αποτίναξη του ζυγού αυτής ακριβώς της υποτέλειας). Και για την ικανοποίηση τούτης της διπλής ζωτικής ανάγκης των «αναπτυγμένων» χωρών δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος εκτός από την ολοκληρωτική αστυνόμευση των «μη-αναπτυγμένων» χωρών, πράγμα που φυσικά προϋποθέτει τον πλήρη εσωτερικό εκφασισμό τους.
Μ’ άλλα λόγια, η γενίκευση της πυρηνικής παραγωγής ενέργειας συνεπάγεται τον εκφασισμό τόσο των «αναπτυγμένων» όσο και των «μη-αναπτυγμένων» χωρών και κατά συνέπεια μορφοποιεί και εμπεδώνει σε πλανητική κλίμακα έναν καθολικό εκφασισμό.
Με βάση αυτόν τον προβληματισμό, η απάντηση στο ερώτημα «τι είναι η πυρηνική ενέργεια;», είναι προφανής: Είναι ο σηματοδότης του περάσματος της ανθρωπότητας από τον πολιτισμό της «προϊστορίας» στη βαρβαρότητα της «ιστορίας» της, λίγο πριν από το τελικό άλμα του ανθρώπινου είδους απ’ την ύπαρξη στην ανυπαρξία του.
9. Ο εκφασισμός και το ολοκαύτωμα ή η ουτοπία
Μπροστά στην έσχατη κρίση του βιομηχανικού πολιτισμού, ο κοινός λόγος των «δεξιών» και των «αριστερών» φορέων της αναπτυξιακής λογικής, επιμένει να προτείνει ως φάρμακο την ίδια την αρρώστια, αυτοεξαντλούμενος στο τρίπτυχο «ορθολογικότητα, προγραμματισμός, εκσυγχρονισμός».
Εγκλωβισμένοι στα αδιέξοδα των καρτεσιανών ιδεολογημάτων («κατάκτηση και κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση»), οι «δεξιοί» και «αριστεροί» διαχειριστές ή επίδοξοι διαχειριστές της εξουσίας, [οι οποίοι είναι απολύτως σύμφωνοι μεταξύ τους ως προς το σκοπό -«βιομηχανική ανάπτυξη με κάθε θυσία»- και διαφωνούν ως προς τον τρόπο -οι μεν με «ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής» και «ιδιωτική πρωτοβουλία», οι δε με «κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής» και «σοβιέτ συν εξηλεκτρισμό»], θρηνολογούν την ενδεχόμενη «απώλεια του τρένου της τεχνολογικής επανάστασης» και επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν τα άλυτα προβλήματα που απορρέουν από την βιομηχανική «ανάπτυξη» με μεγαλύτερη «ανάπτυξη», ανεξαρτήτως τρόπου, μέσου και τιμήματος.
Κι αυτό ακριβώς είναι που κάνει ολοφάνερο το γεγονός ότι η καθολική κρίση του βιομηχανικού πολιτισμού είναι ταυτόχρονα και ολική κρίση της πολιτικής του διαχείρισης (συντηρητικής ή «προοδευτικής»).
Αν είναι σωστή η διαπίστωση ότι η σημερινή (έσχατη;) κρίση οφείλεται στην υπερανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής, την επιστήμη και την τεχνολογία που κάνει δυνατή αυτή την παραγωγή και στην απόλυτη κυριαρχία της ιδεολογίας της «απεριόριστης ανάπτυξης», [Κ. Καστοριάδης: Υπάρχει σοσιαλιστικό μοντέλο ανάπτυξης; και Σκέψεις πάνω στην «ανάπτυξη» και την ορθολογικότητα. Φ. Κάπρα: Κρίσιμη καμπή. Μ. Μποσκέ: Οικολογία και Πολιτική. Κ. Γκρούλ: Ένας πλανήτης λεηλατείται, Αθήνα, Νότος, 1982. Π. Σάμουελ: Οικολογία, Αθήνα, Βέργος, 1973], τότε γίνεται φανερό ότι για το ανθρώπινο είδος υπάρχουν μόνο δυο εναλλακτικές προοπτικές:
Από τη μια, η εμπέδωση σε πλανητική κλίμακα ενός καθολικού τεχνοφασισμού, που είναι θεμελιώδης προϋπόθεση τόσο για τη λειτουργία του βιομηχανικού μοντέλου «ανάπτυξης», όσο και για τη διασφάλιση της μονοπωλιακής κατοχής των αποθεμάτων των πρώτων υλών (συμπεριλαμβανομένου και του ουρανίου) σε συνδυασμό με τη διατήρηση του μοντέλου ζωής μιας κυρίαρχης παρασιτικής μειοψηφίας (πράγμα που σε συνθήκες σπάνης, συνεπάγεται τη δραστική συμπίεση του βιοτικού επιπέδου της τεράστιας πλειοψηφίας των ανθρώπων).
Και από την άλλη, η εμπέδωση μιας αυτορρυθμιζόμενης συμβίωσης των ανθρώπων που είναι δυνατή μόνο σε πλαίσια αμεσο-δημοκρατικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης που αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση τόσο για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών όλων των κατοίκων αυτού του πλανήτη, όσο και για την εξασφάλιση των υλικών προϋποθέσεων της επιβίωσης του ανθρώπινου είδους.
Μια τέτοια επιλογή περνάει μέσα από:
▪ τον ολοκληρωτικό αναπροσανατολισμό του σημερινού βιομηχανικού πολιτισμού,
▪ την πλήρη ανατροπή των υφισταμένων εξουσιαστικών σχέσεων,
▪ τον επανακαθορισμό της έννοιας των «ανθρώπινων αναγκών» και
▪ την αναγωγή όλων των υπαρχόντων αποθεμάτων πρώτων υλών σε παγκόσμια κληρονομιά, που ή έλλογη χρήση τους θα πρέπει να εξασφαλίζει την μεταβίβασή τους στους μεταγενέστερους.
Σίγουρα μια τέτοια ριζική ανατροπή είναι δύσκολη αλλά όχι αδύνατη εάν γίνει κοινή συνείδηση ότι δεν υπάρχει καμιά άλλη εφικτή λύση στο πρόβλημα του επαπειλούμενου ολοκληρωτικού αφανισμού που αντιμετωπίζει το ανθρώπινο είδος για πρώτη φορά στην ιστορία του.
Είναι προφανές ότι μέσα από ύστατο δίλημμα που θέτει στον άνθρωπο το αδιέξοδο του βιομηχανικού πολιτισμού (ή «ανάπτυξη», καθολικός εκφασισμός και ολοκληρωτικός αφανισμός ή άμεσο-δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας και επιβίωση), μοναδική δυνατή ρεαλιστική απάντηση αποδείχνεται η ουτοπία.
Η τελική επιλογή ανάμεσα στη μια ή την άλλη εναλλακτική λύση θα εξαρτηθεί από τη συνειδητή ενεργητική παρέμβαση του ανθρώπου ως ιστορικού υποκειμένου ή από την παθητική από μέρους του παραδοχή του ρόλου του ως ιστορικού αντικειμένου και τη συνακόλουθη μοιρολατρική αποδοχή του «μέλλοντος» που του επιφυλάσσει η εξουσία.
Στη διαμόρφωση της τελικής απόφασης, και κατά συνέπεια της τελικής επιλογής, ουσιαστικό ρόλο μέλλει να παίξει η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή της ιστορίας του ανθρώπινου είδους, οι έννοιες της ουτοπίας και του ρεαλισμού ταυτίζονται: Ουτοπία γίνεται η διεκδίκηση του ρεαλισμού, και ρεαλισμός η διεκδίκηση της ουτοπίας.