Κλεάνθης Γρίβας:
Ανδρέα ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ και Μπενίτο ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
περί παραλλήλων πολιτικών διαδρομών
Δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία στις 10-6-1989
περιλήφθηκε στη συλλογή άρθρων μου με τίτλο
"ΠΑΠΑΝΔΡΕΪΣΜΟΣ, ΕΝΑΣ ΦΑΙΟΠΡΑΣΙΝΟΣ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟΣ", Εκδοτική, Θεσσαλονίκη, 1989
Αυτή η απόπειρα για σκιαγράφηση των στοιχείων που αναδεικνύουν τις «εκλεκτικές συγγένειες» μεταξύ του Μουσολινισμού και του Παπανδρεϊσμού, πυροδοτήθηκε από έναν παραλληλισμό του Παπανδρέου με τον Μουσολίνι, που έκανε σε ανύποπτο χρόνο ο Αλέξανδρος Παναγούλης. Και χρωστάει πολλά στις σχετικές οξυδερκείς παρατηρήσεις του δημοσιογράφου Γιάννη Βούλτεψη, και στην ενδιαφέρουσα «Εισαγωγή» του στο βιβλίο του Τζ. Μποκα Η αποκάλυψη του Φασισμού (Ισοκράτης, Αθήνα, 1984).
«Αν ο φασισμός υπήρξε ένας εγκληματικός συνεταιρισμός, εγώ είμαι ο αρχηγός αυτού του συνεταιρισμού».
Μουσολίνι, 3-1-1925
O ολοκληρωτισμός ως πολιτική θεωρία και πρακτική της πλήρους κρατικοποίησης της κοινωνίας, χαρακτηρίζεται από τη μονοπωλιακή κατοχή της εξουσίας από ένα και μοναδικό κόμμα που τη διαχειρίζεται στο όνομα του «λαού» ή της «ιστορίας», προσωποποιούμενο ή από ένα συλλογικό όργανο είτε από κάποιο δήθεν χαρισματικό ηγέτη.
Η οργάνωση και η άσκηση της εξουσίας μ' αυτό τον τρόπο συνεπάγεται τον αποκλειστικό (ή κυριαρχικό) ρόλο του κράτους στην οικονομία και τη συγκεντρωτική διεύθυνσή της, τον απόλυτο κομματικό έλεγχο στις ένοπλες δυνάμεις, τις δυνάμεις ασφαλείας, την ενέργεια και τις επικοινωνίες, τον λογοκριτικό επικαθορισμό της πολιτιστικής παραγωγής, τον ασφυκτικό έλεγχο της ζωής των πολιτών και τον τρομοκρατικό ρόλο του αστυνομικού μηχανισμού.
Απ' αυτή την άποψη, ο εν εξουσία Παπανδρεϊσμός, παρά τον έσχατο αμοραλισμό, τον ακραίο κυνισμό και τον φολκλορικό αλλά επικίνδυνο αντιδιανοουμενισμό του, δεν συνιστά ολοκληρωτικό καθεστώς, παρά το γεγονός ότι σαν κομματική θεωρία και πρακτική είχε ευθύς εξαρχής ολοκληρωτικό χαρακτήρα. Αποτελεί ένα τυπικό αυταρχικό μόρφωμα με εμφανή ολοκληρωτικά στοιχεία, τα οποία κάτω από κατάλληλες συνθήκες μπορούν να μετασχηματιστούν σε πυρήνα ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Τα ολοκληρωτικά στοιχεία του Παπανδρεϊσμού είναι:
1. Η ύπαρξη ενός «χαρισματικού ηγέτη» με απόλυτες εξουσίες στο κόμμα του και το στελεχικό του δυναμικό, και στον επικαθορισμό της ιδεολογίας, της οργάνωσης, της πολιτικής και της μεθοδολογίας του.
2. Η οργάνωση των στελεχών του, με πυρήνα την τυφλή υποταγή τους στον «χαρισματικό» ηγέτη, λόγω της άκρατης εθελοδουλίας τους που είναι προϊόν του εξουσιοφρενικού διχασμού που χαρακτηρίζει τον ψυχισμό τους, και της άκρως μαζοποιημένης «προσωπικότητάς» τους.
3. Η οργάνωση των οπαδών του σύμφωνα με τις αρχές της μαζικής ψυχολογίας, που στοχεύει στην υποκατάσταση της διαλεκτικής σχέσης ατομικότητας-συλλογικότητας με τη μαζοποίηση.
4. Η χρήση της προπαγάνδας, των μέσων μαζικής επικοινωνίας και της μαζικής σκηνογραφίας, σαν μοναδική δυνατότητα για μια μονόδρομη επαφή του ηγέτη με τη «μάζα».
Όμως, οι ομοιότητες του Παπανδρεϊσμού με τον τυπικό ολοκληρωτισμό σταματούν εδώ:
Ο Παπανδρεϊσμός είναι ολοκληρωτισμός σε ό,τι αφορά την οργάνωση και την εσωτερική λειτουργία του, και συγχρόνως διαφοροποιείται απ' αυτόν γιατί ως κόμμα που δρα σ' ένα μη ολοκληρωτικό περιβάλλον, δεν μπορεί να διακατέχει μονοπωλιακά την εξουσία.
Συνεπώς, παρά τις αντίθετες ενδιάθετες τάσεις του, δεν μπορεί να επιβάλει συγκεντρωτική διεύθυνση στην οικονομία, κεντρικό έλεγχο στην κουλτούρα, ασφυκτική επιτήρηση στην ιδιωτική ζωή των πολιτών και χειραγώγησή των εξωτερικών εκδηλώσεων της συμπεριφοράς τους, διαμέσου της τρομοκρατικής δράσης του αστυνομικού μηχανισμού.
Κι ακριβώς λόγω αυτών των αδυναμιών, και για όσο δεν θα μπορεί να μετατρέψει το πολιτικό περιβάλλον σε ολοκληρωτικό, δεν θα διαθέτει την αναγκαία σε κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς θωράκιση που αποτελείται από το θεσμό των «λογιστών του θανάτου» όπως οι Μπέρια, Αιχμαν, κ.α.
Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, το μόνο που μπορεί να διαθέτει το ΠΑΣΟΚ ως κυβερνητικό κόμμα, είναι οι διάφοροι «λογιστές της μίζας», όπως ο Κοσκωτάς, ο «Μπάρμπας» και τα λοιπά μέλη της συμμορίας που πλαισιώνει, εξυπηρετεί και θωρακίζει τον «χαρισματικό» Μεγάλο Αδελφό. Και η μόνη πολιτική που μπορεί να εφαρμόζει είναι αυτή των «λογιστών της λάσπης» που παράγουν οι λούμπεν μέτοχοι του νεοφασιστικού μορφώματος του «αυριανο-τομπρισμού».
Ο Παπανδρεϊσμός είναι ένα αυταρχικό καρκίνωμα της δημόσιας ζωής που κατατείνει στη γοργή αποσύνθεση ολόκληρης της κοινωνίας, ακολουθώντας τη μοίρα της διαγνωσμένης βιολογικής πραγματικότητας του ηγέτη του.
Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, νομιμοποιείται η απόπειρα να σκιαγραφηθούν οι παράλληλες πορείες του Μπενίτο (Αντρέα) Μουσολίνι και του Ανδρέα (Μπενίτο) Παπανδρέου, τηρουμένων, πάντοτε, των ιστορικών αναλογιών, με στόχο όχι να καταδειχθεί η εντυπωσιακή ταυτότητα των πολιτικών τους πραγματικοτήτων, αλλά να επισημανθούν τα πολυάριθμα κοινά σημεία που σηματοδοτούν την πολιτική εξέλιξη του ιταλικού φασιστικού και του ελληνικού «σοσιαλιστικού» κινήματος, που είναι άκρως διδακτικά από ιστορική άποψη.
Παρ' όλες τις περί του αντιθέτου πομπώδεις και αφορισματικές διαβεβαιώσεις του Hegel (αυτού του «φλύαρου και ασυνάρτητου ιστορικιστή», κατά τον K. Popper), η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Απλώς, κατά την πασίγνωστη διατύπωση του Καρλ Μαρξ, διαδραματίζεται μια και μοναδική φορά «ως τραγωδία», η οποία είναι δυνατό να ξαναπαίζεται μόνο «ως κωμωδία» που μπορεί να έχει τραγικές συνέπειες ή προεκτάσεις.
Η άπειρη ποικιλομορφία και η συνθετότατα που προσδιορίζουν το ιστορικο-κοινωνικό γίγνεσθαι σε κάθε εποχή, αίρει απολύτως κάθε πιθανότητα επανάληψής του. Σε διάφορες εποχές είναι δυνατό να διαμορφώνονται καταστάσεις στις οποίες εντοπίζονται λιγότερα ή περισσότερα συγκρίσιμα στοιχεία. Κι αυτά ακριβώς τα στοιχεία επιχειρεί να αναδείξει η διερεύνηση των «εκλεκτικών συγγενειών» ανάμεσα στο Μουσολινισμό και τον Παπανδρεϊσμό.
«Ο Hegel κάνει κάπου την παρατήρηση ότι όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα και πρόσωπα παρουσιάζονται σα να λέμε, δύο φορές. Ξέχασε όμως να προσθέσει: Τη μια φορά σαν τραγωδία, την άλλη σαν φάρσα», αποφαίνεται ο Karl Marx (Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη).
Όμως, όταν η φάρσα έχει τεράστιο κοινωνικό κόστος, στην προοπτική της ιστορίας δεν λειτουργεί ως φάρσα αλλά ως τραγωδία, παρόλο που διατηρεί όλα τα γκροτέσκο στοιχεία της φάρσας.
1. Βιογραφικά και χαρακτηριοδομικά στοιχεία
του Αντρέα Μουσολίνι και του Μπενίτο Παπανδρέου
Ο Αντρέα-Μπενίτο Μουσολίνι ήταν υπέρμετρα εγωκεντρικός, φανατικός, ανενδοίαστος και ικανότατος στις ίντριγκες, το παρασκήνιο και την επιλογή δουλοπρεπών «συνεργατών». Ήταν εξοπλισμένος με την απλοποιητική σκέψη του δημαγωγού, την περιορισμένη καλλιέργεια, την κιτς αισθητική και τον ψευτο-ριζοσπαστικό βερμπαλισμό που συνθέτουν μια ημιβάρβαρη «αγροτο-κουλτούρα».
Ξεκίνησε από αριστερίστικες θέσεις, και ύστερα από μια περίοδο παραμονής του στην Ελβετία, επέστρεψε στην Ιταλία, αναρριχήθηκε στην ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και ανέλαβε τη διεύθυνση της έγκυρης εφημερίδας του «Αβάντι» (1912-1914).
Κατά τον Τρότσκι «ο καλύτερος μαθητής μας, αυτός που άνοιξε το σωστό δρόμο» σύμφωνα με τον Λένιν, ο αμφιλεγόμενος μαχητικός μικροαστός Μπενίτο Μουσολίνι έμελε να γίνει εμπνευστής και φορέας «ενός επιθετικού πολιτικού εξπρεσιονισμού». (Χάνα Αρεντ)
Ο Μπενίτο-Ανδρέας Παπανδρέου είναι υπερβολικά εγωπαθής, φανατικός και ανενδοίαστος σε σχέση με τη διεκδίκηση και την κατοχή της εξουσίας. Ικανότατος στις ίντριγκες, την παρασκηνιακή δράση και κυρίως στην επιλογή άβουλων και χειραγωγίσιμων συνεργατών. Είναι φορέας μιας αφόρητα απλοποιητικής σκέψης που τείνει αναγκαστικά στην κακοποίηση και τη διαστρέβλωση της γλώσσας, με την τυπική λαϊκίστικη «κουλτούρα», τον ψευδοριζοσπαστικό βερμπαλισμό και την κιτς αισθητική που συνθέτουν την ημιβάρβαρη χαρακτηριοδομή του «ηγέτη» μιας προ-πολιτικής περιόδου.
Ξεκίνησε από αριστερίστικες θέσεις το 1936, και μετά τη γνωστή «περιπέτεια» του με το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά (για την οποία καταγγέλθηκε πολλές φορές από την ομάδα του Στίνα), αναχώρησε στις ΗΠΑ εφοδιασμένος με διαβατήριο που του χορήγησε το καθεστώς που τον.. καταδίωκε.
Εκεί, αφού υπηρέτησε στον αμερικάνικο στρατό, παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τη Μάργκαρετ Τσάντ, πρώην σύζυγο του ανθρώπου που (όπως καταγγέλθηκε από πολλούς αμερικανούς διανoούμενους) ήταν «επιτελής του Μακαρθισμού και είχε συμβάλει στην εκκαθάριση των αμερικανικών πανεπιστημίων από κάθε αριστερό, φιλελεύθερο ή ριζοσπαστικό στοιχείο».
Το 1961, ο εν λόγω κύριος επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα ύστερα από πρόσκληση του Κ. Καραμανλή, και το 1964 έκανε την εμφάνισή του στην ελληνική πολιτική σκηνή, όταν εκλέχθηκε βουλευτής της «Ένωσης Κέντρου» ελέω του πατρός του.
Από εκείνη τη στιγμή, η χώρα εισήλθε σε μια κατάσταση χρόνιας ανωμαλίας, άλλοτε υποβόσκουσας και άλλοτε ανοικτής, μέσα από μια σειρά γεγονότων (Ασπίδα, Ιουλιανά, Δικτατορία, κ.α.) στα οποία είναι πάντοτε «ακαθόριστα» αναμεμειγμένο το όνομα του Ανδρέα Παπανδρέου.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι ο μοναδικός Έλληνας πολιτικός που ενώ κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία (1967) και παραπέμφθηκε σε δίκη, όχι μόνο δεν κάθισε στο εδώλιο του κατηγορούμενου, αλλά επιπλέον του επιτράπηκε να αναχωρήσει στο εξωτερικό με κανονικό διαβατήριο που του χορήγησε το δικτατορικό καθεστώς το οποίο υποτίθεται ότι επιδίωκε το θάνατό του.
2. ΦΑΤΣΙΟ και ΠΑΣΟΚ: Ο τρίτος δρόμος
Το 1919 ο Μπενίτο Μουσολίνι ίδρυσε τα πρώτα «Φάτσιο», στα οποία κυριαρχούσαν τα «προοδευτικά» στοιχεία: Πρώην σοσιαλιστές, αναρχικοί, φιλελεύθεροι, συνδικαλιστές και ακροαριστεριστές που έλκονταν από τις νεφελώδεις «επαναστατικές» διακηρύξεις του. Αλλά μετά το 1920, η σύνθεση των φάτσιο θα διαφοροποιήθηκε άρδην, με τη μαζική προσχώρηση συντηρητικών μικροαστών και κυρίως εθνικιστών απόστρατων αξιωματικών.
Αυτή την περίοδο, ο Μουσολίνι, προσδιορίζοντας σαν πολιτικό καθήκον των φάτσιο την αντιμετώπιση της «συντηρητικής δεξιάς» και της «ανατρεπτικής αριστεράς», σκιαγράφησε τον φασιστικό «τρίτο δρόμο» για την επαναδιευθέτηση των κοινωνικών ισορροπιών, επιφυλάσσοντας αποκλειστικά στο κόμμα του (δηλαδή, στον εαυτό του), τον προνομιούχο ρόλο του διαχειριστή της εξουσίας. Ένα ρόλο που ο Μπενίτο πίστευε ακράδαντα πως του ανήκε «ιστορικώ δικαίω», επειδή αυτοεπωμίστηκε τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στη φιλελεύθερη παράταξη του Τζολίτι που είχε εξαντλήσει τις πολιτικές της δυνατότητες και στην αριστερά που αδυνατούσε να προσδιορίσει την ταυτότητά της σε μια περίοδο επαναστατικής έξαρσης που τρομοκρατούσε τους αστούς.
Το 1974, ο Ανδρέας Παπανδρέου ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ, εξασφαλίζοντας τη συνύπαρξη διαφόρων παλαιοκομματικών και ορισμένων εθνικιστών αξιωματικών (απόστρατων ή απότακτων που είχαν αναμειχθεί στην Υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ) με πολλά προοδευτικά στοιχεία (σοσιαλδημοκράτες, σοσιαλιστές, κεντροαριστερούς και κάθε απόχρωσης αριστερούς) που εξαπατήθηκαν από τις συγκεχυμένες «ριζοσπαστικές» διακηρύξεις του και του εξασφάλισαν την πολιτική του επιβίωση κατά την πρώτη -και κρίσιμη γι αυτόν- μεταδικτατορική περίοδο.
Αυτή ακριβώς την περίοδο, ο Παπανδρέου, προσδιορίζοντας σαν πολιτικό καθήκον του κόμματός του την πάλη εναντίον της «αντιδραστικής δεξιάς» και την υπέρβαση της ιστορικά ξεπερασμένης «παραδοσιακής αριστεράς», σκιαγράφησε με αόριστο τρόπο το δικό του «τρίτο δρόμο» για την επαναδιευθέτηση των κοινωνικών συγκρούσεων, επιφυλάσσοντας αποκλειστικά και μόνο στο κόμμα του (δηλαδή, στον εαυτό του) τον προνομιούχο ρόλο του διαχειριστή της εξουσίας. Ενα ρόλο που πίστευε απόλυτα ότι του ανήκε «κληρονομικώ» και «ιστορικώ δικαίω», επειδή αυτοαναγορεύτηκε σε διαμεσολαβητή μεταξύ της δεξιάς «Νέας Δημοκρατίας» και της κομμουνιστικής «αριστεράς»: Η πρώτη, φαινόταν πως έτεινε να εξαντλήσει τον ρυθμιστικό μεταπολιτευτικό δυναμισμό της, ενώ η δεύτερη πρόβαλε μεγεθυμένη τη χρόνια πολιτική της καθίζηση και την αδυναμία της να αρθρώσει έναν ανανεωμένο συνεκτικό αντιπολιτευτικό λόγο.
Μ' άλλα λόγια, ο δρόμος του Παπανδρεϊσμού προς την εξουσία ήταν διασφαλισμένος από την ανεπάρκεια των αντιπάλων του:
Στο χώρο της δεξιάς, η πλήρης εξάρτηση της «Νέας Δημοκρατίας» από τον αυταρχικό ηγέτη της Κων/νο Καραμανλή, καθιστούσε αδύνατη την ανάδυση μιας πειστικής διάδοχης πρότασης στους κόλπους της. Στο χώρο της «αριστεράς», η απόλυτη κυριαρχία του ΚΚΕ (που συνθλίβεται κάτω από το βάρος της αντίθεσης ανάμεσα στην αγωνιώδη προσπάθειά του να ενσωματωθεί στο πολιτικό σύστημα και στην «ιστορική» ανάγκη του να διατηρήσει την «επαναστατική» μυθολογία του), ακύρωνε κάθε δυνατότητα επεξεργασίας μιας πειστικής αντιπολιτευτικής πρότασης.
Έτσι, ο Παπανδρεϊσμός, χάρη στη συγκυριακά πλεονεκτική θέση του, μπορούσε να χρησιμοποιεί μια διπλή γλώσσα που είναι άκρως αποτελεσματική από προπαγανδιστική άποψη, γιατί του επιτρέπει αφενός να υπερβαίνει τη «δεξιά» προβάλλοντας ο ίδιος ως δύναμη ικανή να αναλάβει τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό του κράτους και της οικονομίας, και αφετέρου να υπερφαλαγγίζει την κομμουνιστική αριστερά στο πεδίο της συνθηματολογικής ρητορείας και δημαγωγίας.
3. Οι εσωκομματικές εκκαθαρίσεις
Ανάμεσα στο 1920 και 1921, ο Μπενίτο Μουσολίνι διαπιστώνει ότι το κίνημά του μεταπλάθεται σε μαζικό, με τη γοργή προσχώρηση μικροαστικών μαζών, μεγάλου αριθμού απογοητευμένων μεσοαστών, ανέργων, αγροτών και ικανού αριθμού λούμπεν στοιχείων:
Τα 870 μέλη που αριθμούσαν τα φάτσιο στα τέλη του 1919, έφτασαν στις 20.600 στο τέλος του 1920 και εκτοξεύτηκαν στις 249.000 τις παραμονές της κατάληψης της εξουσίας (τέλη του 1921). Πρόκειται για μια περίοδο που, όπως εκτιμάει ένας από τους επιτελείς του (ο Ντ. Γκράντι), το φασιστικό κίνημα «συμπεριλαμβάνει τον παλαιό οπαδό του Σαλάντρα, τον φιλελεύθερο δημοκράτη, τον εθνικιστή, το μοναρχικό, τον αναρχικό, τον ατομιστή, τον συνδικαλιστή και κάθε ιδιοσυγκρασιακά ανήσυχο άτομο που είναι έτοιμο να αποσπάσει λάφυρα από όλα τα κόμματα».
Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, ο Μουσολίνι επιχειρεί και επιτυγχάνει να εδραιώσει τη θέση του στο αναπτυσσόμενο κίνημα των Φάτσιο:
1) Υιοθετώντας μια διφορούμενη και συγχυτική «ριζοσπαστική» συνθηματο-λογία που ανταποκρίνεται πλήρως στο μορφωτικό επίπεδο και την ψυχολογία των στρωμάτων στα οποία απευθύνεται, επειδή έχει το πλεονέκτημα να λέει τα πάντα χωρίς να λέει τίποτα,
2) Εφαρμόζοντας μια πολιτική επιθετικού ομαδισμού, και
3) Εκκαθαρίζοντας το έδαφος από όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την προσωποπαγή εξουσία του.
Μεταξύ 1921 και 1925, ο Μπενίτο Μουσολίνι με συστηματικές διαδοχικές, πολιτικές (και όχι βιολογικές) εκκαθαρίσεις, εκμηδενίζει το πολιτικό βάρος πρώτα των «αριστερών» και στη συνέχεια των «δεξιών» στοιχείων του «κινήματός» του (Ντίνο Γκράντι, Ρομπέρτο Φαρινάτσι, κ.α) που θα μπορούσαν να απειλήσουν την προσωπική του κυριαρχία. Είναι μια περίοδος σκληρής εσωκομματικής πάλης στο πλαίσιο της οποίας ο μελλοντικός Ντούτσε περνάει από μια σωρεία πολιτικών και ιδεολογικών μεταμορφώσεων, μέσα από τις οποίες αναδεικνύεται ο άκρως πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας ενός φασιστικού κόμματος που από δω και πέρα θα έχει σαν ραχοκοκαλιά του τα μικροαστικοποιημένα προλεταριακά στρώματα και, κυρίως, την «ανεκτίμητη εργαζόμενη μικροαστική τάξη».
Στη διετία 1975-1977, ο Ανδρέας Παπανδρέου, διαπιστώνει μια γοργή διόγκωση του κινήματός του, που οφείλεται στη μαζική προσχώρηση ενός αυξανόμενου αριθμού μικροαστών και μικροαστικοποιημένων προλεταριακών στοιχείων, τη σταδιακή απορρόφηση πολλών πρώην συνεργατών της δικτατορίας και αρκετών τέως μελών του Κ4Α (Κόμμα 4ης Αυγούστου), που ακριβώς λόγω του παρελθόντος τους, δεν μπορούν παρά να βρίσκονται σε σχέσεις απόλυτα δουλικής εξάρτησης από το νέο αφέντη τους:
Τα μέλη του ΠΑΣΟΚ από μερικές χιλιάδες κατά το 1975, θα φτάσουν τις 60.000 το 1980 και τις 100.000 στις παραμονές της κατάκτησης της εξουσίας (1981).
Πρόκειται δηλαδή για μια περίοδο κατά την οποία το ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται σε πολιτική χοάνη που μπορεί να περιλαμβάνει, να εκφράζει και να ενσωματώνει τους πάντες και τα πάντα: Τον φιλελεύθερο και τον αυταρχικό, τον σοσιαλιστή και τον εθνικοσοσιαλιστή, τον τέως κομμουνιστή και τον σοσιαλδημοκράτη, τον εκμεταλλευτή και τον εκμεταλλευόμενο, τον εργοδότη και τον εργαζόμενο, τον επαγγελματία και τον ανεπάγγελτο, τον ιδεολόγο και τον αρριβίστα, και «κάθε ιδιοσυγκρασιακά ανήσυχο άτομο που είναι έτοιμο να αποσπάσει λάφυρα από όλα τα κόμματα».
Σ' αυτά τα δύο χρόνια, ο Ανδρέας Παπανδρέου με διαδοχικά κύματα διαγραφών «εκκαθαρίζει» τις γραμμές του ΠΑΣΟΚ από όλα τα προοδευτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδιο στη μονοπωλιακή διακατοχή της ενδοκομματικής εξουσίας, κρατώντας το πλέον ανενδοίαστο και χωρίς αυτόνομη πολιτική ύπαρξη δυναμικό, πάνω στο οποίο θα οικοδομήσει τη μονοκρατορία του.
Η εκκαθαριστική μέθοδος είναι κοινότυπη: Ο αρχηγός, αναδιατάσσοντας διαρκώς τους ρόλους μεταξύ θυτών και θυμάτων, αρχικά «συμμαχεί» με τους πούρους «αριστερούς» του ΠΑΣΟΚ και εκκαθαρίζει τα «δεξιά» στοιχεία (που προέρχονται από την προδικτατορική κεντροαριστερά, τη Δημοκρατική Άμυνα, κ.α.). Και στη συνέχεια, χρησιμοποιεί τα υπολείμματα των «δεξιών» στελεχών που επέλεξαν την οδό της πλήρους υποταγής στα κελεύσματά του, για να εκκαθαρίσει τα «αριστερά» στοιχεία. Κι έτσι ο «χαρισματικός» ηγέτης επιβάλλεται σαν μοναδικός ρυθμιστής της μοίρας του κόμματός του.
Το 1975 ο Ανδρέας Παπανδρέου εκκαθαρίζει τη «δεξιά» πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ, με τη βοήθεια των αιθεροβαμόνων πούρων «αριστερών» του «κινήματος» (Τσεκούρας, ΠΑΣΟΚ-Β, τροτσκιστές), και ύστερα από εισήγηση του Άκη Τσοχατζόπουλου, αναγορεύεται σε ανώτατο ξεχωριστό φορέα κομματικής εξουσίας που δεν υπόκειται στον έλεγχο κανενός οργάνου.
Ο αποφασιστικός κύκλος των προγραφών ανοίγει με τη διάλυση της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ από τον Ανδρέα Παπανδρέου στις 19-1-1975, συνεχίζεται με τον εξοβελισμό εκατοντάδων στελεχών και κλείνει στις 6-6-1975 με τις διαγραφές 11 μελών της Κεντρικής Επιτροπής κατόπιν αποφάσεως ενός 6μελούς Εκτελεστικού Γραφείου που είχε διοριστεί απ τον Παπανδρέου (Βαλυράκης, Λιβιεράτος, Σημίτης, Τσεκούρας, Τσούρας και Τσοχατζόπουλος).
Το 1976 είναι η σειρά της «αριστερής» πτέρυγας να υποβληθεί σε μια αντίστοιχη εκκαθαριστική δοκιμασία. Χρησιμοποιώντας τα συμβιβασμένα υπολείμματα της αποκαθαρμένης «δεξιάς» πτέρυγας, ο Ανδρέα Παπανδρέου μεθοδεύει και πετυχαίνει τη διαγραφή της Συντονιστικής Επιτροπής του περιοδικού «Ξεκίνημα» (Ιανουάριος 1976) και πολλών άλλων στελεχών (Απρίλιος 1976), την απομάκρυνση του Γ. Τσεκούρα, (Ιούνιος 1976), τη διαγραφή των «εαμογενών» τροτσκιστών (Οκτώβριος 1976), την αποχώρηση περίπου 1.000 μελών και στελεχών του ΠΑΣΟΚ και της ΠΑΣΠ και την καθαίρεση της ΝΕ της Δυτ. Γερμανίας (Δεκέμβριος 1976).
4. Κοινωνική σύνθεση και «πολιτικό» πρόγραμμα
Το 13% των ψήφων που συγκεντρώνει το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1974, δυό μόλις μήνες μετά την ίδρυσή του, επιταχύνει τις διαδικασίες μετατροπής του από «κίνημα» διαμαρτυρίας σε κόμμα που διεκδικεί σοβαρά την εξουσία.
Στην κατεύθυνση αυτή, ο Ανδρέας Παπανδρέου εφαρμόζει μια τακτική πολιτικών και ιδεολογικών μεταμορφώσεων που διαφοροποιούν συνεχώς τον αρχικό χαρακτήρα του κινήματός του και αναδεικνύουν τον ευκαιριακό πολυσυλλεκτισμό που από δω και πέρα, θα έχει σαν άξονα αναφοράς του τα μικροαστικοποιημένα προλεταριακά και αγροτικά στρώματα και τους παραδοσιακούς μικροαστούς που ενοποιούνται πλασματικά από τον Παπανδρεισμό σε μια «ενιαία» πολιτικο-κοινωνική κατηγορία με την ετικέτα «μικρομεσαίοι».
Το «Partito Nazionale Fascista» (PNF) του Μπενίτο Μουσολίνι και το «Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα» (ΠΑΣΟΚ) του Ανδρέα Παπανδρέου, παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες όχι μόνο απ την άποψη της πολιτικής θεωρίας και της πρακτικής τους, αλλά και από την άποψη της κοινωνικής σύνθεσης των μελών και των ψηφοφόρων τους αντίστοιχα.
Συγκρίνοντας τα στοιχεία μιας έρευνας για τη σύνθεση των 151.146 από τις 200.000 μέλη του PNF το Νοέμβριο του 1921 (R. Kuhnl, Μορφές αστικής κυριαρχίας, Εγνατία, Θεσ/νίκη, 1979, σ. 138), με την ποσοστικοποίηση των απόλυτων αριθμών που δόθηκαν από την εταιρεία Nielsen ύστερα από έρευνα για την κοινωνική σύνθεση των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ (Περιοδικό Μαρξιστικό Δελτίο, τχ. 13-14 και Μ. Σπουρδαλάκη, ΠΑΣΟΚ, Εξάντας, Αθήνα, 1989, σ. 272), διαπιστώνεται ότι ο βασικός κορμός (δηλ. τα δύο τρίτα) της δύναμης του PNF και του ΠΑΣΟΚ αποτελείται από υπάλληλους, εργάτες, αγρότες, επιχειρηματίες, ελεύθερους επαγγελματίες και συνταξιούχους, που κατανέμονται ως εξής:
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ |
PNF |
ΠΑΣΟΚ |
Επιχειρηματίες Υπάλληλοι Ελευθ. Επαγγελματίες Eργάτες (πόλης) Συνταξιούχοι Αγρότες |
10,0 15,7 6,6 15,4 3,0 12,0 |
10,2 13,9 10,5 15,0 8,4 12,3 |
Διαφορές υπάρχουν μόνο σε ό,τι αφορά τη σύνθεση του υπόλοιπου ενός τρίτου της δύναμης των δύο κομμάτων, το οποίο αποτελείται στο μεν το PNF από Εργάτες γης (24,3 %) και Σπουδαστές (13,0 %), στο δε το ΠΑΣΟΚ από Διοικητικά Στελέχη (16,3 %) και Βιοτέχνες (12,6 %). Κι όπως είναι ευνόητο, πρόκειται για διαφορές που προκύπτουν από τις δραστικές μεταβολές στα στοιχεία που συγκροτούν την κοινωνική διαστρωμάτωση και ιεραρχία, λόγω των οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων μεταξύ 1921 και 1981 (αποδυνάμωση ή εξαφάνιση ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων, ανάδυση κάποιων άλλων και αναδιάταξη των μεταξύ τους σχέσεων από την άποψη της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής τους σημασίας).
Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου φροντίζει να αμβλύνει τα πιο σαφή και αιχμηρά σημεία της ιδρυτικής διακήρυξης του ΠΑΣΟΚ της 3ης Σεπτεμβρίου 1974 και τελικά να τα αντικαταστήσει στο εκλογικό πρόγραμμα του κόμματος του 1977 με άλλα, απολύτως ανώδυνα ασαφή και συγκεχυμένα, πράγμα που αφενός παρέχει πλήρη ελευθερία ερμηνειών και πρωτοβουλιών στον αρχηγό (που είναι ο μοναδικός αυθεντικός ερμηνευτής της «ιδεολογίας» του κόμματός του) και αφετέρου αίρει οποιαδήποτε πολιτική και ιδεολογική οριοθέτηση που θα μπορούσε να παρεμποδίσει τη «ροή» της εκλογικής πελατείας στο «κίνημα»:
1) Οι γενικόλογες αναφορές σε κάποιες «κοινωνικές τάξεις» που υπάρχουν στη διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου 1974, θα αντικατασταθούν στο εκλογικό πρόγραμμα του 1977 με τη διάκριση μεταξύ προνομιούχων και μη-προνομιούχων, που είναι σκοπίμως τόσο αόριστη και ασαφής, ώστε στη νεότευκτη κατηγορία των μη προνομιούχων να είναι δυνατό να περιλαμβάνονται οι πάντες.
2) Ο στόχος της «κοινωνικής απελευθέρωσης» υποκαθίσταται με τη διεκδίκηση της «ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου».
3) Ο «σοσιαλιστικός μετασχηματισμός» της κοινωνίας εξοβελίζεται προς χάρη της «κοινωνικής αλλαγής».
4) Η απερίφραστη καταδίκη της ΕΟΚ παραχωρεί τη θέση της στις «ειδικές σχέσεις με την ΕΟΚ» (και μάλιστα, «ειδικές σχέσεις τύπου... Νορβηγίας») και στη συνέχεια σε πλήρεις, κανονικές και τυπικές σχέσεις μαζί της.
5) Η «κοινωνικοποίηση» αντικαθίσταται από τον «κρατικό έλεγχο».
6) Η «αυτοδιαχείριση» μεταμορφώνεται σε «πολιτική αυτοδιαχείρισης».
7) Και το διαβόητο «κατεστημένο» εξαϋλώνεται συστηματικά με κάποιες περιοριστικές αναφορές σε ορισμένους «φοροφυγάδες, διπλοθεσίτες, κλπ» (που βεβαίως, θα «παταχθούν αμείλικτα»).
5. Η κατάκτηση της εξουσίας
Στις 30 Οκτωβρίου 1922, μετά την οπερέτα της «πορείας προς τη Ρώμη», ο Μουσολίνι κατακτά την εξουσία, κυριολεκτικά ελλείψει αντιπάλου: Με μια μνημειώδη ιστορική μπλόφα, επιτυγχάνει την ανατροπή του τότε πρωθυπουργού Λ. Φάκτα («ενός ηλικιωμένου κυρίου με ελάχιστα περιθώρια σοβαρών αποφάσεων πού όφειλε τη θέση του στο γεγονός ότι είχε υπηρετήσει πιστά τον φιλελεύθερο πρώην πρωθυπουργό Τζολίτι»), παίρνει την εντολή και σχηματίζει κυβέρνηση, κρατώντας για τον εαυτό του την πρωθυπουργία και τα υπουργεία αμύνης και εσωτερικών.
Στις 18 Οκτωβρίου 1981, μετά από μια αντίστοιχης ποιότητας αλλά μεγαλύτερης διάρκειας «πορείας προς το λαό» που εστιάζεται στην επίκληση μιας νεφελώδους «αλλαγής» (η οποία είναι σκοπίμως απροσδιόριστη ώστε να χωράει τα πάντα, χωρίς να εμπεριέχει οποιαδήποτε συγκεκριμένη δέσμευση), ο Ανδρέας Παπανδρέου κερδίζει τις εκλογές, κυριολεκτικά ελλείψει αντιπάλου: Νικώντας εύκολα το μέχρι τότε κυβερνόν κόμμα που είχε επικεφαλής τον Γεώργιο Ράλλη (έναν ηλικιωμένο με ελάχιστα περιθώρια σοβαρών αποφάσεων, που όφειλε τη θέση του στο γεγονός ότι είχε υπηρετήσει πιστά τον δυναμικό πρώην πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή), παίρνει την εντολή και σχηματίζει κυβέρνηση κρατώντας για τον εαυτό του την πρωθυπουργία και το υπουργείο άμυναςς.
6. Η διαχείριση της εξουσίας
Στα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1926, ο Μουσολίνι αποσαφήνισε βαθμιαία ότι δεν ήταν ο επικεφαλής μιας κυβέρνησης που στηριζόταν στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά ο Ντούτσε ενός κόμματος «προορισμένου από την ιστορία» να ασκεί εσαεί την εξουσία.
Στην κατεύθυνση αυτή, ο Μουσολίνι υποβαθμίζει συστηματικά το ρόλο του κοινοβουλίου, και το 1928 παραβιάζει ευθέως τις συνταγματικές επιταγές, θεσμοποιώντας ως φορέα εξουσίας ένα εξω-συνταγματικό όργανο, το «Μεγάλο Συμβούλιο» του Φασισμού, το οποίο καθόριζε τη λίστα των υποψήφιων βουλευτών και το γενικό πλαίσιο της πολιτικής και νομοθετικής δραστηριότητας (όλα τα νομοσχέδια εγκρίνονταν πρώτα από το Μεγάλο Συμβούλιο του Φασισμού και στη συνέχεια υποβάλλονταν στη βουλή για τυπική επικύρωση).
Ακολουθώντας τα βήματά του Ντούτσε, ο Ανδρέας Παπανδρέου, προσπαθεί μέχρι το 1985 να επιβεβαιώσει τον παρεμφερή ιστορικό του ρόλο, διακηρύσσοντας με κάθε δυνατό τρόπο ότι «δεν είμαστε περιθώριο, θα μείνουμε μια ζωή στην εξουσία». (Εφ. Καθημερινή 18-3-1984 και Αυγή 18-4-1984)
Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, ο Ανδρέας Παπανδρέου, αντιγράφοντας τον ιταλό ομότεχνό του, μεθοδεύει συστηματικά τη μετάθεση της εξουσίας από τα θεσπισμένα συνταγματικά όργανα σε ορισμένα εξωσυνταγματικά και παρακρατικά κέντρα, χωρίς να κρύβει τις προθέσεις του: Ήδη από το 1984, αναγνωρίζει δημόσια ότι το «Εκτελεστικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ παρεμβαίνει και δίνει εντολές στην κυβέρνηση» και ότι «το κόμμα καθοδηγεί την κυβέρνηση μέσω του ανωτάτου εκτελεστικού του οργάνου», δηλ. του Εκτελεστικού Γραφείου του. (Εφημ. Γνώμη, 9-3-1984)
Παράλληλα με την ενδυνάμωση των εξω-συνταγματικών κέντρων εξουσίας, ο Παπανδρέου απεργάζεται τη δραστική αποδυνάμωση και την υποβάθμιση του κοινοβουλίου:
1) Με την κατάργηση του σταυρού προτίμησης και την καθιέρωση της λίστας στις εκλογές, πράγμα που εξαλείφει και τα τελευταία ίχνη ανεξαρτησίας των βουλευτών από τον κομματικό έτη.
2) Με το διορισμό πλήθους εξωκοινοβουλευτικών υπουργών στους αλλεπάλληλους ανασχηματισμούς της κυβέρνησής του, με τρόπο ώστε (λόγω της διαρκούς προσωρινότητας των υπουργών του), αφενός να καθίσταται αδύνατη η διαμόρφωση κέντρων δύναμης που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την «ενός ανδρός» εξουσία του, και αφετέρου να δημιουργείται αντικειμενικά το αναγκαίο δίκτυο συνενοχής ολόκληρου του κομματικού «επιτελείου» στις κάθε είδους αυθαιρεσίες του.
3) Με τη νόθευση του χαρακτήρα του πολιτεύματος, μέσω της «διεύρυνσης» της βάσης του, όταν με μια μακιαβελικής έμπνευσης κίνηση, εκτοπίζει τη βουλή από τον πυρήνα της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, εντάσσοντάς την στο ιδιόμορφο τρίπτυχο «του κοινοβουλίου, της τοπικής αυτοδιοίκησης και του συνδικαλισμού» που κατά την νεο-φασιστική λογική του ΠΑΣΟΚ, αποτελούν «τα βάθρα της δημοκρατίας».
Για να ολοκληρωθεί το σχέδιο οριστικής απογύμνωσης του κοινοβουλίου από κάθε ουσιαστική αρμοδιότητα, ο Μουσολίνι θα χρειαστεί 14 χρόνια, και το 1936 θα είναι σε θέση να αντικαταστήσει τη Βουλή με τις Συντεχνίες.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου θα πραγματοποιήσει την πρώτη σημαντική «ρήξη» του με το κοινοβουλευτικό πλαίσιο σε 4 χρόνια: Με το πολιτικό πραξικόπημα της 9ης Μαρτίου 1985, γελοιοποιεί τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και τους «λειτουργούς» τους, όταν τους εξαναγκάζει να επικυρώσουν τις αυθαίρετες αποφάσεις του για την «εκπαραθύρωση» του Κ. Καραμανλή και την ανάδειξη του Χρ. Σαρτζετάκη στην προεδρία της δημοκρατίας, με μια μοναδική στα κοινοβουλευτικά χρονικά ψηφοφορία, που διεξάγεται με χρωματιστά ψηφοδέλτια.
Μ' αυτή την ενέργεια, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ πυροδοτεί τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, μέσω της οποίας αποδυναμώνονται οι αρμοδιότητες του προέδρου της δημοκρατίας και της βουλής και ενδυναμώνονται οι εξουσίες του πρωθυπουργού (δηλ. οι δικές του). Και συγχρόνως φροντίζει για την εξασφάλιση της σταδιακής ταύτισης του κόμματος με το κράτος, μεθοδεύοντας την κατάληψη της διοικητικής μηχανής από μέλη και στελέχη του «κινήματος».
Σύμφωνα με μια έρευνα που έγινε το 1986 και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Αντί (Στέλιος Κούλογλου, Στα ίχνη του Τρίτου Δρόμου, Οδυσσέας, Αθήνα, 1986):
1) Το 70% των μελών του ΠΑΣΟΚ είχαν στρατολογηθεί μετά το 1981, και το 89% απ’ αυτούς δούλευαν στο δημόσιο τομέα. Επίσης
2) Το 67% των μελών της «Κεντρικής Επιτροπής» ήταν υπουργοί, νομάρχες και διοικητές δημοσίων οργανισμών, ενώ το 96% του συνόλου των μελών της Κ.Ε. βιοπορίζονταν με κάποιο τρόπο από το δημόσιο. Και, τέλος,
3) Πάνω από το 50% των μελών της ΚΕ δεν είχε αυτοδύναμη επαγγελματική ύπαρξη πριν κατακτήσει το κόμμα τους την εξουσία, ενώ ένας μεγάλος αριθμός τους ήταν ουσιαστικά ανεπάγγελτοι που «κέρδισαν τα πρώτα τους χρήματα» ή ως επαγγελματικά στελέχη (όπως ο Κ. Λαλιώτης) ή ως υφυπουργοί (όπως ο Στ. Τσουμάκας).
Με το συνδυασμό αυτών των μεθοδεύσεων οικοδομήθηκε ένας «μηχανισμός συνενοχής» που έμελε να ασκήσει ανεξέλεγκτα την εξουσία για οκτώ χρόνια στο όνομα του... σοσιαλισμού. Ένας «μηχανισμός συνενοχής» που μετέτρεψε «το κόμμα σε συνασπισμό νομής της εξουσίας, μέσω του κράτους». (Στέλιος Κούλογλου, ο.π.)
Έτσι, μέσα από έναν δρόμο που σηματοδοτείται από την απόλυτη καθυπόταξη των κομματικών στελεχών και των βουλευτών στη βούληση του «χαρισματικού» ηγέτη, τείνει να εκληφθεί σαν απόλυτα φυσική η εξέλιξη από την σκοπιμη και συστηματική υποβάθμιση των θεσμών στη διακήρυξη της ανυπαρξίας οποιουδήποτε θεσμού, με τη δημόσια παραδοχή του κ. Α. Παπανδρέου ότι «δεν υπάρχουν θεσμοί, θεσμός είναι μόνον ο λαός». (Ιούνιος 1989).
Το «πολιτικό αριστούργημα του Μουσολίνι έγκειται στο ότι ως ηγέτης «ανέτρεψε το παλιό κράτος και στη συνέχεια το έθεσε πάλι σε λειτουργία ο ίδιος και εν μέρει το παλινόρθωσε» (Τζ. Μποκκα).
Το πολιτικό αριστούργημα του Παπανδρέου έγκειται στο ότι άλωσε το κράτος και το «αναμόρφωσε» κατά το δοκούν.
7. Οικονομική πολιτική
Η οικονομική πολιτική του Μπενίτο Μουσολίνι εκφράστηκε με τη συστηματική προσπάθεια ανόρθωσης των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα που είχαν υποστεί τις συνέπειες του πολέμου, και την παράλληλη απόπειρα να «αναδομηθεί» ένα μέρος των υπό κατάρρευση επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα με την επιβάρυνση του δημοσίου, χωρίς να θιγούν τα συμφέροντα των κατόχων τους.
Για το σκοπό αυτό, μεταξύ των άλλων επέστρεψε τις τηλεφωνικές εταιρείες στους ιδιώτες, κατάργησε τον έλεγχο των ενοικίων, μείωσε σημαντικά το φόρο κληρονομιάς, και υιοθέτησε μια σειρά φορολογικών ελαφρύνσεων στις δραστηριότητες του μεγάλου κεφαλαίου (με αποτέλεσμα την εντυπωσιακή αύξηση των κερδών του).
Η οικονομική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου, είναι παρεμφερής και βασίζεται στην ενίσχυση των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα με διαρκώς αυξανόμενες επιβαρύνσεις του κρατικού προϋπολογισμού (δεν χρειάζεται να είναι κανείς «μεγαλοφυής» oικονομολόγος για να «λύνει» το πρόβλημα των διαρκώς αυξανόμενων ελλειμμάτων των δημοσίων επιχειρήσεων με τη συνεχή αύξηση του τιμολογίου τους).
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, ο Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε εξετάσεις καλής θέλησης στα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, εμπνεόμενος και εφαρμόζοντας έναν «ευφυέστατο» τρόπο «εξυγίανσης» εκατοντάδων υπερχρεωμένων ιδιωτικών επιχειρήσεων (προβληματικές): Tις απέσπασε από τους ιδιοκτήτες τους με τη θέληση και προς μεγάλη ανακούφισή τους. Τις «απόπλυνε» από τα χρέη τους επιβαρύνοντας τους φορολογούμενους με 1/2 τρισεκατ. δρχ περίπου. Και στη συνέχεια άρχισε να τις ξανα-μεταβιβάζει στο ιδιωτικό κεφάλαιο πλήρως «αποκαθαρμένες».
Επιπλέον, μεταξύ των άλλων, ουσιαστικά κατάργησε τον έλεγχο στα ενοίκια, ετεροχρόνισε την «Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή» (ΑΤΑ) που μόλις είχε χορηγήσει, και θέσπισε μια πλειάδα φορολογικών ελαφρύνσεων στις δραστηριότητες του μεγάλου κεφαλαίου, με αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση των κερδών του (που μόνο το 1988 ανέβηκαν κατά 147,5 % σε σχέση με το 1987).
Κι όλα αυτά, με τη διαρκή επίκληση του ιδεολογήματος της «κοινωνικοποίησης», που σημειωτέον, κακοποιήθηκε βάναυσα το 1982 με την «ευφυέστατη» σύλληψη των «Εποπτικών Συμβουλίων» του κ. Α. Λάζαρη, μέσω των οποίων οι προεκλογικές επαγγελίες του Παπανδρέου περί «κοινωνικοποιήσεων» μετασχηματίστηκαν από απειλή σε ευλογία θεού για το ιδιωτικό κεφάλαιο.
Η περιπέτεια των «κοινωνικοποιήσεων» αποτελεί μια κραυγαλέα απόδειξη του τυπικά τυχοδιωκτικού τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο Ανδρέας Παπανδρέου τη σχέση μεταξύ της «πολιτικής» του ως αντιπολίτευση και ως κυβέρνηση: Η «πολιτική» του ταυτότητα ως αντιπολίτευση, καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από την εξυπηρέτηση των σκοπιμοτήτων που μπορούν να διευκολύνουν την κατάκτηση της εξουσίας. Συνεπώς, είναι φυσικό στη μεν αντιπολιτευτική της όψη να μεταβάλλεται διαρκώς, στη δε κυβερνητική της εκδήλωση να διαψεύδει ολοσχερώς τον προηγούμενο αντιπολιτευτικό εαυτό της.
Έτσι, ως αξιωματική αντιπολίτευση, ο Ανδρέας Παπανδρέου μπορούσε να «απειλεί» ακίνδυνα το μεγάλο κεφάλαιο και να εξαπατά τους «μη-προνομιούχους», δηλώνοντας τον Οκτώβριο του 1977 ότι «ως κυβέρνηση Θα κοινωνικοποιήσουμε αμέσως τις 100 μεγάλες επιχειρήσεις» (συνέντευξη στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο»). Και ως κυβέρνηση, μπορούσε με την ίδια ευκολία να αναιρεί τις αντιπολιτευτικές του διακηρύξεις, αντικαθιστώντας τις «κοινωνικοποιήσεις» με τον «επαναστατικό θεσμό των Εποπτικών Συμβουλίων», που του πρότεινε το Δεκέμβριο του 1981 ο Α. Λάζαρης («συμβούλια» που γίνονται πλήρως αποδεκτά από τους ιθύνοντες του... Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών)
8. Εσωτερική πολιτική
Η εσωτερική πολιτική του φασιστικού καθεστώτος χαρακτηρίζεται από τη βαθμιαία μεθόδευση της πλήρους καθυπόταξης των εργαζομένων με την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας, τον ολοκληρωτικό κρατικό έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος με τον διορισμό κομματικών αξιωματούχων στα διοικητικά του όργανα, την επιβολή ασφυκτικού ελέγχου στη δικαιοσύνη και την πλήρη χειραγώγηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Συγχρόνως, ο Μουσολίνι διασφάλιζε τα αναγκαία αντιστηρίγματα αυτής της εξέλιξης, διαμέσου συμβιβασμών με τους πλέον ισχυρούς παράγοντες της ιταλικής κοινωνίας, τη βασιλεία, την οικονομική ολιγαρχία και την εκκλησία: Ευθύς εξ' αρχής συμβιβάστηκε πλήρως με τον βασιλιά Βιτόριο Εμμανουήλ. Στη συνέχεια προσεταιρίστηκε τους βιομήχανους και τους μεγαλοκτηματίες. Και τελικά, ο δεδηλωμένος άθεος Μουσολίνι συμβιβάστηκε με την Εκκλησία, με τη Συνθήκη του Λατεράνο το 1929.
Με βάση τα τρία πρωτόκολλα που απαρτίζουν αυτή τη Συνθήκη, η καθολική εκκλησία εξασφάλισε μια άκρως προνομιακή θέση στη δημόσια ζωή: Ο καθολικισμός αναγνωρίστηκε ως η μόνη θρησκεία του κράτους. Θεσπίστηκε η πλήρης αυτονομία του κρατιδίου του Βατικανού. Κατοχυρώθηκε η παπική ιδιοκτησία στην περιουσία που κατείχε η εκκλησία. Θεσμοποιήθηκε η ανεξαρτησία της εκκλησίας από κάθε κρατικό έλεγχο. Αναγνωρίστηκε στην εκκλησία το δικαίωμα να διακανονίζει τη διδασκαλία των θρησκευτικών μαθημάτων στην εκπαίδευση. Και τέλος, το κράτος ανέλαβε την καταβολή των μισθών των παπάδων και των επισκόπων.
Παρόμοια είναι και η εσωτερική πολιτική του Παπανδρεϊσμού που μεθόδευσε και σ' ένα μεγάλο βαθμό πέτυχε:
1) Να καθυποτάξει τους εργαζόμενους (απαγόρευση απεργιών στο δημόσιο τομέα, άρθρο 4) και το συνδικαλιστικό τους κίνημα (με το δικαστικό πραξικόπημα στη ΓΣΕΕ και το διορισμό κομματικών αξιωματούχων στην ηγεσία της).
2) Να ελέγχει ασφυκτικά τα κρατικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και να επηρεάζει σοβαρά ένα μεγάλο αριθμό ιδιωτικών (αφενός μέσω της εφαρμοστέας κυβερνητική πολιτικής και αφετέρου μέσω της σταδιακής οικοδόμησης ενός -επικίνδυνα διογκούμενου- προσωπικού προπαγανδιστικού μηχανισμού του Α. Παπανδρέου, με πυρήνα ανάπτυξής του τον Γ. Κοσκωτά).
3) Να ασκεί χειραγωγική επίδραση στη δικαιοσύνη (δικαστικοί κώδικες Κουτσόγιωργα, κλπ).
Μέσα απ' αυτή την πορεία, ο εν εξουσία Παπανδρεϊσμός διασφάλιζε τα αναγκαία δυναμικά ερείσματά του διαμέσου των συμβιβασμών του με τους πλέον ισχυρούς παράγοντες της ελληνικής κοινωνίας: Την προεδρία της δημοκρατίας, την οικονομική ολιγαρχία, την εκκλησία και το στρατό.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ευθύς εξαρχής συμβιβάστηκε πλήρως με τον πρόεδρο της δημοκρατίας Κ. Καραμανλή, τον οποίο δεν δίστασε να «εκπαραθυρώσει» με το γνωστό τρόπο όταν θεώρησε ότι δεν τον είχε πλέον ανάγκη. Στη συνέχεια, προσεταιρίστηκε τους βιομηχάνους και απολάμβανε της εύνοιας του ΣΕΒ. Και τελικά, συμβιβάστηκε με την Εκκλησία, αρχής γενομένης με τη «Συνθήκη» της.. Παναγίας Σουμελά το 1983.
Σύμφωνα με τους συμβιβασμούς που επιτεύχθηκαν μετά το πρωθυπουργικό προσκύνημα στην Παναγία Σουμελά, η ορθόδοξη εκκλησία εξασφάλισε μια άκρως προνομιακή θέση στη δημόσια ζωή: Θεσπίστηκε η πλήρης διοικητική και οικονομική ανεξαρτησία της από το κράτος, νομιμοποιήθηκε (για πρώτη φορά στη νεώτερη ιστορία της Ελλάδας) η πάντοτε αμφισβητούμενη νομιμότητα της εκκλησιαστικής περιουσίας, επιβεβαιώθηκε η δυνατότητα της εκκλησίας να παίζει σοβαρό ρόλο στη ρύθμιση της διδασκαλίας των θρησκευτικών μαθημάτων στην εκπαίδευση, και, τέλος, συμφωνήθηκε η καταβολή των μισθών των κληρικών από το κράτος.
9. Εξωτερική πολιτική
Η εξωτερική πολιτική του Μουσολίνι εκφράστηκε με ένα τυχοδιωκτικό επεκτατισμό (κήρυξη πολέμου στη Λιβύη, εκστρατεία στην Αιθιοπία, κατάκτηση της Αλβανίας, επίθεση κατά της Ελλάδας), που επενδυόταν ιδεολογικά με ένα ασταθές και περιστασιακό μείγμα μεγαλο-ιδεατισμού (συνεχής επίκληση του Ρωμαϊκού Ιμπέριουμ) και θεατρικών όρκων πίστης στην... ειρήνη, με τρόπο ώστε να αποπροσανατολίζεται και σε σημαντικό βαθμό να εκτονώνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια.
Η εξωτερική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου με την παροξυντική χρήση της οργουελιανής διπλής γλώσσας, κατάφερνε να υποτάσσει τις απαιτήσεις της εξωτερικής πολιτικής στις εκάστοτε μικροκομματικές σκοπιμότητας, με αποτέλεσμα η εφαρμοστέα εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης και η στάση της στους διαφόρους διεθνείς οργανισμούς να αναιρούν πλήρως την εικόνα αυτής της δραστηριότητας που προβάλλει η κυβέρνηση στο εσωτερικό της χώρας.
Η έξαλλη προπαγανδιστική προβολή των «ειρηνευτικών» πρωτοβουλιών του εν εξουσία Παπανδρεϊσμού, όχι μόνο αποσκοπεί αλλά και σχεδόν πετυχαίνει να επικαλύψει την εντυπωσιακή είσοδο των διαχειριστών της κρατικής εξουσίας στο παγκόσμιο δίκτυο εμπορίου (και λαθρεμπορίου) όπλων, εξαφανίζοντας το αίμα των θυμάτων αυτού του δικτύου με τις υποκριτικές εκκλήσεις της «πρωτοβουλίας των 6» ηγετών (από τους οποίους, μόνο ένας είναι γνήσια κοινοβουλευτικός δημοκράτης, ο Ούλοφ Πάλμε, δύο είναι κρυφο-αντικοινοβουλευτικοί θιασώτες καθεστώτων του τύπου Τσαουσέσκου και Κιμ Ιλ Σούγκ και τρεις είναι «προοδευτικοί» μακελάρηδες των λαών τους).
Αντίστοιχη με την «πολιτική ειρήνης», είναι και η στάση του Παπανδρεϊσμού σε μείζονος σημασίας θέματα, με τρόπο που ευνοεί σκανδαλωδώς τις υφιστάμενες ισορροπίες δυνάμεων, παραγνωρίζοντας τα δικαιώματα των λαών. Στα πλαίσια της ανερμάτιστης εξωτερικής πολιτικής του, ο Παπανδρέου:
1) «Νομιμοποίησε» τους δεσμούς της χώρας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, υπό το μανδύα μιας αντι-αμερικανικής και αντι-νατοικής ρητορείας.
2) «Ανακάλυψε» την πεμπτουσία της αυτοδιαχείρισης στην Πολωνία του δικτάτορα Γιαρουζέλσκι.
3) Αρνήθηκε να καταδικάσει τη δολοφονία εκατοντάδων αθώων με την κατάρριψη του νοτιοκορεάτικου τζάμπο από τους Ρώσους.
4) Ενθάρρυνε την τυχοδιωκτική πολιτική του παρανοϊκού δικτάτορα («αδελφού») συνταγματάρχη Γκαντάφι, σπάζοντας με κάθε ευκαιρία τη διεθνή απομόνωσή του.
5) Καταδίκασε δημόσια την πολιτική του προέδρου της Κύπρου σε μια κρίσιμη φάση για το Κυπριακό.
6) Ακολούθησε μια ανακόλουθη και παλινδρομική πολιτική απέναντι στην Τουρκία, που εκφράστηκε μ' ένα ευρύτατο φάσμα αντιδράσεων παρορμητικού χαρακτήρα: από τους θεατρικούς λεονταρισμούς του «βυθίσατε το Χόρα» μέχρι τη μυθοποίηση του δουλοπρεπούς παραλογισμού που εκφράζεται με το «μη-πόλεμος» του Νταβός (που προβλήθηκε ως θρίαμβος της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας η οποία μέχρι τότε αγνοούσε ότι βρισκόταν σε... εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία). Και συγχρόνως,
7) Εφάρμοσε μια «ανεξήγητη», ευκαιριακή και χωρίς αρχές πολιτική στους διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ, ΕΟΚ, ΝΑΤΟ), όπου αναδείχθηκε σε αυτόκλητο υπερασπιστή όλων των δικτατορικών καθεστώτων της Δύσης και της Ανατολής. (Απ' αυτή την άποψη, είναι απολύτως χαρακτηριστική η αρνητική ψήφος της Ελλάδας σε όλες τις προτάσεις καταδίκης του καθεστώτος της Ν. Αφρικής στον ΟΗΕ).
10. Γενική κοινωνική και πολιτική αποτίμηση
Μέσα από μια τέτοια πορεία, στην προπολεμική φασιστική Ιταλία, ολοκληρώθηκε σταδιακά η διαμόρφωση ενός καθεστώτος που το χαρακτήριζε:
1) Η λατρεία του «χαρισματικού» ηγέτη (που έφθασε μάλιστα στο σημείο να αναχθεί σε «εθνικό σύζυγο» όλων των... Ιταλίδων, για χάρη πολλών από τις οποίες ήταν ικανός να εγκαταλείψει επί ώρες ένα υπουργικό συμβούλιο, όπως αφηγούνται οι συνεργάτες του).
2) Η περιφρόνηση των κανόνων του κράτους δικαίου.
3) Η χρόνια «συνωμοτίτιδα» που εκφράζεται με τη διαρκή «ανακάλυψη» και καταγγελία διαφόρων εσωτερικών και εξωτερικών «εχθρών». Και
4) Το ιδεολογικό μονοπώλιο, η αστυνομική τρομοκρατία και η τιμωρός δράση των παρακρατικών του κόμματος.
Στη σύγχρονη «σοσιαλιστική» Ελλάδα, μέσα από μια παρεμφερή εξελικτική πορεία, ολοκληρώθηκε βαθμιαία η διαμόρφωση ενός προσωποπαγούς καθεστώτος που το χαρακτήριζε:
1) Η λατρεία του «χαρισματικού» ηγέτη (που έφθασε στο σημείο να αναχθεί σε «εθνικό εραστή», ο οποίος, σύμφωνα με αφηγήσεις ανθρώπων του στενού περιβάλλοντός τους, δεν δίσταζε όχι μόνο να «στήνει» τους υπουργούς του, αλλά ακόμη και να εγκαταλείπει εκδηλώσεις στις οποίες ο ίδιος είχε προσκαλέσει ξένους ηγέτες.
2) Η απροκάλυπτη αλαζονεία ως τρόπος άσκησης της εξουσίας.
3) Η περιφρόνηση των κανόνων του κράτους δικαίου.
4) Η εξουσιαστική διωκτική παράνοια, που εκφράζεται με την ψυχαναγκαστική ανάγκη για διαρκή «ανακάλυψη» και καταγγελία διαφόρων ανύπαρκτων συνωμοσιών.
5) Το ιδεολογικό μονοπώλιο και η μαζική πλύση εγκεφάλου από τα ασφυκτικά ελεγχόμενα κρατικά μέσα ενημέρωσης.
6) Η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του αστυνομικού μηχανισμού (που υπερβαίνει κάθε ανεκτό όριο, φτάνοντας στο σημείο να εκτελεί εν ψυχρώ τον δήθεν τρομοκράτη Πρέκα, υπό πλήρη τηλεοπτική κάλυψη μπρός σε εκατομμύρια θεατές). Και
7) Η «τιμωρός δράση» των παρακρατικών του κόμματος με εμπροσθοφυλακή τον «Λαϊκό Παρατηρητή» του Ταύρου.
Κατά την άποψή μου, ο Παπανδρεϊσμός είναι πολιτικό παράγωγο των ταλαντεύσεων και της αγωνίας των μικροαστικών στρωμάτων και της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, τα οποία λόγω της ιστορικά μειωμένης προσαρμοστικής ικανότητάς τους, ασφυκτιούν στο πλαίσιο των ραγδαίων κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών που μεταβάλλουν την πολιτική και κοινωνική γεωγραφία του ελλαδικού χώρου στην μετά το 1960 περίοδο.
Ο Παπανδρεϊσμός έδωσε σ' αυτή την αγωνία ένα πολιτικό πλαίσιο αναφοράς και της πρόσφερε το μύθο ενός χαρισματικού ηγέτη με τον οποίο μπορούσε να ταυτιστεί.
Η γοργή παραμορφωτική διόγκωση των αστικών κέντρων, η ταχεία μικροαστικοποίηση ευρέων προλεταριακών και αγροτικών και οι αναγκαίες συνέπειες της οριστικοποίησης του προσανατολισμού της χώρας στο μοντέλο «ανάπτυξης» των βιομηχανικών κοινωνιών, υπονόμευσε δραστικά τους προϋπάρχοντες τρόπους συγκρότησης του δικτύου των κοινωνικών σχέσεων και αποδυνάμωσε αισθητά τον κοινωνικο-ρυθμιστικό ρόλο του συνόλου των παραδοσιακών αξιών. Σαν αποτέλεσμα, η ελληνική κοινωνία βρέθηκε αφενός αντιμέτωπη με τη βαθμιαία ανατροπή ενός σχετικά σταθερού τρόπου ύπαρξης της, και αφετέρου απολύτως απροετοίμαστη να καλύψει το δημιουργούμενο κενό με την επεξεργασία και τη σταδιακή οικοδόμηση ενός άλλου μοντέλου που ανταποκρίνεται στη νέα της κατάσταση.
Σ' αυτές τις συνθήκες, η ραχοκοκαλιά της ελληνικής κοινωνίας που συγκροτούνταν από τους παραδοσιακούς μικροαστούς, ήταν υποχρεωμένη να αποδυθεί σε έναν επιβιωτικό διμέτωπο αγώνα εναντίον του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού που τείνει να τη συνθλίψει, και συγχρόνως εναντίον των υπό μικροαστικοποίηση ευρέων εργατικών και αγροτικών στρωμάτων, τα οποία διαπιστώνοντας τη γοργή αύξηση της αριθμητικής τους δύναμης και συνεπώς του κοινωνικού τους βάρους, είναι φυσικό να επιδιώκουν μια ανακατανομή των ρόλων στο οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Αντιμέτωπα με τέτοιες ουσιαστικές και ταχύτατες μεταβολές, τα πολιτικά κόμματα που στήριζαν την ύπαρξή τους στο πελατειακό δίκτυο σχέσεων που τα συνέδεε με τα διάφορα παραδοσιακά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, δεν ήταν σε θέση να αποδειχθούν πειστικοί φορείς των συμφερόντων των νέων μικρο-αστικοποιημένων εργατικών και αγροτικών στοιχείων που με την ύπαρξή τους διαφοροποιούσαν την προϋπάρχουσα κοινωνική σύνθεση.
Χάρη στην πρόσκαιρη εκσυγχρονιστική αδυναμία των παραδοσιακών κομμάτων, υπήρχε ένα ευδιάκριτο πολιτικό κενό, το οποίο ήρθε να καλύψει ένας νέος πολιτικός σχηματισμός: το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε κατ' αποκλειστικότητα, το διαμεσολαβητικό διακανονισμό των σχέσεων αυτών των στρωμάτων τόσο με την αστική όσο και με την εργατική τάξη, προπαγανδίζοντας την επαναδιευθέτηση των όρων της «κοινωνικής ισορροπίας» και προτείνοντας ένα «τρίτο δρόμο» για τον «μετασχηματισμό» της ελληνικής κοινωνίας σε μια ολοκληρωτική κατεύθυνση.
Έδωσε, έτσι στον πάσχοντα, αγωνιούντα απειλούμενο και ταλαντευόμενο «νέο μικροαστισμό» ένα πολιτικό πλαίσιο αναφοράς, και συγχρόνως του πρόσφερε το μύθο ενός «χαρισματικού» ηγέτη. Δηλαδή, του χορήγησε σε υψηλές δόσεις, τα δύο πολιτικά ψυχοφάρμακα που χρησιμοποιεί κάθε αυταρχισμός σε περιόδους κοινωνικής κρίσης:
Με το πρώτο απ' αυτά, τα νέα μικροαστικά στρώματα αποκτούν μια πλαστή πολιτική ταυτότητα και την πλασματική βεβαιότητα της πολιτικής οντότητας που αντιστοιχεί σε τούτη την ταυτότητα.
Με το δεύτερο, ξεπερνούν σε κάποιο βαθμό την αγωνία που απορρέει από την ανασφαλή κοινωνική τους κατάσταση, γιατί η ταύτισή τους με έναν «χαρισματικό» ηγέτη μεταμορφώνοντάς τα σε κοινωνούς και «φορείς» της δύναμής του, αντισταθμίζει προσωρινά τη διαλυτική ανασφάλεια που τα διακατέχει.
Και με τα δυο μαζί, τα ασύνδετα και πολυδιασπασμένα νέα μικροαστικά στρώματα μπορούν να διακατέχονται από την αυταπάτη ότι αποτελούν «κοινότητα συμφερόντων», και συνεπώς να διαμορφώνουν την ψευδή κοινωνική συνείδηση που αντιστοιχεί σ αυτή την αυταπάτη, αναγόμενα έτσι σε υποκείμενα και φορείς μιας Ιδεολογίας, η οποία κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να μετασχηματισθεί σε πολιτική δύναμη.
Είναι, κατά συνέπεια, προφανές το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ, εξαιτίας τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες της δημιουργίας του και του τρόπου εισβολής του στη δημόσια ζωή, σε ό,τι αφορά την πολιτική αποτελεσματικότητα και τη διάρκεια της ζωής του ως υπολογίσιμος κομματικός σχηματισμός, εξαρτάται από τη βιολογική ύπαρξη του «χαρισματικού» ηγέτη χάρη στον οποίο συγκροτήθηκε, καθώς και από την ικανότητα ή την ανικανότητα να εκσυγχρονισθούν εκείνοι οι πολιτικοί σχηματισμοί που είδαν την εμβέλειά τους να μειώνεται μετά τη δημιουργία του ΠΑΣΟΚ.
Κι αυτό σημαίνει ότι το φυσιολογικό πέρας του βιολογικού κύκλου του Ανδρέα Παπανδρέου ή η εκσυγχρονιστική προσαρμογή των άλλων κομμάτων στις νέες συνθήκες, αναγκαία θα αποδυναμώσει και θα περιθωριοποιήσει αυτό τον άκρως ιδιότυπο κομματικό σχηματισμό με την «αφύσικη» και πυροτεχνηματική πολιτική διαδρομή:
Δύο μόλις μήνες μετά τη συγκρότησή του (1974), συσπείρωσε γύρω του το 13% των εκλογέων. Τρία χρόνια αργότερα, αύξησε το ποσοστό του στο 25% και κατέλαβε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (1977). Επτά χρόνια μετά τη δημιουργία του, έκανε άλμα στο 48% και κατέκτησε την εξουσία (1981), την οποία άσκησε επί οκτώ χρόνια εφαρμόζοντας ένα τριτοκοσμικής υφής μοντέλο αυταρχικής, αυθαίρετης, ανεξέλεγκτης και αλαζονικής διαχείρισης της. Και τέλος, το δεκαπέντε χρόνια μετά την ίδρυσή του (το 1989), διαπιστώθηκε μια βαθμιαία συρρίκνωση της δύναμής του που επικυρώθηκε με την αποβολή του από τον κυβερνητικό θώκο και τη μετάταξή του στο χώρο της αντιπολίτευσης.
11. Τρίτος δρόμος: Τέλος
Τον Σεπτέμβριο 1943, η συνθηκολόγηση της Ιταλίας σήμανε το τέλος του μουσολινικού καθεστώτος. Και το 1945, η κρεμάλα έγραψε τον επίλογο της ζωής του ηγέτη του, που ήδη από τις 3-1-1925 είχε το θάρρος να διακηρύξει:
«Αν ο φασισμός υπήρξε ένας εγκληματικός συνεταιρισμός, εγώ είμαι ο αρχηγός αυτού του συνεταιρισμού».
Το Σεπτέμβριο 1988, η εκδήλωση της μη αποκρυπτόμενης πια όξυνσης της βιολογικής αποσύνθεσης του Ανδρέα Παπανδρέου σηματοδότησε την αρχή του τέλους της ενότητας του προσωποπαγούς «κινήματός» του και του ολοκληρωτισμού του εν μέσω δημοκρατίας. Και τον Ιούνιο του 1989, «ο πρώτος μετά Χριστόν προφήτης» Ανδρέας Παπανδρέου σε μια οριακή πολιτική και βιολογική κατάσταση, ηττήθηκε στις εκλογές από τον πιο μισητό αντίπαλό του Κωνστ. Μητσοτάκη
Οι εκλογές στις 18-6-1989 επικύρωσαν τις αποσυνθετικές διεργασίες που πυροδότησε η αρρώστια, αποδεικνύοντας ότι ενίοτε η βιολογία μπορεί να παράγει πολιτικά αποτελέσματα. (Δεν πρέπει να λησμονείται ότι τη λύση στο αδιέξοδο του Φρανκικού καθεστώτος δεν την έδωσε η πολιτική δραστηριότητα της αντιπολίτευσης αλλά η βιολογικά αποσυνθετική δράση του καρκίνου, με αποτέλεσμα, δικαιολογημένα να οικτίρει κανείς την αντιπολίτευση και να ευγνωμονεί τον καρκίνο).
Όμως, ανεξάρτητα από το είδος του επιλόγου της ζωής εκείνου που προσωποποιεί τον Παπανδρεισμό, ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είχε και δεν θα έχει ποτέ το θάρρος να διακηρύξει:
«Αν το ΠΑΣΟΚ υπήρξε μια συμμορία, εγώ είμαι ο αρχηγός αυτής της συμμορίας».
Ο Μπενίτο Μουσολίνι ξεκίνησε την εξουσιομανιακή του πορεία με μια ανατροπή. Και την τερμάτισε χάρη σε μια ανατροπή, η οποία τον έθεσε στη δικαιοδοσία του παρτιζάνικου δικαστηρίου που τον καταδίκασε σε θάνατο.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ξεκίνησε την δική του εξουσιοφρενική πορεία με ένα σκάνδαλο (το σκάνδαλο Σκιαδαρέση, το 1964). Και, ουσιαστικά, την τερμάτισε μέσα σ’ ένα βούρκο σκανδάλων, τα οποία τον έθεσαν στη δικαιοδοσία της Ειδικής Κοινοβουλευτικής «Ανακριτικής Επιτροπής», η οποία ενδέχεται να αποφύγει να εκφωνήσει οποιασδήποτε καταδικαστική απόφαση στ' όνομα της αποτροπής του «κοινωνικού διχασμού», παραγνωρίζοντας ότι έτσι μετατρέπει την επιδιωκόμενη κοινωνική συνοχή σε καθολική κοινωνική συνενοχή.
Άλλοι καιροί, άλλα ήθη και κυρίως άλλες σκοπιμότητες, που ωστόσο δεν αναίρουν το γεγονός ότι ο Μουσολινισμός αποτελεί παρελθόν για την Ιταλία και ο Παπανδρεϊσμός για την Ελλάδα.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Στις 28-7-1973 στο Βίρτζμπουργκ, ο Α. Παπανδρέου αποκάλυπτε τους μύχιους πόθους και τις προθέσεις του, αποφαινόμενος ότι «η αστική δημοκρατία πέθανε». Και έκτοτε, με μια σωρεία παρεμφερών δηλώσεων, αποσαφήνιζε διαρκώς το ουσιαστικό περιεχόμενο του «οράματός» του. Μ' άλλα λόγια, είχε προειδοποιήσει (εγκαίρως, σαφώς και επαρκώς) για όσα έμελε να πράξει σαν διαχειριστής της εξουσίας. Κι απ’ αυτή την άποψη, κανένας συνεργάτης του δεν μπορεί να τον ψέξει, χωρίς να αυτοκατηγορηθεί για ηλιθιότητα ή ιδιοτέλεια.