Κλεάνθης Γρίβας
Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ
ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ «ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ»
Τα θύματα του μπολσεβίκικου Ολοκληρωτισμού
δολοφονούνται για δεύτερη φορά
(Δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία στις 13-4-1988)
«Ο homo sapiens δεν είναι λογικό ον, γιατί εάν ήταν, δεν θα είχε αιματοκυλήσει τόσο πολύ την ιστορία του. Κι ούτε υπάρχει καμιά ένδειξη οτι βρίσκεται στο δρόμο του να γίνει.»
Arthur Koesler, Ιανός
Η αναγνώριση στους φορείς του μπολσεβίκικου ολοκληρωτισμού του δικαιώματος να «αποκαθιστούν» τα θυμάτά τους, ισοδυναμεί με τη νομιμοποίηση του δικαιώματος των δολοφόνων να αυτο-αθωώνονται.
Παρακολουθώντας κανείς τα διαδραματιζόμενα στο Θέατρο του Παράλογου της «αποκατάστασης» των θυμάτων του μπολσεβίκικου ολοκληρωτισμού από τους πλέον επιφανείς εκπροσώπους του σήμερα, οδηγείται σε μιά αποκαλυπτική διαπίστωση για το είδος του μείγματος της λογικής και του παραλογισμού που χαρακτηρίζει τη σχιζοφρένεια η οποία διατρέχει την ανθρωποβόρα ιστορία των εξουσιαστικών κοινωνιών.
Σε ορισμένες «πρωτόγονες» φυλές, τα θύματα των τελετουργικών ανθρωποθυσιών μετά την «κατανάλωσή» τους, «αποκαθίστανται» επίσης τελετουργικά, με τρόπο ώστε τόσο η συλλογική ενοχή όσο και η συλλογική αυτοαπενοχοποίηση να λειτουργούν στην κατεύθυνση της ενδυνάμωσης της συνοχής της φυλετικής ομάδας.
Με τον ίδιο τρόπο ενεργούν και οι πρωτόγονες γραφειοκρατίες που διαχειρίζονται την εξουσία στις σύγχρονες ολοκληρωτικές κοινωνίες: Πρώτα δολοφονούν και μετά «αποκαθιστούν» τα θύματά τους, με τρόπο ώστε να ενδυναμώνεται η συνοχή της ηγετικής ομάδας, αρχικά εξαιτίας της κοινής ενοχής λόγω της συμμετοχής όλων των μελών της στο φόνο, και στη συνέχεια εξαιτίας της λυτρωτικής αυτοαπενοχοποίησής τους που συνεπάγεται η «αποκατάσταση» των θυμάτων τους.
Μ' άλλα λόγια, τόσο η δολοφονία, όσο και η «αποκατάσταση» των θυμάτων της εξουσίας από τους ίδιους τους θύτες, παράγουν πάντοτε το ίδιο κοινωνικο-πολιτικό αποτέλεσμα: την αυτοενίσχυση των εξουσιαστικών δομών οι οποίες εμπνέονται, μεθοδεύουν, καθοδηγούν και εκτελούν τελετουργικά το εγκληματικό «παιχνίδι» της εναλλαγής του φόνου και της «αποκατάστασης» των θυμάτων τους. Ενα «παιχνίδι» κανονισμένο έτσι ώστε «να κερδίζει πάντα ο ίδιος παικτης».
Η εκκλησιαστική εξουσία, που με «χριστιανική αγάπη» οδήγησε στην πυρά πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες ανθρώπους γιά τη σωτηρία της «μόνης αληθινής πίστης», έκαψε τη Ζαν Ντ' Αρκ ως «μάγισσα και αιρετική» και πέντε αιώνες μετά την την «αποκατάστησε» ανακηρύσσοντάς την «αγία».
Η μπολσεβίκικη εξουσία, που με «κομμουνιστικό ανθρωπισμό» δολοφόνησε πάνω από είκοσι εκατομμύρια ανθρώπους στη Ρωσία, για τη σωτηρία του «μόνου αληθινού σοσιαλισμού», εκτέλεσε με μιά σφαίρα στον αυχένα τον Μπουχάριν ως «λυσσασμένο σκυλί, ανεπαναστάτη και πράκτορα του ιμπεριαλισμού» και πενήντα χρόνια αργότερα τον «αποκατέστησε» δικαστικά (και όχι πολιτικά), ανοίγοντας το δρόμο γιά την επανεγκατάστασή του στο αγιογραφικό πάνθεον των «ηρώων της επανάστασης» ως «χαιδεμένο παιδί του Λένιν».
Η «αποκατάσταση» της Ζαν Ντ' Αρκ δεν μείωσε καθόλου την ισχύ της εκκλησιαστικής εξουσίας που την έστειλε στην πυρά. Αντιθέτως, ενίσχυσε τη δύναμη και το «κύρος» αυτής της εξουσίας, απενοχοποιώντας την.
Ομοίως, και η «αποκατάσταση» του Μπουχάριν και των άλλων, δεν πρόκειται να αποδυναμώσει στο ελάχιστο τη δύναμη της πολιτικής εξουσίας που τον δολοφόνησε. Αντιθέτως, θα ενισχύσει τη δύναμη, την «αξιοπιστία» και το «κύρος» αυτής της εξουσίας, απενοχοποιώντας την.
Η καθυπόταξη των διανοητικών λειτουργιών του ανθρώπου σε στερεότυπες δοξασίες, αποτελεί κεντρική επιδίωξη κάθε εξουσίας ενώ η πλήρης υποταγή του συνιστά βασικό στόχο κάθε ολοκληρωτικής εξουσίας.
Απ' αυτή την άποψη, ο «γκορμπατσοφισμός» δεν είναι παρά μια αναπαλαιωμένη τεχνική διαχείρισης της ολοκληρωτικής εξουσίας που στοχεύει στη διαιώνιση της υποταγής των διανοητικών λειτουργιών των μελών της ρωσικής κοινωνίας. Μιά τεχνική διαχείρισης που προυποθέτει ένα προσεκτικά διαμορφωμένο πολιτικό σκηνικό από το οποίο πρέπει να απαλειφθούν τα πιο κραυγαλέα επιφαινόμενα του μπολσεβικισμού προκειμένου να διατηρηθεί ανέπαφη η ουσία του. Και σ' αυτή την κατεύθυνση τα εκατομμύρια θύματα του μπολσεβικισμού (τόσο ως ιστορική, κοινωνική και πολιτική κληρονομιά όσο και ως ενεργός παρουσία) αποτελούν ένα υπολογίσιμο πολιτικό εμπόδιο που πρέπει να αρθεί.
Εξ' ου και η εκ των άνω μεθοδευμένη ταυτόχρονη «εξαέρωση» της δήθεν «ενοχής» των θυμάτων και της πραγματικής ενοχής των δολοφόνων τους, μέσω της «αποκατάστασης» των θυμάτων από τους θύτες τους, δηλαδή μέσω ενός ιστορικο-πολιτικού συμψηφισμού δυό ανόμοιων «ιδιοτήτων» που, ως δια μαγείας, «ομαλοποιεί» το πολιτικό σκηνικό, υποκαθιστώντας τον ατελέσφορο πλέον εξουσιαστικό πανθεισμό της κατασκευασμένης «ενοχής» με τον (τώρα) πρόσφορο πανθεισμό της κατασκευασμένης «αθωώτητας».
Ολες οι ιστορικές φάσεις του μπολσεβικισμού κλείνουν με το θάνατο ενός δικτάτορα και ανοίγουν με ένα ανακτορικό πραξικόπημα που λύνει το πρόβλημα της διαδοχής του. Και, όπως είναι φυσικό, σε κάθε τέτοια διαδικασία κεντρικό ζήτημα αποτελεί ο φόνος, επειδή στο κλειστό σύμπαν του ολοκληρωτικού Μηχανισμού δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει άλλη πραγματικότητα από την πραγματικότητα της ηγετικής ομάδας που προσωποποιεί αυτό το Μηχανισμό, με αποτέλεσμα κάθε ηγετική ομάδα να καθίσταται αναγκαία με τη σειρά της δήμιος και θύμα:
Λένιν, Στάλιν, Χρουτσόφ, Μπρέζνιεφ, Αντρόποφ, Τσερνιένκο, Γκορμπατσόφ... Πρωθιερείς της δύναμης όσο προσωποποιούν την εξουσία, ρίχνονται στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας μόλις χάνουν αυτό το προνόμιο. Καταναλώνουν τους άλλους για να καταναλωθούν, εν συνεχεία, και οι ίδιοι με τη σειρά τους, με τρόπο ώστε να διατηρείται ανέπαφος ο Μηχανισμός. Γιατί στο ολοκληρωτικό σύμπαν δεν υπάρχουν καλές ή κακές προσωποποιήσεις του. Υπάρχει μόνο η αμετάλλακτη κατάσταση του Μηχανισμού, που υπόκειται στους δικούς του κανόνες και νόμους, επειδή κανόνας και νόμος είναι αυτός ο ίδιος.
«Στη Ρωσία, ο ηγεμόνας τροποποιεί κατά το κέφι του τα χρονικά της χώρας και διανέμει κάθε μέρα στο λαό του τις ιστορικές αλήθειες που εναρμονίζονται με την κατασκευή της στιγμής». [Κουστίν, «Επιστολές περί της Ρωσίας στα 1839». Αναφ. από τον Κ. Παπαιωάννου «Η Ψυχρή Ιδεολογία», Υψιλον, Αθήνα, 1986, σελ. 81].
Αν ο λενινισμός ήταν ο μπολσεβικισμός της εποχής της εγκαθίδρυσης των μηχανισμών της κοινωνικής και πολιτικής ενοχοποίησης, και αν ο σταλινισμός υπήρξε ο λενινισμός της εποχής της πιο παροξυντικής λειτουργίας αυτών των μηχανισμών, ο γκορμπατσοφισμός είναι ο σταλινισμός της εποχής της αναγκαστικής εκλογίκευσής τους.
Ενάντια σ' αυτή την τελετουργική αυτο-απενοχοποίηση του ολοκληρωτισμού, που συχνά επαναλαμβάνεται στην ιστορία, δεν υπήρξε καμιά ενερητική αντίδραση των (από πολιτική, ιδεολογική ή βιολογική άποψη) συγγενών των θυμάτων του. Αντίθετα, σημειώθηκε μιά μαζική προσχώρηση των συγγενών των θυμάτων στη «λογική» των δολοφόνων τους υπό το κράτος ενός παραλογισμού που δεν μπορεί να διερευνηθεί με πολιτικούς όρους.
Ετσι, ενώ είναι απολύτως δυνατό να ερμηνευτεί και να κατανοηθεί πολιτικά και ψυχολογικά η «λογική» των διαχειριστών της ολοκληρωτικής εξουσίας (στο φώς των δεδομένων της εξουσιοφρενούς «υλιστικής διαλεκτικής» με βάση την οποία έχουν προγραμματιστεί), είναι εντελώς αδύνατο να γίνει το ίδιο και με το ανορθόλογο κίνητρο των συγγενών των θυμάτων αυτής της εξουσίας που τους ωθεί να προσχωρήσουν άνευ όρων στη «λογική» της.
Μια «Επιτροπή» νεο-παλαιο-νεο-κομμουνιστών ανέλαβε αυτόκλητα την «ιστορική πρωτοβουλία» να κινήσει τη διαδικασία «αποκατάστασης» των θυμάτων της ολοκληρωτικής εξουσίας, την οποία πάντοτε εξυπηρέτησε με υποδειγματική δουλικότητα. Και τα θύματά της έσπευσαν να ανταποκριθούν στο κάλεσμά της, παραβλέποντας το κεφαλαιώδες γεγονός ότι αυτή η ανταπόκριση νομιμοποιεί το «δικαίωμα» των δολοφόνων να αυτο-αθωώνονται, «αποκαθιστώντας» ανώδυνα τα θύματά τους.
Δεν θα ασχοληθώ εδώ με το είδος και την ποιότητα αυτών των περιβόητων «ιστορικών πρωτοβουλιών», που είθισται να εκδηλώνονται «αυθόρμητα» από τους κατά τόπους εκφραστές του μπολσεβικισμού μετά από κάποιο «κοσμογονικό» συνέδριο του κομματικού αρχέτυπου του ολοκληρωτισμού. Οι εκ του ασφαλούς αναθεματισμοί στο πτώμα της εκάστοτε ηγετικής ομάδας μόλις ανατρέπεται (η οποία πριν από λίγο συμπύκνωνε με «μοναδικό» τρόπο τη «γνώση των νόμων της ιστορικής κίνησης»), είναι λειτουργικό σύμπτωμα της ολοκληρωτικής εξουσιοφρένειας.
Εκείνο που με απασχολεί είναι το πολιτικά αναπάντητο ερώτημα της ανορθόλογης στάσης των συγγενών των θυμάτων του ολοκληρωτικού μηχανισμού και της προθυμίας με την οποία προσυπογράφουν την αυτοαθώωση των δολοφόνων τους. Γιατί ενώ είναι προφανές και ευεξήγητο το ότι η υποταγή των διανοητικών μας λειτουργιών σε στερεότυπες δοξασίες αποτελεί βασικό στόχο κάθε εξουσίας, δεν είναι καθόλου προφανής και ευεξήγητη η βοήθεια που πρόθυμα παρέχουν στην εξουσία τα ίδια τα θύματά της, για την κατάκτηση αυτού του στόχου της.
Μια τέτοια συμπεριφορά είναι αδύνατο να ερμηνευτεί με πολιτικούς όρους. Κι αυτό, θέτει αναγκαία επί τάπητος το ζήτημα της ψυχιατρικής ερμηνείας της, με την επίκληση της θεωρίας της «σχιζοφρενικής κατασκευής» του ανθρώπινου εγκέφαλου:
«Ο θερμός ατμός της πίστης και ο πάγος της λογικής είναι στιβαγμένοι μαζί στο εσωτερικό του κρανίου μας. Αλλά, κατά κανόνα, ο ένας δεν επηρεάζει τον άλλο: ο ατμός δεν υγροποιείται και ο πάγος δεν λειώνει. Το ανθρώπινο μυαλό είναι βασικά σχιζοφρενικό, διχασμένο σε δύο τουλάχιστον επίπεδα, που το ένα αποκλείει το άλλο. Η κύρια διαφορά μεταξύ της «παθολογικής» και της «φυσιολογικής» σχιζοφρένειας έγκειται στο ότι το παράλογο συστατικό της πρώτης είναι μεμονωμένο, ενώ ο παραλογισμός της δεύτερης είναι γενικά αποδεκτός». [A. Koestler: Ο Κομμισσάριος κι ο Γιόγκι, (1945, μτφρ. Αλεξ. Κοτζιά, Γαλαξίας, Αθήνα, 1962, σελ. 159]
Οι θύτες και τα θύματα αποτελούν αλληλοπαραγόμενα, αλληλοκαθοριζόμενα και αλληλοεναλλασσόμενα στοιχεία κάθε ολοκληρωτικού εξουσιαστικού μορφώματος και είναι εγκλωβισμένα στο ασφυκτικό πλαίσιο του ίδιου ιστορικού «παιχνιδιού» της δύναμης. Μόνο που στα θύματα πέφτει ο κλήρος να κινούνται από το «θερμό ατμό της πίστης» και στους θύτες να κινούνται απο τον «πάγο της λογικής», συγκροτώντας ένα ενιαίο σχιζοφρενικό όλο στο πλαίσιο του οποίου ο «θερμός ατμός της πίστης» αναγκαία διεκδικεί την ιστορική του «αποκατάσταση» και ο «πάγος της λογικής» την ιστορική του «απενοχοποίηση».
Μ' άλλα λόγια, ανάμεσα στους θύτες και τα θύματα δεν υπάρχουν ουσιαστικές κοινωνικο-πολιτικές διαφορές. Υπάρχουν μόνο διαφορές κινήτρων. Και ως τέτοιες, μπορούν να επιλύονται απο τις διάφορες γραφειοκρατικές «Επιτροπές Αποκατάστασης» που κατά καιρούς επαναδιευθετούν κατά το δοκούν τη σχέση μεταξύ της «παθολογικής» και της «φυσιολογικής» σχιζοφρένειας, εντάσσοντας τον μεμονωμένο παραλογισμό της πρώτης στον γενικά αποδεκτό παραλογισμό της δεύτερης.
Εάν υπήρχαν ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στα θύματα και τους θύτες [όπως το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στους ανιδιοτελείς οραματιστές μιας αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας –οι οποίοι, στο πρώτο και έσχατο επαναστατικό ερώτημα «και το αίμα ποιός θα το βάλει;» απαντούν προσφέροντας το δικό τους, και στους ιδιοτελείς καταστολείς αυτών των οραματισμών, οι οποίοι διαχειρίζονται ή επιδιώκουν να διαχειριστούν μια στρατοπεδική κοινωνία], αυτές δεν θα μπορούσαν να επιλυθούν με τις όποιες «Επιτροπές Αποκατάστασης» που συγκροτούνται από εκείνους που αναθεωρούν διστακτικά τον ολοκληρωτισμό στα λόγια, προκειμένου να τον περισώσουν στην πράξη, δικάζοντας και αθωώνοντας τους εαυτούς τους και τα θύματά τους, εκ των υστέρων.
Γιατί τέτοιου είδους διαφορές ουσίας λύνονται μόνο στο πεδίο της κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης και επικυρώνονται στη Νυρεμβέργη του ολοκληρωτισμού, όπου τα έδρανα των δικαστών κατέχονται από τα θύματα του ολοκληρωτισμού και τα εδώλια των κατηγορουμένων από τους δολοφόνους τους.
Ομως ανεξάρτητα απ' αυτό, σε κάθε περίπτωση, μόνο τα θύματα μπορούν να δώσουν «άφεση αμαρτιών». Κανένας δεν μπορεί να μιλήσει ή ν' αποφανθεί εξ' ονόματός τους. Και πολύ περισσότερο, οι θύτες τους.
Αλλά επειδή τα θύματα του ολοκληρωτικού μηχανισμού αδυνατούν να εκφραστούν, το μακάβριο τελετουργικό των μπολσεβίκικων «αποκαταστάσεων» των θυμάτων του μπολσεβικισμού είναι αδύνατο να λειτουργήσει ως ιστορικό «συγχωροχάρτι» των εγκλημάτων του.
Κλεάνθης Γρίβας
Υστερόγραφο 1
Οι μακαβριες αλληλοδιάδοχες «συλλήψεις» του μπολσεβικισμού (έκθεση μουμιοποιημένων πτωμάτων σε μαυσωλεία, ζντανοφισμοί, λυνσεκισμοί, «αποσταλινοποιήσεις», «περεστρόικες», «αποκαταστάσεις» και άλλα συναφή) θα μπορούσαν να συνθέτουν μια ανεπανάληπτη «όπερα μπούφα», εάν δεν έσταζαν αίμα.
Ατυχώς, σε τέτοιες περιπτώσεις, χάνεται πάντοτε η αφρόκρεμα και επιζούν πάντοτε οι μπούφοι. Με αποτέλεσμα οι επίγονοι να στερούνται την «όπερα μπούφα» στη σκηνή και να υφίστανται τους μπούφους στη ζωή.
Υστερόγραφο 2
Κουβαλώντας δια βίου στην πλάτη το «ηρωικό πτώμα» του πατέρα μου που ήταν γιατρός στον «ΕΛΑΣ» και τον «ΔΣΕ» και εκτελέστηκε με απόφαση στρατοδικείου στις 20/7/1947 σε ηλικία 34 ετών, νομιμοποιούμαι να απευθύνω δημόσια δυό ερωτήσεις στους ντόπιους διαχειριστές του σταλινισμού:
1. Υπάρχει έστω και ένα μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ που να έχασε τη ζωή του στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου από τον «ταξικό εχθρό» και όχι από το δολοφονικό χέρι των «συντρόφων» του;
2. Πως εξηγείται το γεγονός ότι ενώ η εμφύλια σύγκρουση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη (1946-1947) και οι απλοί αντάρτες σκοτώνονταν στο βουνό, το νεο-αναλφάβητο ιερατείο που καθοδηγούσε το «κίνημα» απολάμβανε τη νομιμότητα στο... κοσμικό ζαχαροπλαστείο «Ζώναρς» (γιατί δεν πρέπει να λησμονείται ότι το ΚΚΕ και ο «Ριζοσπάστης» του τέθηκαν εκτός νόμου στις 24 Δεκέμβριο του... 1947);