Εγγραφή στο Newsletter - Μην εμπιστεύεστε τα Social Media!

Κλεάνθης Γρίβας

ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΑ

Από την «ελευθερία του κράτους» στην «ανελευθερία της κοινωνίας»

(1986)

(δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Θεσσαλονίκη» στις 8 Δεκεμβρίου 1986

περιλαμβάνεται στο Κλεάνθης Γρίβας «Η Εξουσία της Βίας», Ιανός, 1987)

Η καθολική ποινικοποίηση είναι η μόνη δυνατή απάντηση της κρατικής εξουσίας στα προβλήματα που απορρέουν από την κρίση που διαπερνά όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής.

Το κράτος, προκειμένου να χειραγωγήσει τη βία (που το ίδιο εμπεριέχει, εκφράζει και αναπαράγει διαρκώς) ενδυναμώνει ασταμάτητα τις διωκτικές και ποινικές αρμοδιότητες των κατασταλτικών θεσμών του και σταδιακά «τείνει να μεταβάλλει την κοινωνία σ’ ένα τεράστιο και τερατώδη μηχανισμό ταξινόμησης και παραγωγής κατηγορητηρίων, ποινικών μητρώων και νομικο-κοινωνικών status - όπως σεσημασμένος, υπότροπος, καθ’ έξη κακοποιός, επικίνδυνο στοιχείο, κλπ.» (Λ. Φεραγιόλι).

Ο εφιάλτης της καθολικής ποινικοποίησης της κοινωνίας και ο θρίαμβος του ποινικού κράτους που ευαγγελίζεται η εξουσία, αποτελεί μια εν διαμορφώσει καθημερινή πραγματικότητα απέναντι στην οποία η κοινωνία μπορεί και πρέπει να αμυνθεί όσο υπάρχει ακόμα καιρός.

Η βία αποτελεί οργανικό στοιχείο των ανθρώπινων σχέσεων στο πλαίσιο κάθε κοινωνικού σχηματισμού, ο οποίος στηρίζεται στη θεσμοποίηση της ιδιοκτησίας και της εξουσίας, και ο οποίος, κατά συνέπεια, παράγει (και παράγεται από) μια θεμελιώδη αντίθεση ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία (και παράγεται απ’ αυτή).

Στα πλαίσια κάθε ανταγωνιστικής κοινωνίας, η βία εκδηλώνεται:

είτε με μορφές «έλλογες», οι οποίες

- μονοπωλούνται από την κρατική εξουσία και τους διάφορους επί μέρους εξουσιαστικούς θεσμούς,

- επιβάλλονται ως βασικός ρυθμιστικός παράγοντας της κοινωνικής συμβίωσης, και

- καλύπτονται με τον μανδύα της νομιμότητας,

 

είτε με μορφές «άλογες», οι οποίες

- αποδίδονται σε κάποια «ιδιότυπα», ασαφή και απροσδιόριστα στοιχεία της συμπεριφοράς των ατόμων,

- ενοχοποιούνται ως παράγοντες κοινωνικής αποσταθεροποίησης και

- εκτοπίζονται στο χώρο του περιθωρίου ή της παρανομίας.

Αυτή η τυπική διάκριση μεταξύ «έλλογης» ή «νόμιμης» και άλογης ή παράνομης βίας τείνει να συγκαλύψει την πραγματική φύση των διαφόρων εκδηλώσεων της βίας ως προϊόν μία επιθετικότητας που σε ότι αφορά τις θετικές ή δημιουργικές εκφράσεις της έχει βιολογική καταγωγή, ενώ σ’ ότι αφορά τις αρνητικές ή καταστρεπτικές εκδηλώσεις της έχει κοινωνική προέλευση.

Για τη συγκάλυψη αυτής της διαπίστωσης και την αποφυγή των εκρηκτικών συνεπειών που συνεπάγεται η αποδοχή της (γιατί, αντιστρέφοντας τους όρους απενοχοποιεί σ’ ένα μεγάλο βαθμό το άτομο και ενοχοποιεί την εξουσία), μέσα σε μια μακραίωνη διαδικασία έχει παραχθεί μια σωρεία ιδεολογημάτων που κατά περιόδους επιβάλλονταν σαν αυταπόδεικτες επιστημονικές «αλήθειες».

Όμως, οι σύγχρονες κοινωνιολογικές, εθνολογικές, ηθολογικές και νευροφυσιολογικές έρευνες διέλυσαν το μύθο της καταστρεπτικής επιθετικότητας που είναι δήθεν άρρηκτα συνδεδεμένη με την «ανθρώπινη φύση» οφειλόμενη σε κάποιο ακαθόριστο «γενετικό προγραμματισμό».

Η σύγχρονη διεπιστημονική προσέγγιση του προβλήματος δείχνει ότι υπάρχει μόνο μια γενετικά προγραμματισμένη επιθετικότητα που είναι κοινή στον άνθρωπο και τα ζώα. Πρόκειται για την επιθετικότητα που συγκροτείται από 4 βασικές παρορμήσεις οι οποίες εξυπηρετούν την επιβίωση του ατόμου και του είδους (τροφή, συνουσία, πάλη, φυγή) και σαν τέτοια έχει θετικό, αμυντικό και επιβιωτικό χαρακτήρα (Mc Lean, Head, Papez, κ.ά.).

● Αυτή η θετική, αμυντικο-επιβιωτική, επιθετικότητα:

- είναι γενετικά προγραμματισμένη,

- είναι κοινή στον άνθρωπο και τα ζώα,

- εξυπηρετεί ένα σαφή σκοπό (την επιβίωση),

- εκδηλώνεται μόνο όταν και για όσο υφίσταται κάποια απειλή, και

- δεν είναι κοινωνικά μεταπλάσιμη.


● Αντίθετα, η αρνητική καταστρεπτική επιθετικότητα:

- δεν είναι γενετικά προγραμματισμένη,

- δεν είναι κοινή στον άνθρωπο στον άνθρωπο και τα ζώα,

- δεν εξυπηρετεί ένα σαφή σκοπό,

- δεν εκδηλώνεται σε συνάρτηση με κάποια απειλή, και

- είναι κοινωνικά μεταπλάσιμη.


Κατά συνέπεια, είναι εύλογο το συμπέρασμα:

 

(α) ότι η μόνη μορφή επιθετικότητας που είναι χειραγώγιμη και εκμεταλλεύσιμη σ’ ένα ορισμένο κοινωνικό πλαίσιο, είναι η κοινωνικά προσδιορισμένη αρνητική επιθετικότητα, και

(β) ότι η διαδικασία παραγωγής, οι μορφές εκδήλωσης και ο τρόπος χειραγώγησης και εκμετάλλευσής της, εξαρτώνται απολύτως από το είδος, τη δομή, τον προσανατολισμό και τους στόχους του δικτύου των εξουσιαστικών σχέσεων στα πλαίσια στα οποία εμφανίζεται

(πράγμα που ερμηνεύει αφενός την τεράστια ποικιλία των εκδηλώσεων της «έλλογης» και «άλογης» βίας που κυριαρχούν σε κάθε ιστορική περίοδο στους διαφόρους τύπους ανταγωνιστικών κοινωνιών και αφετέρου το μεγάλο φάσμα των τρόπων εκμετάλλευσης και καταστολής τους που επιλέγει καθεμιά απ’ αυτές τις κοινωνίες).

 

Ο άνθρωπος είναι συνιστώσα και, συγχρόνως, συνισταμένη των κοινωνικών του σχέσεων, και ως τέτοιος είναι υποκείμενο δύο αναγκών (οι οποίες συγκροτούν τη βασική ψυχοκοινωνική του υπόσταση): της ανάγκης να επιβεβαιώνει και της ανάγκης να υπερβαίνει τον εαυτό του διαρκώς.

● Η ανάγκη της αυτοεπιβεβαίωσης ικανοποιείται με τον αυτοπρο- σδιορισμό, την επίγνωση και την υπεράσπιση των ατομικών ορίων, ενώ

● Η ανάγκη της αυτοϋπέρβασης ικανοποιείται με τη διάχυση και τη σύνδεσή του με τους ομοίους του, δηλαδή μέσω του ξεπεράσματος των ατομικών του ορίων (Α. Καίσλερ).

 

Ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται μια ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο φαινομενικά αντιφατικές τάσεις (ισορροπία, που είναι βασική προ- ϋπόθεση της ύπαρξης κάθε ανθρώπινης κοινωνίας) εξαρτάται άμεσα από το χαρακτήρα της κοινωνικής συγκρότησης.

● Στις συνεργατικές μη-ανταγωνιστικές κοινωνίες (στις οποίες δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία και εξουσία) αυτή η ισορροπία επιτυγχάνεται μέσω αυτορυθμιζόμενων κοινωνικών διαδικασιών που είναι προϊόντα των λειτουργικών αναγκών της κοινωνίας και, ως τέτοια, τείνουν στην ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών των μελών της. Αντίθετα,

● Στις εξουσιαστικές-ανταγωνιστικές κοινωνίες (οι οποίες εδράζονται στη θεσμοποίηση της ιδιοκτησίας και της εξουσίας), αυτή η ισορροπία επι- τυγχάνεται μέσω καταναγκαστικών κοινωνικών διαδικασιών, οι οποίες είναι προϊόντα της ανάγκης να συντηρείται και να αναπαράγεται διαρκώς η υφιστάμενη εξουσιαστική δομή της κοινωνίας, και, ως τέτοια, πυροδοτούν μια ατελείωτη σειρά εκδηλώσεων «έλλογης» και «άλογης» βίας, ανεξάρτητα από το επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης της κοινωνίας.

Κι αυτή ακριβώς η κεφαλαιώδους σημασίας διαπίστωση είναι που συγκαλύπτεται συνεχώς και με κάθε δυνατό τρόπο από την εξουσία, γιατί «αν υπήρξε έστω και μια φτωχή κοινωνία χωρίς ιεραρχία, κονιορτοποιείται η ιδέα ότι η ιεραρχία είναι αποτέλεσμα ανάγκης - και τέτοια κοινωνία υπήρξε. Κaι αν υπήρξε έστω και μια φτωχή ιεραρχική κοινωνία όπου αμφισβητήθηκε η ιεραρχία, κονιορτοποιείται η ιδέα ότι η αμφισβήτηση της ιεραρχίας προϋποθέτει ένα επίπεδο πλούτου - και τέτοια κοινωνία υπήρξε» (Κ. Καστοριάδης).

Από την καταβολή των ιστορικών κοινωνιών μέχρι σήμερα, όλοι οι εξουσιαστικοί κοινωνικοί σχηματισμοί πρόσφεραν μόνο μια διέξοδο στην τάση του ατόμου να υπερβαίνει τον εαυτό του και να αισθάνεται μέλος μιας πλατύτερης ενότητας που ξεπερνάει τα όρια της ύπαρξής του: την ταύτισή του με μια εξουσιαστική (και, κατά συνέπεια, αλλοτριωτική) «συλλογικότητα», όπως η φυλή, το κράτος, το έθνος, η εκκλησία, το κόμμα η όποια άλλη παρεμφερής συγκρότηση, η οποία ενσωματώνει το άτομο σ’ ένα ομαδοποιητικό θεσμό.

Μέσα από τη διαδικασία της ταύτισης του ατόμου με την ομάδα «του»,

▪ Ικανοποιείται η ψυχο-κοινωνική του ανάγκη να «ανήκει» κάπου.

▪ Υποβαθμίζεται η αίσθηση της μοναχικότητας της ύπαρξής του και η ανασφάλεια που απορρέει απ’ αυτή, ενώ ταυτόχρονα

▪ Εξαλείφεται η αίσθηση της ατομικότητας και της μοναδικότητάς του,

▪ Αποδυναμώνονται οι λειτουργίες του Εγώ (οι οποίες είναι συνδεδεμένες μ’ αυτή την αίσθηση) και

▪ Ενδυναμώνονται, αντίστοιχα, οι λειτουργίες του Εμείς,

με αποτέλεσμα να αποσυντίθεται (μερικά ή ολικά) η προσωπική του ταυτότητα και να αντικαθίσταται από μια ομαδική - μαζική ταυτότητα.

Σαν συνέπεια αυτών των διαφοροποιήσεων,

αναστέλλεται η λειτουργία των ψυχολογικών βαλβίδων ασφαλείας που είναι συνδυασμένες με την αίσθηση της ατομικότητας, τις λειτουργίες του Εγώ και την προσωπική ταυτότητα, και (εξαιτίας αυτής της αναστολής),

εξουδετερώνεται η λειτουργία των βιολογικών ασφαλιστικών δικλείδων, που ενεργοποιούνται αυτόματα κάθε φορά που η επιθετικότητα τείνει να ξεπεράσει τα αμυντικο-επιβιωτικά όριά της, και πυροδοτούν τη λειτουργία ορισμένων μηχανισμών, οι οποίοι δρουν ανασταλτικά στην εκδήλωσης της καταστρεπτικής επιθετικότητας, με αποτέλεσμα να αποτρέπεται ο αφανισμός του ομοειδούς.

Κι αυτό ισχύει σε όλη τη βιολογική κλίμακα με μοναδική εξαίρεση την εξελικτική «κορυφή» της (τον άνθρωπο), στον οποίο με κατάλληλη κοινωνική χειραγώγηση μπορεί να αναστέλλεται η λειτουργία των αυτορρυθμιζόμενων προστατευτικών μηχανισμών, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να καθίσταται (μόνο αυτός ανάμεσα σ’ όλα τα άλλα ζώα) ικανός να εξοντώνει, όχι μόνο ατομικά αλλά και μαζικά τους ομοειδείς του.

Σαν αποτέλεσμα αυτών των κοινωνικά προσδιορισμένων, ψυχολογικών και βιολογικών διαφοροποιήσεων που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του ανθρώπου, αίρεται κάθε αίσθημα προσωπικής ευθύνης, το άτομο καθίσταται αδιάφορο για τις πράξεις του και τις συνέπειές τους και λειτουργεί σαν «νευρόσπαστο» κάτω από την επίδραση της ομάδας «του».

Έτσι ο άνθρωπος που ως άτομο που δεν είναι φονιάς (παρά σπανίως), ταυτιζόμενος με την ομάδα, μεταμορφώνεται σε φονιά, πράγμα που αποδεικνύεται -εκτός των άλλων και- από το γεγονός ότι ακόμα και στα πλαίσια των εξουσιαστικών κοινωνιών, «το ατομικό έγκλημα αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό των μαζικών εγκλημάτων της ιστορίας» (Α. Καίσλερ).

Μ’ άλλα λόγια, μέσα από μια καταναγκαστικά επιβαλλόμενη διαδικασία που εξυπηρετεί μόνο τη συντήρηση και τη διευρυμένη αναπαραγωγή του υφιστάμενου πλέγματος των εξουσιαστικών σχέσεων, εκμηδενίζεται σκοπίμως κάθε δυνατότητα για εναρμόνιση των αυτο-υπερβατικών και αυτο-επιβεβαιωτικών τάσεων των ατόμων και επιβάλλεται ως μοναδική διέξοδος η ικανοποίηση των αυτο-υπερβατικών τάσεων και η εκμηδένιση των αυτο-επιβεβαιωτικών τάσεών τους, πράγμα που αποτελεί εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για την συγκρότηση, την ύπαρξη και την αυτοεπι-  βεβαίωσης της ομάδας.

Έτσι, με την εξουσιαστική παρέμβαση, θρυμματίζεται η ενότητα μεταξύ της ανάγκης του ατόμου για αυτο-πραγμάτωση και αυτο-υπέρβαση ταυτοχρόνως, εγκαθίσταται μια αγεφύρωτη αντίθεση ανάμεσα σε αυτές τις δύο ανάγκες (αντίθεση που αναλαμβάνει να επικαλύψει η ιδεολογία) και διαμορφώνονται οι αναγκαίες προϋποθέσεις μιας καταστρεπτικής επιθετικής συμπεριφοράς που εκφράζεται με μια μεγάλη ποικιλία εκδηλώσεων, οι οποίες διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία και από ιστορική εποχή σε ιστορική εποχή.

Εύλογο λοιπόν το συμπέρασμα ότι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η περιστολή της καταστρεπτικής επιθετικότητας αναγκαία προϋποθέτει τον όσο το δυνατό πιο αποτελεσματικό έλεγχο της κρατικής εξουσίας από την κοινωνία. πράγμα που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την εξελίξει σήμερα διαδικασία επιβολής ενός ολοκληρωτικού ελέγχου της κοινωνίας από την κρατική εξουσία.

Αυτό σημαίνει πως για όσο καιρό κάτι τέτοιο δεν θα είναι δυνατό, η βία των διαφόρων εκδηλώσεων της καταστρεπτικής επιθετικότητας όλο και θα επιτείνεται, και θα προβάλλεται ως «δικαιολογία» για μια διαρκώς εντεινόμενη καταστολή, η οποία μέσα από ένα δρόμο σπαρμένο με τα «πτώματα» των πολιτικών μας δικαιωμάτων και ελευθεριών, οδηγεί με σιγουριά στην εγκαθίδρυση ενός καθολικά ποινικού κράτους.

 

Pin It