Κλεάνθης Γρίβας
«ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ» ΚΑΙ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ
Το εξωτερικό χρέος πηδάει σαν άλτης επί κοντώ. Το κόστος ζωής τείνει να συνθλίψει ακόμη και τους αρσιβαρίστες. Η παιδεία αναπροσανατολίζεται προς την «παραγωγή δεκαθλητών» των γενεών των 400 ευρώ. Η «κουλτούρα» του μπότοξ και του λάιφ στάιλ, ενισχυμένη από την «αισθητική» (μπούτι-στήθος) και την «ηθική» των Μέσων Μαζικής Αποβλάκωσης, επιτίθεται από παντού.
Η διάλυση της κοινωνικής συνοχής αποφασίζεται από υπερεθνικά κέντρα, εφαρμόζεται με υπουργικές αποφάσεις και αντιμετωπίζεται με «συναγερμούς» που αυτοακυρώνονται. Οι βασικές πηγές της ζωής (αέρας, νερό, τροφή) συνεχώς μολύνονται και η αρρώστια ανάγεται σε κοινή μοίρα. Τα ασφαλιστικά ταμεία (τίνος;) τινάζονται στον αέρα. Στην τηλεόραση, κάθε αρσενικός ή θηλυκός ημι-ηλίθιος Ε-πλην, γυμνός ή ημίγυμνος, φτύνει τη νοημοσύνη και την αξιοπρέπειά μας. Και ορδές αλητών επιδίδονται σε ένα ανθρωποκυνηγητό για την επιβολή της τάξης όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από τα ξυρισμένα και κενά κρανία τους, μιμούμενοι τα αποτρόπαια αντίστοιχά τους της σκοτεινής Ευρώπης του μεσοπόλεμου.
Σε μια τέτοια κατάσταση το ζήτημα είναι ποιος θ' ανάψει το σπίρτο. Η Ελλάδα χρεοκοπεί ως δίκτυο ανθρώπων, ως σύνολο σχέσεων και ως κοινωνική, πολιτική και γεωγραφική ενότητα, μέσα στην εκκωφαντική σιωπή της έλλειψης κάθε επιβιωτικής αντίδρασης. Η Ελλάδα χρεοκοπεί σε όλες της τις συνιστώσες πλήν μιας: Δοξάζεται μόνο στα γήπεδα, «ατιμασμένη και εγκαταλειμμένη» στα χέρια μιας ομάδας ποδο- ή χειρο-σφαιριστών, που την διεκδικεί όλος ο πολιτικός κόσμος.
Στη βουλή, θριαμβεύει ένας ιδιότυπος θίασος ποικιλιών που διαχειρίζεται την εξουσία και τα εξοργιστικά προνόμια από τη νομή της. Η «πολιτική» εξαντλείται στο θέαμα. Οι «εθνοπατέρες» μεταφέρουν στα βουλευτικά τους έδρανα γλώσσα και συμπεριφορές κερκίδας (και αντιστρόφως). Ο «αγωνιστικός χώρος» υποκαθιστά τον κοινοβουλευτικό. Οι βουλευτές μεταμορφώνονται σε αφασικούς θεατές και η βουλή σε γήπεδο.
Με μοναδικό σημείο «σύμπτωσης» και συγχρόνως σύμπτωμα της αρρώστιας τους, το σύνθημα «κάθε γειτονιά και γήπεδο», όλοι οι διαχειριστές της εξουσίας («συντηρητικοί» και «προοδευτικοί»), ξορκίζουν την απέχθειά τους σε κάθε διεκδίκηση του τύπου «κάθε γειτονιά και βουλή», γιατί είναι αυτονόητο πως κάτι τέτοιο θα αποκάλυπτε τον παρασιτικό χαρακτήρα και το αχρείαστο της άχρηστης ύπαρξης τους. Η εξουσία είναι δυνατό να εξαναγκαστεί σε περιορισμούς, υποχωρήσεις ή περιστολές της αυθαιρεσίας της, αλλά ποτέ δεν αυτοαναιρείται.
Η ανάπτυξη της αξιολογικής κρίσης ως δομικό στοιχείο της ιδιότητας του πολίτη ξορκίζεται συνεχώς και με κάθε δυνατό τρόπο από εκείνους που δεν επιθυμούν να διαλέγονται με πολίτες αλλά να διαχειρίζονται υπηκόους. Γι' αυτό και οι διαχειριστές της εξουσίας απευθύνονται πάντοτε στα «πόδια» και όχι στα κεφάλια της ανθρωπόμαζας που διαφεντεύουν. Τουτέστιν, στα υποφλοιώδη κέντρα και όχι στο μετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου των υπηκόων τους. Γιατί η πυροδότηση των ενστίκτων είναι απείρως ευκολότερη και πολλαπλώς συμφερότερη από την ενεργοποίηση της λογικής.
Εξ' ου και ο θρίαμβος των κερκίδων, στις οποίες συνωθείται και τις οποίες αντιγράφει σύμπασα η «συμπολίτευση» και η «αντιπολίτευση», σε μια κατάσταση σπάνιας σύμπνοιας, από την οποία συνάγεται το μέγιστο «πολιτικό» μάθημα του καιρού μας ότι η Ελλάδα ζει, ανασαίνει και κυβερνιέται στα γήπεδα και από τα γήπεδα (και στα και από τα κάθε είδους και επιπέδου «σκυλάδικα»). Κι αυτό εξηγεί επαρκώς την κατάστασή της. Η εξουσία δεν βρίσκεται στους δρόμους αλλά στις κερκίδες. Η Εξουσία και Κολοσσαίο ήταν πάντοτε έννοιες αλληλοπροσδιοριζόμενες και αλληλοσυμπληρούμενες.
Οι εξουσιοφρενείς ανθρωποβοσκοί έχουν συμφέρον από τη μεθοδική παραγωγή χειραγώγιμων μαζανθρώπων. Και οι «αθλητικοί χώροι» είναι ιδεώδη εκτροφεία γι' αυτό το είδος των ανθρωποειδών.
Οι εξουσίες περιβάλλουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τον «αθλητισμό», γιατί εκεί επιτελούν μια διαρκή τερατογένεση μέσω της δημιουργίας του αθλητή-τέρατος και του θεατή-τέρατος που αυτοκαταναλώνονται στο βωμό του θεάματος.
Ο μαζάνθρωπος αυτοκαταναλώνεται και καταναλώνει άλλους μέσω μιας εξοντωτικής ανταγωνιστικότητας. Αδυνατεί να πάρει μέρος στο παιχνίδι, γιατί το παιχνίδι προϋποθέτει την προσωπική συμμετοχή και στερείται οποιουδήποτε σκοπού πλην του προσπορισμού της χαράς. Δεν μπορεί να συμμετέχει ούτε να χαίρεται πραγματικά και, συνεπώς, δεν μπορεί να παίζει. Μπορεί μόνο να συμμετέχει στη διαδικασία της παραγωγής και της κατανάλωσης του θεάματος σαν ηδονοβλεψίας. Κι επειδή δεν μπορεί να παίζει, δεν ξέρει ούτε να κερδίζει, ούτε να χάνει. Όταν «χάνει» καταλαμβάνεται από τυφλά επιθετική απελπισία, και όταν «κερδίζει», παραφρονεί προς τέρψη της εξουσίας η οποία χειρίζεται και την απελπισία και την παραφροσύνη του.
Οι συνεχώς πιο μαζικές «αθλητικές» φιέστες που οργανώνει καθημερινά η εξουσία, αποδεικνύουν ότι το Παιχνίδι έχει σχεδόν χαθεί. Από το Κολοσσαίο μέχρι την Ολυμπιάδα του 1936 και από τα γήπεδα της Λατινικής Αμερικής μέχρι τα στάδια της Μόσχας και του Πεκίνου, το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου έχει διανυθεί.