Μακεδονικό: Μύθοι και Πραγματικότητα
Δρ. Χρήστος Μπαξεβάνης
Διεθνολόγος, Ειδικός Εμπειρογνώμων στην Ε.Ε.
Στο Συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών τον Απρίλιο του 1992 η Ελλάδα διαμόρφωσε μια εντελώς μαξιμαλιστική και άκαμπτη θέση με τον ανέφικτο στόχο «καμία ονομασία που να περιλαμβάνει τη λέξη Μακεδονία ή παραγωγό της». Φοβισμένο (σύσσωμο) το πολιτικό σύστημα της χώρας παραδόθηκε σε ένα σύνολο εθνικιστών διεθνολόγων, δημοσιογράφων, εκκλησιαστικών και παραεκκλησιαστικών κύκλων, ακύρωσε κάθε προοπτική λογικής προσέγγισης και επίλυσης του ζητήματος (απόρριψη του «Πακέτο Πινέιρο»), δαπάνησε άπειρη διπλωματική ενέργεια, χωρίς κανένα αποτέλεσμα, και τελικώς αμήχανα παρακολουθούσε την βροχή αναγνωρίσεων της γείτονος χώρας με το Συνταγματικό της όνομα (Δημοκρατία της Μακεδονίας), φυσικό επακόλουθο του αδιεξόδου που εμείς προκαλέσαμε.
Το πλαίσιο, ωστόσο, που ανακοινώθηκε μετά τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών τον Απρίλιο του 1992 έχει προ πολλού αντικατασταθεί από την ενιαία εθνική θέση που διαμορφώθηκε μετά το 1993 (σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων) και διατυπώθηκε κατ’ επανάληψη με τις προγραμματικές δηλώσεις των κυβερνήσεων που ακολούθησαν καθώς και με αλλεπάλληλες σχετικές δηλώσεις των Ελλήνων πρωθυπουργών και υπουργών εξωτερικών και των κομμάτων του δημοκρατικού φάσματος (από την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 μέχρι το βέτο στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008). Δεν βρισκόμαστε στο 1992 (ευτυχώς) και για αυτό καλό θα ήταν ορισμένοι να συντονίσουν τα προσωπικά και πολιτικά τους ρολόγια.
Σήμερα, το ζήτημα επανέρχεται και ζητά την οριστική επίλυσή του. Η Κυβέρνηση οφείλει να φέρει μια και ενιαία πρόταση, απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγκαία διαμόρφωση συναίνεσης και στήριξης από το μεγαλύτερο δυνατό φάσμα των πολιτικών δυνάμεων της Χώρας, ενώ η Αντιπολίτευση (μείζων και ελάσσων) οφείλει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να τοποθετηθεί μακράν από συναισθηματικές δεσμεύσεις και πέρα από κομματικές ή ιδεολογικές διαφοροποιήσεις.
Σε ένα θέμα που εκκρεμεί εδώ και 25 χρόνια κανένας δεν δικαιούται να κρύβεται και να λειτουργεί με μικροκομματική σκοπιμότητα. Η στάση όλων μας θα καταγραφεί στην ιστορία και φυσικά θα κριθεί από αυτήν. Το μόνο πάντως που σίγουρα δεν χρειάζεται η (Βόρειος) Ελλάδα είναι Νεο-Μακεδονομάχους χωρίς αιτία και «επαγγελματίες πατριώτες» που εκμεταλλευόμενοι τα συναισθήματα του λαού καλούν σε ανέξοδα συλλαλητήρια που δίνουν επιχειρήματα επιβίωσης στον εθνολαϊκισμό και αναπαράγουν μια ρητορική μίσους και διχασμού.
Πίσω από το ονοματολογικό υπάρχει ένα (και μόνο) ουσιαστικό ερώτημα: την εθνική μας πολιτική για την ασφάλεια εξυπηρετεί καλύτερα η ύπαρξη ενός κράτους σταθερού και αξιόπιστου στα βόρεια σύνορά μας που να μετέχει στους Διεθνείς Οργανισμούς ή ενός κράτους ευάλωτου σε κάθε πίεση (ή προστασία) και εύκολο στόχο οποιουδήποτε ιδεολογήματος («Μεγάλη Αλβανία», «Μεγάλη Βουλγαρία», «μουσουλμανικό τόξο»). Αυτή τη φορά ας μην επιλέξουμε τα (εύκολα) παρηγορητικά ψέματα και τις εθνικές ψευδαισθήσεις. Ας κοιταχτούμε όλοι στον εθνικό μας καθρέπτη και ας απαντήσουμε με ειλικρίνεια και ωριμότητα. Εξάλλου, «Εθνικόν το Αληθές» (Δ. Σολωμός).
Υ.Γ. Η ιστορία, που γράφεται άπαξ, έχει αποφανθεί υπέρ της ελληνικότητας της Μακεδονίας. Αλλά, γεωγραφικά ο όρος Μακεδονία αναφέρεται σε μια ευρύτερη περιοχή που εκτείνεται στο σημερινό έδαφος διαφόρων βαλκανικών χωρών, με το μεγαλύτερο τμήμα της να βρίσκεται στην Ελλάδα και άλλα μικρότερα τμήματά της στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, τη Βουλγαρία και την Αλβανία. Σε κάθε περίπτωση, η εμπειρία έχει δείξει ότι στις διεθνείς σχέσεις τον τελικό (αν όχι και τον πρώτο) λόγο έχει η γεωπολιτική και όχι η Ιστορία.
Με βάση αυτή τη διαπίστωση, θα πρέπει να αναζητηθεί μια κοινά αποδεκτή λύση, όπου το ονοματολογικό δεν είναι (το μόνο) κρίσιμο ζήτημα, όσο οι λεπτομέρειες (όπου συνήθως βρίσκεται ο διάβολος) σε επιμέρους κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι η συνταγματική κατοχύρωση του ονόματος της γείτονας Χώρας, η χρήση του έναντι όλων (erga omnes), το πώς θα χαρακτηριστεί η εθνικότητα και η γλώσσα του λαού της FYROM, καθώς και η ονομασία προέλευσης των προϊόντων του εν λόγω Κράτους.
Τέλος, ας έχουμε πάντα υπόψη τον βασικό κανόνα της διεθνούς διπλωματίας, σύμφωνα με τον οποίο, η απόρριψη μιας πρότασης για επίλυση ενός προβλήματος, οδηγεί (σχεδόν πάντα) σε μια νέα πρόταση χειρότερη της προηγούμενης.