Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 1990
Το υψηλό ποσοστό αποτυχίας και το τεράστιο οικονομικό κόστος των προγραμμάτων των Κοινοτήτων «Απεξάρτησης» των εξαρτημένων από ηρωίνη, προσανατόλισαν πολλούς επιστήμονες και κρατικούς οργανισμούς να επεξεργαστούν και να προτείνουν ορισμένα βιολογικά μοντέλα «θεραπείας» της εξάρτησης.
Σύμφωνα με τις σχετικές έρευνες, το ποσοστό υποτροπής ανάμεσα στους «απόφοιτους» αυτών των Κοινοτήτων ξεπερνούσε το 90 % , ενώ το κόστος λειτουργίας τους αυξάνεται αλματωδώς:
Ο προϋπολογισμός της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης των ΗΠΑ για τις υπηρεσίες αποτοξίνωσης αυτού του είδους, από 18 εκατ. δολάρια το 1968 αυξήθηκε σε 350 εκατ. δολάρια το 1977, και ξεπέρασε το 1 δίσεκατομμύρια. το 1987 (χωρίς να συνυπολογίζονται τα κονδύλια που διατίθενται γι' αυτό το σκοπό από τους προϋπολογισμούς των Πολιτειών και των Δήμων).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, εφαρμόζονταν 183 προγράμματα αποτοξίνωσης σε 41 πολιτείες των ΗΠΑ, που περιλάμβαναν προγράμματα αναγκαστικής αποτοξίνωσης, προγράμματα χορήγησης μεθαδόνης, θεραπευτικές κοινότητες τύπου Synanon και άλλες κοινότητες διαφόρων τύπων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, στις ΗΠΑ υπήρχαν 4.000 κέντρα αποτοξίνωσης με δυνατότητα κάλυψης 250.000 θέσεων. [Βλ. (α) Μ. Rosenthal: «A Three-year report», στο Phoenix House, σ. 5 (Ν.Υ., Phoenix House Foundation, 1970. (β) Narcotics Register: Statistical Report, (Ν.Υ., New York Addictions Services Agency, 1974)].
Μέχρι σήμερα (1990) έχουν προταθεί πέντε βιολογικά μοντέλα για τη «θεραπεία» της εξάρτησης από τα οπιούχα (ηρωίνη), από τα οποία τα δύο (η χορήγηση υποκατάστατων -όπως η μεθαδόνη- και η χορήγηση ανταγωνιστών των οπιούχων) είναι σε χρήση, ενώ τα άλλα τρία βρίσκονται σε διάφορα στάδια θεωρητικής και πειραματικής επεξεργασίας.
[S. Szara & W. Bunney: «Recent research on opiate addiction: Review of a national program», στο S. Fischer & Α. Freedman, eds., Opiate Addiction: Origins and Treatment (Washington, Winston & Sons, 1973)]
Η μεθαδόνη είναι ένα συνθετικό ναρκωτικό που παρασκευάστηκε από Γερμανούς χημικούς, κατά τη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου, λίγο μετά τη σύνθεση της πεθιδίνης (ή μεπεριδίνη). Από χημική άποψη διαφέρει από τα ημισυνθετικά παράγωγα του οπίου (μορφίνη, ηρωίνη), αλλά έχει παρεμφερή δράση μ' αυτά.
Απ' αφορμή το γεγονός ότι (σ' αντίθεση με τη μορφίνη και την ηρωίνη που έχουν βραχεία δράση) η Μεθαδόνη είναι οπιοειδές μακράς δράσης, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατό τους σε άτομα εξαρτημένα από την ηρωίνη.
Το 1964, οι V. Dole και M. Nyswander πρωτοχρησιμοποίησαν τη μεθαδόνη για την αντιμετώπιση ενηλίκων ηρωινομανών που νοσηλεύονταν στο Rockeffeler University Hospital, βασιζόμενοι στην υπόθεση ότι ο ηρωινοεξαρτημένος θα είναι σε θέση να λειτουργεί φυσιολογικά, εάν ικανοποιηθεί η οργανική ανάγκη του γι' αυτή την ουσία με καθημερινής δόσεις ηρωίνης ή ενός υποκατάστατού της. Και όπως ανακοίνωσαν μετά τον πρώτο κύκλο των δοκιμών τους:
«Πρακτικά, όλοι οι ασθενείς που έπαιρναν δόσεις συντήρησης, είχαν φυσιολογική εμφάνιση και ήταν σε θέση να παρακολουθούν σπουδές, να κάνουν κοινωνικές σχέσεις και να εργάζονται μ' επιτυχία».
[V. Dole & M. Nyswander: «A Medical Treatment for Heroin Addiction: A clinical trial with methadone hydrochloride», JAMA, 193:646, 1965, και « The Use of methadone for narcotic blockade», Br. J. Addict., 63:55, 1968].
Λόγω της μακράς δράσης της, τα αποτελέσματα της Μεθαδόνης όταν παίρνεται από το στόμα, εμφανίζονται γρήγορα και απαλείφονται με αργό ρυθμό, πράγμα που επιτρέπει τη χορήγησή της μια φορά το 24ωρο.
«Επειδή δεν υπάρχουν απότομες μεταβολές, η συμπεριφορά του ατόμου μοιάζει φυσιολογική' ακόμη κι ένας έμπειρος παρατηρητής δεν μπορεί να καταλάβει τον άνθρωπο που συντηρείται με μεθαδόνη». [J. Jaffe, R. Peterson και R. Hodgson: Ναρκωτικά, Τσιγάρο, Αλκοολ», (Αθήνα, Ψυχογιός, χχ.), σ. 120]
Ενα τυπικό πρόγραμμα απεξάρτησης με μεθαδόνη σε ειδικά εξουσιοδοτημένες κλινικές, περιλαμβάνει τρεις φάσεις:
● Στην πρώτη φάση, που διαρκεί 2 μήνες, χορηγείται στον εξαρτημένο μία δόση 20-40 mg μεθαδόνης το 24ωρο, από το στόμα.
● Στη δεύτερη φάση, που διαρκεί 9 μήνες, σταθεροποιείται η χορηγούμενη δόση.
● Στην τρίτη φάση, αρχίζει η βαθμιαία μείωση της δόσης στον εξαρτημένο (που επισκέπτεται την κλινική δύο φορές τη βδομάδα).
Κατά κανόνα, αυτά τα προγράμματα συνδυάζονται και με υποστηρικτική ψυχοθεραπεία.
Μια έρευνα μεταξύ 85.000 των εξαρτημένων από ηρωίνη που ακολούθησαν προγράμματα μεθαδόνης στην πόλη της Νέας Υόρκης, έδειξε ότι το ποσοστό «επιτυχίας» ξεπερνούσε το 50 %, με κριτήριο τη δυνατότητα του εξαρτημένου να είναι κοινωνικά βιώσιμος και να μην έχει δοσοληψίες με τα κυκλώματα της μαύρης αγοράς.
[H. Joseph & V. Dole: «Methadone patients on probation and parole», Fed. Probation, 34:42, 1970.]
Όπως, σημειώνεται στην Εκθεση της Επιτροπής για τα ναρκωτικά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1986):
(Παράγραφος 202): «H Μεθαδόνη χρησιμοποιείται σήμερα από πολλά νοσοκομεία για την αποτοξίνωση των εξαρτημένων από ηρωίνη. Ο ασθενής μεταβαίνει από την ηρωίνη στη μεθαδόνη και στη συνέχεια μειώνεται προοδευτικά η δόση της μεθαδόνης (σε ένα διάστημα από δέκα μέρες έως λίγες βδομάδες), μέχρι να μηδενιστεί τελείως. Η αποτοξίνωση με μεθαδόνη θεωρείται από πολλούς επιστήμονες προτιμότερη από την άμεση αποστέρηση της ηρωίνης, γιατί παρόλο που διαρκεί περισσότερο, μειώνει την ταλαιπωρία του ασθενή».
(Παράγραφος 203): «Η μεθαδόνη χρησιμοποιείται επίσης στο πλαίσιο προγράμματος συνεχούς χορηγήσεώς της σε καθημερινή βάση στους εξαρτημένους, και σε πολλές περιπτώσεις είναι σε θέση να τους κρατήσει μακριά από την ηρωίνη τουλάχιστον για όσο διάστημα συνεχίζεται να χορηγείται. Έχει διαπιστωθεί ότι μειώνει την επιθυμία για χρήση της ηρωίνης σε όλους σχεδόν τους εξαρτημένους από ηρωίνη. Κι αυτό γιατί εξουδετερώνει τα αποτελέσματα της ηρωίνης. Εάν η μεθαδόνη χορηγείται σε καθημερινή βάση, τότε η ηρωίνη δεν έχει σχεδόν καμιά επίδραση στον εξαρτημένο, ανεξάρτητα απ' το αν ληφθεί με κάπνισμα ή ένεση».
(Παράγραφος 204): «Έχει διαπιστωθεί ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εξαρτημένων στους οποίους χορηγείται μεθαδόνη σε συνεχή βάση (έστω κι αν πρόκειται για μακροχρόνιους εξαρτημένους με προβλήματα, όπως π.χ. ποινικό παρελθόν ή ασθενική υγεία) είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν από μόνοι τους και να καταστούν νομοταγείς πολίτες. Όταν μ' αυτή τη θεραπεία, ανακουφισθεί η ακατανίκητη επιθυμία του ασθενούς για ηρωίνη, ο άρρωστος είναι σε θέση να επανακτήσει τη φυσική του όρεξη για εργασία και τη διάθεση να προσηλωθεί σε κάτι, πράγμα που αποβαίνει όχι πια σε βάρος αλλά σε όφελος της κοινωνίας. Επίσης έχει διαπιστωθεί ότι οι νοικοκυρές που θεραπεύονται με μεθαδόνη είναι απολύτως ικανές να αναλάβουν τις ενδο-οικιακές τους ασχολίες».
(Παράγραφος 205): «Ένας εξαρτημένος από ηρωίνη χρειάζεται να ξοδεύει κάθε μέρα πάνω από 50 στερλίνες (πάνω από 12 χιλιάδες δρχ.) για την ικανοποίηση της ανάγκης του σε ηρωίνη. Κι αυτό το ποσό μπορεί να εξασφαλισθεί μόνο με την προσφυγή σε εγκληματικές πράξεις. Συγκριτικά, η θεραπεία με τη μεθαδόνη είναι ιδιαίτερα φθηνή: αντιπροσωπεύει δαπάνες νοσοκομείου 10 πένες (25 δρχ) ανά ασθενή κάθε μέρα, κι επιπλέον απ' τη στιγμή που θα σταθεροποιηθεί σε μια κανονική δόση, δεν χρειάζεται να κλιμακωθεί η χορήγησή της. Έχουμε εντυπωσιαστεί από τα προγράμματα χορήγησης μεθαδόνης που υιοθέτησε ο Δήμος του 'Αμστερνταμ διαθέτοντας ακόμη και ειδικά λεωφορεία. Επίσης, έχουμε διαπιστώσει πόσο επιτυχή ήταν τα μακροπρόθεσμα προγράμματα που εφαρμόστηκαν απ' το νοσοκομείο Beth-Israel της Νέας Υόρκης, όπου χορηγείται τακτικά μεθαδόνη σε 7.500 ασθενείς, από τους οποίους το 50% εργάζονται κανονικά, το 25% εργάζονται με πλήρη απασχόληση στο σπίτι, και το υπόλοιπο 25% αποτελείται από ηλικιωμένους και ανέργους. Περισσότερο από το 50% των ατόμων στα οποία χορηγείται μεθαδόνη, βρίσκονται υπό θεραπεία για πάνω από δέκα χρόνια».
(Παράγραφος 205): «Έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι διίστανται οι απόψεις για τη θεραπευτική αγωγή με μεθαδόνη που αποδείχθηκε εξίσου εθιστική με τα άλλα οπιούχα (μορφίνη, ηρωίνη). Πιστεύουμε ότι η μεθαδόνη δεν λύνει το πρόβλημα και μέχρι τώρα απέτυχε να δώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η αρχική πρόθεση των επιστημόνων που τη χρησιμοποίησαν ως θεραπευτικό μέσο, ήταν ν' αποτελέσει υποκατάστατο του ναρκωτικού για μια ορισμένη μεταβατική περίοδο ώστε να καταστεί δυνατό το πέρασμα σ' ένα δεύτερο στάδιο θεραπείας. Ωστόσο κατέληξε να χρησιμοποιείται σαν ένας τρόπος στήριξης των εξαρτημένων».
(Παράγραφος 208): «Από τις έρευνες που έγιναν μέχρι τώρα, δεν απέδωσαν καρπούς οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν για να συνηθίσουν ηρωινομανείς να χρησιμοποιούν μεθαδόνη. Σύμφωνα με τις στατιστικές, αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι περισσότεροι ασθενείς που συμμετείχαν σε προγράμματα μεθαδόνης χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα και άλλες ουσίες, όπως ηρωίνη και βαρβιτουρικά (έρευνα Chambers, Ch 1983) με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί υψηλό ποσοστό θνησιμότητας».
(Παράγραφος 207): «Eπιπλέον η πολιτική αυτή μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκστρατεία κάθε χώρας κατά των ναρκωτικών, στο βαθμό που καταλήγει να παρουσιάζει το κράτος ως προμηθευτή και διανομέα ενός συγκεκριμένου ναρκωτικού».
(Παράγραφοι 209 και 210): «Κατά την άποψή μας, η χρήση της μεθαδόνης δεν μπορεί ν' αποτελέσει πρoτιμητέα μέθοδο θεραπείας», (παρ. 209) αλλά «υπάρχει σαφής αναγνωρισμένη ανάγκη για την αντικατάσταση της μεθαδόνης από άλλες συνθετικές ουσίες που προκαλούν λιγότερο εθισμό».
Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι η Μεθαδόνη δεν αποτελεί μέσο «θεραπείας» για την απεξάρτηση από την ηρωϊνη, αλλά προτείνεται και εφαρμόζεται ως υποκατάστατο της ηρωίνης, πράγμα που επιτρέπει στο χρήστη της:
1. Να είναι κοινωνικά βιώσιμος,
2. Να αποφεύγει τους βιολογικούς κινδύνους που συνεπάγεται η χρήση της νοθευμένης ηρωίνης που κυκλοφορεί στη μαύρη αγορά,
3. Να αποφεύγει τις ποινικές συνέπειες των δοσοληψιών του με τα κυκλώματα που εκμεταλλεύονται τη μαύρη αγορά,
4. Να αποφεύγει την κοινωνική εξαθλίωση στην οποία οδηγείται κάτω από την πίεση της ανάγκης να βρίσκει καθημερινά το υψηλό χρηματικό ποσό που απαιτείται για να διασφαλίζει την ουσία από την οποία είναι εξαρτημένος, και τέλος
5. Όλα αυτά σε συνδυασμό, αντικειμενικά περιορίζουν την έκταση των δραστηριοτήτων στη μαύρη αγορά των ναρκωτικών.