Εγγραφή στο Newsletter - Μην εμπιστεύεστε τα Social Media!

 

 

Κλεάνθης Γρίβας

Π Α Π Α Ν Δ Ρ Ε Ι Σ Μ Ο Σ

ένας φαιοπράσινος αυταρχισμός

περιστασιακές προσεγγίσεις

στον «παραλογισμό» μιας πολιτικής

(Εκδοτική, Θεσσαλονίκη, 1989

 

 

 

 

Κλεάνθης Γρίβας

Π Α Π Α Ν Δ Ρ Ε Ι Σ Μ Ο Σ

ένας φαιοπράσινος αυταρχισμός

περιστασιακές προσεγγίσεις

στον «παραλογισμό» μιας πολιτικής

(Εκδοτική, Θεσσαλονίκη, 1989

 

 

«Είναι πια καιρός να μάθουμε ότι το ερώτημα ποιός πρέπει να χειρίζεται την εξουσία σ' ένα κράτος;, μετρά πολύ λίγο σε σύγκριση με το ερώτημα πώς χειρίζεται κανείς την εξουσία; και πόση εξουσία χειρίζεται κανείς;. Πρέπει να μάθουμε ότι, σε τελευταία ανάλυση, όλα τα πολιτικά προβλήματα είναι θεσμικά, δηλαδή προβλήματα νομικού πλαισίου μάλλον παρά προσώπων, και ότι η πρόοδος προς μεγαλύτερη ισότητα μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο με το θεσμικό έλεγχο της εξουσίας».

Karl Popper,

Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της

 


Περιεχόμενα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

1. ΑΝΤΡΕΑ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ & ΜΠΕΝΙΤΟ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ:  ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ

1. Βιογραφικά και χαρακτηριοδομικά στοιχεία

2. ΦΑΤΣΙΟ και ΠΑΣΟΚ: O «Τρίτος Δρόμος»

3. Εσωκομματικές εκκαθαρίσεις

4. Κοινωνική σύνθεση και Πολιτικό Πρόγραμμα

5. Η Κατάκτηση της εξουσίας

6. Η Διαχείριση της εξουσίας

7. Οικονομική πολιτική

8. Εσωτερική πολιτική

9. Εξωτερική πολιτική

10. Γενική κοινωνική και πολιτική αποτίμηση

11. Τρίτος Δρόμος: Τέλος

 

2. ΚΛΑΥΔΙΟΣ Ο ΕΞΟΥΣΙΟΦΡΕΝΗΣ: ΜΙΑ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

3. ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΝΑ «ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ»;

4. ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΝΤΡEΟ-ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΥ

5. ΕΞΟΥΣΙΟΦΡΕΑΝΟΥΣ «ΜΩΡΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ»

6. Ο ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΤΟΥ ΦΑΙΟΠΡΑΣΙΝΟΥ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟΥ

7. ΕΠΙΛΟΓΟΣ: ΑΝΔΡΕΟ-ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ (Μια φωνή από το παρελθόν, 1978)

 

8. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ:

1. Υποθήκες του “Μεγάλου Αδελφού” Αντρέα Παπανδρέου

2. Το Ιατρικό Ιστορικό του “Μεγάλου Αδελφού” Αντρέα Παπανδρέου

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Ο δρόμος προς την κόλαση του ολοκληρωτισμού είναι πάντοτε στρωμένος με τις διακηρύξεις για τις «καλύτερες προθέσεις» των επίδοξων διαχειριστών του.

(παραφράζοντας τον Samuel Johnson)

 

 

Τα κείμενα που ακολουθούν αποτελούν μια ενότητα ως προς το αντικείμενό τους και ως προς και τα κίνητρα του υπογράφοντος, παρόλο που δεν γράφτηκαν εξ' αρχής μ' αυτό το σκοπό.

 

Δεν φιλοδοξούσαν και δεν φιλοδοξούν να ερμηνεύσουν μια πολιτική ιλαροτραγωδία ή να αποκαλύψουν τον «παραλογισμό» που κανοναρχεί τη σύγχρονη πολιτική μας ζωή. Άρθρα πολεμικής πρωτίστως, μ' εξαίρεση ίσως αυτό που διερευνά τα κοινά στοιχεία του Μουσολινισμού και του Παπανδρεϊσμού, έκφραζαν και εκφράζουν μια προσωπική πολιτική στάση απέναντι στον κακοήθη φαιοπράσινο αυταρχισμό που απείλησε σοβαρά τους θεσμούς του κοινοβουλευτικού καθεστώτος στη χώρα μας. Και φυσικά ικανοποιούσαν και ικανοποιούν μια προσωπική πολιτική ανάγκη για συμβολή στην απομυθοποίησή του.

 

Hδη από τις πρώτες εκδηλώσεις του κομματικού εργαλείου που διαμόρφωσε και χρησιμοποίησε ο Παπανδρεϊσμός για να αλώσει την εξουσία, μπορούσε κανείς να διαβλέψει όλη τη μετέπειτα πορεία του.

 

Eυθύς εξ' αρχής το ακριβές πολιτικό στίγμα του Παπανδρεϊσμού καθόριζε ο προσωποπαγής χαρακτήρας, η συγκεντρωτική δομή, οι διαρκείς ιδεολογικές και πολιτικές παλινδρομήσεις, ο έκδηλος καιροσκοπισμός, ο απωθητικός βερμπαλισμός, ο διανοητικός πρωτογονισμός και η καταστρεπτική παρορμητική επιθετικότητα.

 

Αν είναι σωστή η διαπίστωση ότι κάθε κόμμα αποτελεί το μικρομοντέλο σύμφωνα με το οποίο επιχειρεί να διαπλάσει την κοινωνία όταν καταλαμβάνει την εξουσία, τότε είναι προφανές ότι η συμπεριφορά του φαιοπράσινου κακοήθους αυταρχισμού στην αντιπολίτευση προεικόνιζε με ακρίβεια τη συμπεριφορά του στην εξουσία.

Η προσχώρηση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού στον αυταρχισμό στ' όνομα της «υπεράσπισης και της διεύρυνσης της δημοκρατίας», αποτελεί τη μέγιστη συμβολή του Παπανδρεϊσμού στη δραστική υπονόμευση και συγχρόνως την έσχατη διαστροφή της πολιτικής συνείδησης ολόκληρης της κοινωνίας

 

Η προβολή της άκρως αντιδημοκρατικής θεωρίας και πρακτικής του Παπανδρεϊσμού ως πεμπτουσίας της δημοκρατίας, σε συνδυασμό με την άκριτη αποδοχή και την εσωτερίκευση αυτής της αντιστροφής από ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος, έκανε δυνατή τη σταδιακή εγκαθίδρυση ενός ιδιόμορφου δημοκρατικοφανούς αυταρχισμού, που σε κατάλληλες συνθήκες θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σ' ένα τυπικό ολοκληρωτισμό, με την ενεργητική σύμπραξη των εν δυνάμει θυμάτων του.

 

Επιτέλους, πρέπει κάποτε να συνειδητοποιηθεί ότι ο αυταρχισμός, ο συγκεντρωτισμός, η προσωπολατρία, η αλαζονεία και η παρανοϊκή συνωμοτίτιδα που χαρακτηρίζουν τον Παπανδρεϊσμό, δεν αναπτύχθηκαν βαθμιαία ως αποτέλεσμα της φθοράς του από την πολύχρονη άσκηση της εξουσίας, αλλά ήταν οργανικά του στοιχεία, διαρκώς παρόντα στη γένεση και τη διαμόρφωσή του και αποτελούσαν ευθύς εξ' αρχής τον πυρήνα της ύπαρξής του.

 

Ο «ντροπαλός» φαιοπράσινος ολοκληρωτισμός ενυπήρχε στη θεωρία και την πρακτική του Παπανδρεϊσμού: Ενσωματωμένος στην οργανωτική του δομή, αναπόσπαστο τμήμα της ιστορίας του και κυρίως διάχυτος στην κομματική ατμόσφαιρα και τη συμπεριφορά των φορέων του, ήταν διαρκώς ορατός και συνεχώς διαπιστώσιμος. Τουλάχιστον για όσους δεν αρνούνταν να τον δουν, από συμφέρον ή εθελοτυφλία.

 

«Όταν το δάκτυλο δείχνει το φεγγάρι, ο βλάκας κοιτάζει το δάκτυλο». Αλλά όταν το χέρι του «Μεγάλου Αδελφού» δείχνει την εξουσία και τα οφέλη της, ο βλάκας εξακολουθεί να ατενίζει το χέρι, ο καιροσκόπος επικεντρώνει τη σωληνοειδή όρασή του στην εξουσία, και ο εθελότυφλος συνεχίζει να μη βλέπει τίποτε.

 

Η κακοήθης νεοπλασία του φαιοπράσινου αυταρχισμού, από το 1974 και μετά, ήταν συνεχώς προ των πυλών μας, αλλά, δυστυχώς, όχι και προ των... οφθαλμών μας. Που έμελλαν να ανοίξουν μετά την οδυνηρή εμπειρία της καθολικής ισοπέδωσης της κοινωνίας από την οκτάχρονη κυριαρχία του παραληρήματος των εξουσιοφρενών του «τρίτου δρόμου».

 

Κλεάνθης Γρίβας

Θεσσαλονίκη, Ιούλιος 1989


Ανδρέα ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ και Μπενίτο ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

περί παραλλήλων πολιτικών διαδρομών

Ελευθεροτυπία, 10-6-1989

 

Αυτή η απόπειρα για σκιαγράφηση των στοιχείων που αναδεικνύουν τις «εκλεκτικές συγγένειες» μεταξύ του Μουσολινισμού και του Παπανδρεϊσμού, πυροδοτήθηκε από έναν παραλληλισμό του Παπανδρέου με τον Μουσολίνι, που έκανε σε ανύποπτο χρόνο ο Αλέξανδρος Παναγούλης. Και χρωστάει πολλά στις σχετικές οξυδερκείς παρατηρήσεις του δημοσιογράφου Γιάννη Βούλτεψη, και στην ενδιαφέρουσα «Εισαγωγή» του στο βιβλίο του Τζ. Μποκα Η αποκάλυψη του Φασισμού (Ισοκράτης, Αθήνα, 1984).

 

 

«Αν ο φασισμός υπήρξε ένας εγκληματικός συνεταιρισμός, εγώ είμαι ο αρχηγός αυτού του συνεταιρισμού».

Μουσολίνι, 3-1-1925

 

O ολοκληρωτισμός ως πολιτική θεωρία και πρακτική της πλήρους κρατικοποίησης της κοινωνίας, χαρακτηρίζεται από τη μονοπωλιακή κατοχή της εξουσίας από ένα και μοναδικό κόμμα που τη διαχειρίζεται στο όνομα του «λαού» ή της «ιστορίας», προσωποποιούμενο ή από ένα συλλογικό όργανο είτε από κάποιο δήθεν χαρισματικό ηγέτη.

 

Η οργάνωση και η άσκηση της εξουσίας μ' αυτό τον τρόπο συνεπάγεται τον αποκλειστικό (ή κυριαρχικό) ρόλο του κράτους στην οικονομία και τη συγκεντρωτική διεύθυνσή της, τον απόλυτο κομματικό έλεγχο στις ένοπλες δυνάμεις, τις δυνάμεις ασφαλείας, την ενέργεια και τις επικοινωνίες, τον λογοκριτικό επικαθορισμό της πολιτιστικής παραγωγής, τον ασφυκτικό έλεγχο της ζωής των πολιτών και τον τρομοκρατικό ρόλο του αστυνομικού μηχανισμού.

 

Απ' αυτή την άποψη, ο εν εξουσία Παπανδρεϊσμός, παρά τον έσχατο αμοραλισμό, τον ακραίο κυνισμό και τον φολκλορικό αλλά επικίνδυνο αντιδιανοουμενισμό του, δεν συνιστά ολοκληρωτικό καθεστώς, παρά το γεγονός ότι σαν κομματική θεωρία και πρακτική είχε ευθύς εξαρχής ολοκληρωτικό χαρακτήρα. Αποτελεί ένα τυπικό αυταρχικό μόρφωμα με εμφανή ολοκληρωτικά στοιχεία, τα οποία κάτω από κατάλληλες συνθήκες μπορούν να μετασχηματιστούν σε πυρήνα ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος.

 

Τα ολοκληρωτικά στοιχεία του Παπανδρεϊσμού είναι:

 

1. Η ύπαρξη ενός «χαρισματικού ηγέτη» με απόλυτες εξουσίες στο κόμμα του και το στελεχικό του δυναμικό, και στον επικαθορισμό της ιδεολογίας, της οργάνωσης, της πολιτικής και της μεθοδολογίας του.

2. Η οργάνωση των στελεχών του, με πυρήνα την τυφλή υποταγή τους στον «χαρισματικό» ηγέτη, λόγω της άκρατης εθελοδουλίας τους που είναι προϊόν του εξουσιοφρενικού διχασμού που χαρακτηρίζει τον ψυχισμό τους, και της άκρως μαζοποιημένης «προσωπικότητάς» τους.

3. Η οργάνωση των οπαδών του σύμφωνα με τις αρχές της μαζικής ψυχολογίας, που στοχεύει στην υποκατάσταση της διαλεκτικής σχέσης ατομικότητας-συλλογικότητας με τη μαζοποίηση.

4. Η χρήση της προπαγάνδας, των μέσων μαζικής επικοινωνίας και της μαζικής σκηνογραφίας, σαν μοναδική δυνατότητα για μια μονόδρομη επαφή του ηγέτη με τη «μάζα».

 

Όμως, οι ομοιότητες του Παπανδρεϊσμού με τον τυπικό ολοκληρωτισμό σταματούν εδώ: Ο Παπανδρεϊσμός είναι ολοκληρωτισμός σε ό,τι αφορά την οργάνωση και την εσωτερική λειτουργία του, και συγχρόνως διαφοροποιείται απ' αυτόν γιατί ως κόμμα που δρα σ' ένα μη ολοκληρωτικό περιβάλλον, δεν μπορεί να διακατέχει μονοπωλιακά την εξουσία.

 

Συνεπώς, παρά τις αντίθετες ενδιάθετες τάσεις του, δεν μπορεί να επιβάλει συγκεντρωτική διεύθυνση στην οικονομία, κεντρικό έλεγχο στην κουλτούρα, ασφυκτική επιτήρηση στην ιδιωτική ζωή των πολιτών και χειραγώγησή των εξωτερικών εκδηλώσεων της συμπεριφοράς τους, διαμέσου της τρομοκρατικής δράσης του αστυνομικού μηχανισμού.

 

Κι ακριβώς λόγω αυτών των αδυναμιών, και για όσο δεν θα μπορεί να μετατρέψει το πολιτικό περιβάλλον σε ολοκληρωτικό, δεν θα διαθέτει την αναγκαία σε κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς θωράκιση που αποτελείται από το θεσμό των «λογιστών του θανάτου» όπως οι Μπέρια, Αιχμαν, κ.α.

 

Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, το μόνο που μπορεί να διαθέτει το ΠΑΣΟΚ ως κυβερνητικό κόμμα, είναι οι διάφοροι «λογιστές της μίζας», όπως ο Κοσκωτάς, ο «Μπάρμπας» και τα λοιπά μέλη της συμμορίας που πλαισιώνει, εξυπηρετεί και θωρακίζει τον «χαρισματικό» Μεγάλο Αδελφό. Και η μόνη πολιτική που μπορεί να εφαρμόζει είναι αυτή των «λογιστών της λάσπης» που παράγουν οι λούμπεν μέτοχοι του νεοφασιστικού μορφώματος του «αυριανο-τομπρισμού».

 

Ο Παπανδρεϊσμός είναι ένα αυταρχικό καρκίνωμα της δημόσιας ζωής που κατατείνει στη γοργή αποσύνθεση ολόκληρης της κοινωνίας, ακολουθώντας τη μοίρα της διαγνωσμένης βιολογικής πραγματικότητας του ηγέτη του.

 

Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, νομιμοποιείται η απόπειρα να σκιαγραφηθούν οι παράλληλες πορείες του Μπενίτο (Αντρέα) Μουσολίνι και του Ανδρέα (Μπενίτο) Παπανδρέου, τηρουμένων, πάντοτε, των ιστορικών αναλογιών, με στόχο όχι να καταδειχθεί η εντυπωσιακή ταυτότητα των πολιτικών τους πραγματικοτήτων, αλλά να επισημανθούν τα πολυάριθμα κοινά σημεία που σηματοδοτούν την πολιτική εξέλιξη του ιταλικού φασιστικού και του ελληνικού «σοσιαλιστικού» κινήματος, που είναι άκρως διδακτικά από ιστορική άποψη.

 

Παρ' όλες τις περί του αντιθέτου πομπώδεις και αφορισματικές διαβεβαιώσεις του Hegel (αυτού του «φλύαρου και ασυνάρτητου ιστορικιστή», κατά τον K. Popper), η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Απλώς, κατά την πασίγνωστη διατύπωση του Καρλ Μαρξ, διαδραματίζεται μια και μοναδική φορά «ως τραγωδία», η οποία είναι δυνατό να ξαναπαίζεται μόνο «ως κωμωδία» που μπορεί να έχει τραγικές συνέπειες ή προεκτάσεις.

 

Η άπειρη ποικιλομορφία και η συνθετότατα που προσδιορίζουν το ιστορικο-κοινωνικό γίγνεσθαι σε κάθε εποχή, αίρει απολύτως κάθε πιθανότητα επανάληψής του. Σε διάφορες εποχές είναι δυνατό να διαμορφώνονται καταστάσεις στις οποίες εντοπίζονται λιγότερα ή περισσότερα συγκρίσιμα στοιχεία. Κι αυτά ακριβώς τα στοιχεία επιχειρεί να αναδείξει η διερεύνηση των «εκλεκτικών συγγενειών» ανάμεσα στο Μουσολινισμό και τον Παπανδρεϊσμό.

 

«Ο Hegel κάνει κάπου την παρατήρηση ότι όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα και πρόσωπα παρουσιάζονται σα να λέμε, δύο φορές. Ξέχασε όμως να προσθέσει: Τη μια φορά σαν τραγωδία, την άλλη σαν φάρσα», αποφαίνεται ο Karl Marx (Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη).

 

Όμως, όταν η φάρσα έχει τεράστιο κοινωνικό κόστος, στην προοπτική της ιστορίας δεν λειτουργεί ως φάρσα αλλά ως τραγωδία, παρόλο που διατηρεί όλα τα γκροτέσκο στοιχεία της φάρσας.


1. Βιογραφικά και χαρακτηριοδομικά στοιχεία

του Αντρέα Μουσολίνι και του Μπενίτο Παπανδρέου

 

Ο Αντρέα-Μπενίτο Μουσολίνι ήταν υπέρμετρα εγωκεντρικός, φανατικός, ανενδοίαστος και ικανότατος στις ίντριγκες, το παρασκήνιο και την επιλογή δουλοπρεπών «συνεργατών». Ήταν εξοπλισμένος με την απλοποιητική σκέψη του δημαγωγού, την περιορισμένη καλλιέργεια, την κιτς αισθητική και τον ψευτο-ριζοσπαστικό βερμπαλισμό που συνθέτουν μια ημιβάρβαρη «αγροτο-κουλτούρα».

 

Ξεκίνησε από αριστερίστικες θέσεις, και ύστερα από μια περίοδο παραμονής του στην Ελβετία, επέστρεψε στην Ιταλία, αναρριχήθηκε στην ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και ανέλαβε τη διεύθυνση της έγκυρης εφημερίδας του «Αβάντι» (1912-1914).

 

Κατά τον Τρότσκι «ο καλύτερος μαθητής μας, αυτός που άνοιξε το σωστό δρόμο» σύμφωνα με τον Λένιν, ο αμφιλεγόμενος μαχητικός μικροαστός Μπενίτο Μουσολίνι έμελε να γίνει εμπνευστής και φορέας «ενός επιθετικού πολιτικού εξπρεσιονισμού». (Χάνα Αρεντ)

 

Ο Μπενίτο-Ανδρέας Παπανδρέου είναι υπερβολικά εγωπαθής, φανατικός και ανενδοίαστος σε σχέση με τη διεκδίκηση και την κατοχή της εξουσίας. Ικανότατος στις ίντριγκες, την παρασκηνιακή δράση και κυρίως στην επιλογή άβουλων και χειραγωγίσιμων συνεργατών. Είναι φορέας μιας αφόρητα απλοποιητικής σκέψης που τείνει αναγκαστικά στην κακοποίηση και τη διαστρέβλωση της γλώσσας, με την τυπική λαϊκίστικη «κουλτούρα», τον ψευδοριζοσπαστικό βερμπαλισμό και την κιτς αισθητική που συνθέτουν την ημιβάρβαρη χαρακτηριοδομή του «ηγέτη» μιας προ-πολιτικής περιόδου.

 

Ξεκίνησε από αριστερίστικες θέσεις το 1936, και μετά τη γνωστή «περιπέτεια» του με το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά (για την οποία καταγγέλθηκε πολλές φορές από την ομάδα του Στίνα), αναχώρησε στις ΗΠΑ εφοδιασμένος με διαβατήριο που του χορήγησε το καθεστώς που τον.. καταδίωκε.

 

Εκεί, αφού υπηρέτησε στον αμερικάνικο στρατό, παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τη Μάργκαρετ Τσάντ, πρώην σύζυγο του ανθρώπου που (όπως καταγγέλθηκε από πολλούς αμερικανούς διανoούμενους) ήταν «επιτελής του Μακαρθισμού και είχε συμβάλει στην εκκαθάριση των αμερικανικών πανεπιστημίων από κάθε αριστερό, φιλελεύθερο ή ριζοσπαστικό στοιχείο».

 

Το 1961, ο εν λόγω κύριος επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα ύστερα από πρόσκληση του Κ. Καραμανλή, και το 1964 έκανε την εμφάνισή του στην ελληνική πολιτική σκηνή, όταν εκλέχθηκε βουλευτής της «Ένωσης Κέντρου» ελέω του πατρός του.

 

Από εκείνη τη στιγμή, η χώρα εισήλθε σε μια κατάσταση χρόνιας ανωμαλίας, άλλοτε υποβόσκουσας και άλλοτε ανοικτής, μέσα από μια σειρά γεγονότων (Ασπίδα, Ιουλιανά, Δικτατορία, κ.α.) στα οποία είναι πάντοτε «ακαθόριστα» αναμεμειγμένο το όνομα του Ανδρέα Παπανδρέου.

 

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι ο μοναδικός Έλληνας πολιτικός που ενώ κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία (1967) και παραπέμφθηκε σε δίκη, όχι μόνο δεν κάθισε στο εδώλιο του κατηγορούμενου, αλλά επιπλέον του επιτράπηκε να αναχωρήσει στο εξωτερικό με κανονικό διαβατήριο που του χορήγησε το δικτατορικό καθεστώς το οποίο υποτίθεται ότι επιδίωκε το θάνατό του.


2. ΦΑΤΣΙΟ και ΠΑΣΟΚ: Ο τρίτος δρόμος

 

Το 1919 ο Μπενίτο Μουσολίνι ίδρυσε τα πρώτα «Φάτσιο», στα οποία κυριαρχούσαν τα «προοδευτικά» στοιχεία: Πρώην σοσιαλιστές, αναρχικοί, φιλελεύθεροι, συνδικαλιστές και ακροαριστεριστές που έλκονταν από τις νεφελώδεις «επαναστατικές» διακηρύξεις του. Αλλά μετά το 1920, η σύνθεση των φάτσιο θα διαφοροποιήθηκε άρδην, με τη μαζική προσχώρηση συντηρητικών μικροαστών και κυρίως εθνικιστών απόστρατων αξιωματικών.

 

Αυτή την περίοδο, ο Μουσολίνι, προσδιορίζοντας σαν πολιτικό καθήκον των φάτσιο την αντιμετώπιση της «συντηρητικής δεξιάς» και της «ανατρεπτικής αριστεράς», σκιαγράφησε τον φασιστικό «τρίτο δρόμο» για την επαναδιευθέτηση των κοινωνικών ισορροπιών, επιφυλάσσοντας αποκλειστικά στο κόμμα του (δηλαδή, στον εαυτό του), τον προνομιούχο ρόλο του διαχειριστή της εξουσίας. Ένα ρόλο που ο Μπενίτο πίστευε ακράδαντα πως του ανήκε «ιστορικώ δικαίω», επειδή αυτοεπωμίστηκε τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στη φιλελεύθερη παράταξη του Τζολίτι που είχε εξαντλήσει τις πολιτικές της δυνατότητες και στην αριστερά που αδυνατούσε να προσδιορίσει την ταυτότητά της σε μια περίοδο επαναστατικής έξαρσης που τρομοκρατούσε τους αστούς.

 

Το 1974, ο Ανδρέας Παπανδρέου ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ, εξασφαλίζοντας τη συνύπαρξη διαφόρων παλαιοκομματικών και ορισμένων εθνικιστών αξιωματικών (απόστρατων ή απότακτων που είχαν αναμειχθεί στην Υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ) με πολλά προοδευτικά στοιχεία (σοσιαλδημοκράτες, σοσιαλιστές, κεντροαριστερούς και κάθε απόχρωσης αριστερούς) που εξαπατήθηκαν από τις συγκεχυμένες «ριζοσπαστικές» διακηρύξεις του και του εξασφάλισαν την πολιτική του επιβίωση κατά την πρώτη -και κρίσιμη γι αυτόν- μεταδικτατορική περίοδο.

 

Αυτή ακριβώς την περίοδο, ο Παπανδρέου, προσδιορίζοντας σαν πολιτικό καθήκον του κόμματός του την πάλη εναντίον της «αντιδραστικής δεξιάς» και την υπέρβαση της ιστορικά ξεπερασμένης «παραδοσιακής αριστεράς», σκιαγράφησε με αόριστο τρόπο το δικό του «τρίτο δρόμο» για την επαναδιευθέτηση των κοινωνικών συγκρούσεων, επιφυλάσσοντας αποκλειστικά και μόνο στο κόμμα του (δηλαδή, στον εαυτό του) τον προνομιούχο ρόλο του διαχειριστή της εξουσίας. Ενα ρόλο που πίστευε απόλυτα ότι του ανήκε «κληρονομικώ» και «ιστορικώ δικαίω», επειδή αυτοαναγορεύτηκε σε διαμεσολαβητή μεταξύ της δεξιάς «Νέας Δημοκρατίας» και της κομμουνιστικής «αριστεράς»: Η δεξιά φαινόταν πως έτεινε να εξαντλήσει τον ρυθμιστικό μεταπολιτευτικό δυναμισμό της, ενώ η κομμουνιστική "αριστερά" πρόβαλε μεγεθυμένη τη χρόνια πολιτική της καθίζηση και την αδυναμία της να αρθρώσει έναν ανανεωμένο συνεκτικό αντιπολιτευτικό λόγο.

 

Μ' άλλα λόγια, ο δρόμος του Παπανδρεϊσμού προς την εξουσία ήταν διασφαλισμένος από την ανεπάρκεια των αντιπάλων του:

Στο χώρο της δεξιάς, η πλήρης εξάρτηση της «Νέας Δημοκρατίας» από τον αυταρχικό ηγέτη της Κων/νο Καραμανλή, καθιστούσε αδύνατη την ανάδυση μιας πειστικής διάδοχης πρότασης στους κόλπους της.

Στο χώρο της «αριστεράς», η απόλυτη κυριαρχία του ΚΚΕ (που συνθλίβεται κάτω από το βάρος της αντίθεσης ανάμεσα στην αγωνιώδη προσπάθειά του να ενσωματωθεί στο πολιτικό σύστημα και στην «ιστορική» ανάγκη του να διατηρήσει την «επαναστατική» μυθολογία του), ακύρωνε κάθε δυνατότητα επεξεργασίας μιας πειστικής αντιπολιτευτικής πρότασης.

 

Έτσι, ο Παπανδρεϊσμός, χάρη στη συγκυριακά πλεονεκτική θέση του, μπορούσε να χρησιμοποιεί μια διπλή γλώσσα που είναι άκρως αποτελεσματική από προπαγανδιστική άποψη, γιατί του επιτρέπει αφενός να υπερβαίνει τη «δεξιά» προβάλλοντας ο ίδιος ως δύναμη ικανή να αναλάβει τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό του κράτους και της οικονομίας, και αφετέρου να υπερφαλαγγίζει την κομμουνιστική αριστερά στο πεδίο της συνθηματολογικής ρητορείας και δημαγωγίας.


3. Οι εσωκομματικές εκκαθαρίσεις

 

Ανάμεσα στο 1920 και 1921, ο Μπενίτο Μουσολίνι διαπιστώνει ότι το κίνημά του μεταπλάθεται σε μαζικό, με τη γοργή προσχώρηση μικροαστικών μαζών, μεγάλου αριθμού απογοητευμένων μεσοαστών, ανέργων, αγροτών και ικανού αριθμού λούμπεν στοιχείων:

 

Τα μέλη των φάτσιο από 870 στα τέλη του 1919, έφτασαν στις 20.600 στο τέλος του 1920 και εκτοξεύτηκαν στις 249.000 τις παραμονές της κατάληψης της εξουσίας (τέλη του 1921). Πρόκειται για μια περίοδο που, όπως εκτιμάει ένας από τους επιτελείς του (ο Ντ. Γκράντι), το φασιστικό κίνημα «συμπεριλαμβάνει τον παλαιό οπαδό του Σαλάντρα, τον φιλελεύθερο δημοκράτη, τον εθνικιστή, το μοναρχικό, τον αναρχικό, τον ατομιστή, τον συνδικαλιστή και κάθε ιδιοσυγκρασιακά ανήσυχο άτομο που είναι έτοιμο να αποσπάσει λάφυρα από όλα τα κόμματα».

 

Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, ο Μουσολίνι επιχειρεί και επιτυγχάνει να εδραιώσει τη θέση του στο αναπτυσσόμενο κίνημα των Φάτσιο:

1) Υιοθετώντας μια διφορούμενη και συγχυτική «ριζοσπαστική» συνθηματο-λογία που ανταποκρίνεται πλήρως στο μορφωτικό επίπεδο και την ψυχολογία των στρωμάτων στα οποία απευθύνεται, επειδή έχει το πλεονέκτημα να λέει τα πάντα χωρίς να λέει τίποτα,

2) Εφαρμόζοντας μια πολιτική επιθετικού ομαδισμού, και

3) Εκκαθαρίζοντας το έδαφος από όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την προσωποπαγή εξουσία του.

 

Μεταξύ 1921 και 1925, ο Μπενίτο Μουσολίνι με συστηματικές διαδοχικές, πολιτικές (και όχι βιολογικές) εκκαθαρίσεις, εκμηδενίζει το πολιτικό βάρος πρώτα των «αριστερών» και στη συνέχεια των «δεξιών» στοιχείων του «κινήματός» του (Ντίνο Γκράντι, Ρομπέρτο Φαρινάτσι, κ.α) που θα μπορούσαν να απειλήσουν την προσωπική του κυριαρχία. Είναι μια περίοδος σκληρής εσωκομματικής πάλης στο πλαίσιο της οποίας ο μελλοντικός Ντούτσε περνάει από μια σωρεία πολιτικών και ιδεολογικών μεταμορφώσεων, μέσα από τις οποίες αναδεικνύεται ο άκρως πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας ενός φασιστικού κόμματος που από δω και πέρα θα έχει σαν ραχοκοκαλιά του τα μικροαστικοποιημένα προλεταριακά στρώματα και, κυρίως, την «ανεκτίμητη εργαζόμενη μικροαστική τάξη».


Στη διετία 1975-1977, ο Ανδρέας Παπανδρέου, διαπιστώνει μια γοργή διόγκωση του κινήματός του, που οφείλεται στη μαζική προσχώρηση ενός αυξανόμενου αριθμού μικροαστών και μικροαστικοποιημένων προλεταριακών στοιχείων, τη σταδιακή απορρόφηση πολλών πρώην συνεργατών της δικτατορίας και αρκετών τέως μελών του Κ4Α (Κόμμα 4ης Αυγούστου), που ακριβώς λόγω του παρελθόντος τους, δεν μπορούν παρά να βρίσκονται σε σχέσεις απόλυτα δουλικής εξάρτησης από το νέο αφέντη τους:

 

Τα μέλη του ΠΑΣΟΚ από μερικές χιλιάδες κατά το 1975, θα φτάσουν τις 60.000 το 1980 και τις 100.000 στις παραμονές της κατάκτησης της εξουσίας (1981).

 

Πρόκειται για μια περίοδο κατά την οποία το ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται σε πολιτική χοάνη που μπορεί να περιλαμβάνει, να εκφράζει και να ενσωματώνει τους πάντες και τα πάντα: Τον φιλελεύθερο και τον αυταρχικό, τον σοσιαλιστή και τον εθνικοσοσιαλιστή, τον τέως κομμουνιστή και τον σοσιαλδημοκράτη, τον εκμεταλλευτή και τον εκμεταλλευόμενο, τον εργοδότη και τον εργαζόμενο, τον επαγγελματία και τον ανεπάγγελτο, τον ιδεολόγο και τον αρριβίστα, και «κάθε ιδιοσυγκρασιακά ανήσυχο άτομο που είναι έτοιμο να αποσπάσει λάφυρα από όλα τα κόμματα».

 

Σ' αυτά τα δύο χρόνια, ο Ανδρέας Παπανδρέου με διαδοχικά κύματα διαγραφών «εκκαθαρίζει» τις γραμμές του ΠΑΣΟΚ από όλα τα προοδευτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδιο στη μονοπωλιακή διακατοχή της ενδοκομματικής εξουσίας, κρατώντας το πλέον ανενδοίαστο και χωρίς αυτόνομη πολιτική ύπαρξη δυναμικό, πάνω στο οποίο θα οικοδομήσει τη μονοκρατορία του.

 

Η εκκαθαριστική μέθοδος είναι κοινότυπη: Ο αρχηγός, αναδιατάσσοντας διαρκώς τους ρόλους μεταξύ θυτών και θυμάτων, αρχικά «συμμαχεί» με τους πούρους «αριστερούς» του ΠΑΣΟΚ και εκκαθαρίζει τα «δεξιά» στοιχεία (που προέρχονται από την προδικτατορική κεντροαριστερά, τη Δημοκρατική Άμυνα, κ.α.). Και στη συνέχεια, χρησιμοποιεί τα υπολείμματα των «δεξιών» στελεχών που επέλεξαν την οδό της πλήρους υποταγής στα κελεύσματά του, για να εκκαθαρίσει τα «αριστερά» στοιχεία. Κι έτσι ο «χαρισματικός» ηγέτης επιβάλλεται σαν μοναδικός ρυθμιστής της μοίρας του κόμματός του.

 

Το 1975 ο Ανδρέας Παπανδρέου εκκαθαρίζει τη «δεξιά» πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ, με τη βοήθεια των αιθεροβαμόνων πούρων «αριστερών» του «κινήματος» (Τσεκούρας, ΠΑΣΟΚ-Β, τροτσκιστές), και ύστερα από εισήγηση του Άκη Τσοχατζόπουλου, αναγορεύεται σε ανώτατο ξεχωριστό φορέα κομματικής εξουσίας που δεν υπόκειται στον έλεγχο κανενός οργάνου.

 

Ο αποφασιστικός κύκλος των προγραφών ανοίγει με τη διάλυση της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ από τον Ανδρέα Παπανδρέου στις 19-1-1975, συνεχίζεται με τον εξοβελισμό εκατοντάδων στελεχών και κλείνει στις 6-6-1975 με τις διαγραφές 11 μελών της Κεντρικής Επιτροπής κατόπιν αποφάσεως ενός 6μελούς Εκτελεστικού Γραφείου που είχε διοριστεί απ τον Παπανδρέου (Βαλυράκης, Λιβιεράτος, Σημίτης, Τσεκούρας, Τσούρας και Τσοχατζόπουλος).

 

Το 1976 είναι η σειρά της «αριστερής» πτέρυγας να υποβληθεί σε μια αντίστοιχη εκκαθαριστική δοκιμασία. Χρησιμοποιώντας τα συμβιβασμένα υπολείμματα της αποκαθαρμένης «δεξιάς» πτέρυγας, ο Ανδρέα Παπανδρέου μεθοδεύει και πετυχαίνει τη διαγραφή της Συντονιστικής Επιτροπής του περιοδικού «Ξεκίνημα» (Ιανουάριος 1976) και πολλών άλλων στελεχών (Απρίλιος 1976), την απομάκρυνση του Γ. Τσεκούρα, (Ιούνιος 1976), τη διαγραφή των «εαμογενών» τροτσκιστών (Οκτώβριος 1976), την αποχώρηση περίπου 1.000 μελών και στελεχών του ΠΑΣΟΚ και της ΠΑΣΠ και την καθαίρεση της ΝΕ της Δυτ. Γερμανίας (Δεκέμβριος 1976).


4. Κοινωνική σύνθεση και «πολιτικό» πρόγραμμα

 

Το 13% των ψήφων που συγκεντρώνει το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1974, δυό μόλις μήνες μετά την ίδρυσή του, επιταχύνει τις διαδικασίες μετατροπής του από «κίνημα» διαμαρτυρίας σε κόμμα που διεκδικεί σοβαρά την εξουσία.

 

Στην κατεύθυνση αυτή, ο Ανδρέας Παπανδρέου εφαρμόζει μια τακτική πολιτικών και ιδεολογικών μεταμορφώσεων που διαφοροποιούν συνεχώς τον αρχικό χαρακτήρα του κινήματός του και αναδεικνύουν τον ευκαιριακό πολυσυλλεκτισμό που από δω και πέρα, θα έχει σαν άξονα αναφοράς του τα μικροαστικοποιημένα προλεταριακά και αγροτικά στρώματα και τους παραδοσιακούς μικροαστούς που ενοποιούνται πλασματικά από τον Παπανδρεισμό σε μια «ενιαία» πολιτικο-κοινωνική κατηγορία με την ετικέτα «μικρομεσαίοι».

 

Το «Partito Nazionale Fascista» (PNF) του Μπενίτο Μουσολίνι και το «Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα» (ΠΑΣΟΚ) του Ανδρέα Παπανδρέου, παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες όχι μόνο απ την άποψη της πολιτικής θεωρίας και της πρακτικής τους, αλλά και από την άποψη της κοινωνικής σύνθεσης των μελών και των ψηφοφόρων τους αντίστοιχα.

 

Συγκρίνοντας τα στοιχεία μιας έρευνας για τη σύνθεση των 151.146 από τις 200.000 μέλη του PNF το Νοέμβριο του 1921 (R. Kuhnl, Μορφές αστικής κυριαρχίας, Εγνατία, Θεσ/νίκη, 1979, σ. 138), με την ποσοστικοποίηση των απόλυτων αριθμών που δόθηκαν από την εταιρεία Nielsen ύστερα από έρευνα για την κοινωνική σύνθεση των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ (Περιοδικό Μαρξιστικό Δελτίο, τχ. 13-14 και Μ. Σπουρδαλάκη, ΠΑΣΟΚ, Εξάντας, Αθήνα, 1989, σ. 272), διαπιστώνεται ότι ο βασικός κορμός (δηλ. τα δύο τρίτα) της δύναμης του PNF και του ΠΑΣΟΚ αποτελείται από υπάλληλους, εργάτες, αγρότες, επιχειρηματίες, ελεύθερους επαγγελματίες και συνταξιούχους, που κατανέμονται ως εξής:


ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

PNF

ΠΑΣΟΚ

Επιχειρηματίες

Υπάλληλοι

Ελευθ. Επαγγελματίες

Eργάτες (πόλης)

Συνταξιούχοι

Αγρότες

10,0

15,7

6,6

15,4

3,0

12,0

10,2

13,9

10,5

15,0

8,4

12,3

 

Διαφορές υπάρχουν μόνο σε ό,τι αφορά τη σύνθεση του υπόλοιπου ενός τρίτου της δύναμης των δύο κομμάτων, το οποίο αποτελείται στο μεν το PNF από Εργάτες γης (24,3 %) και Σπουδαστές (13,0 %), στο δε το ΠΑΣΟΚ από Διοικητικά Στελέχη (16,3 %) και Βιοτέχνες (12,6 %). Κι όπως είναι ευνόητο, πρόκειται για διαφορές που προκύπτουν από τις δραστικές μεταβολές στα στοιχεία που συγκροτούν την κοινωνική διαστρωμάτωση και ιεραρχία, λόγω των οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων μεταξύ 1921 και 1981 (αποδυνάμωση ή εξαφάνιση ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων, ανάδυση κάποιων άλλων και αναδιάταξη των μεταξύ τους σχέσεων από την άποψη της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής τους σημασίας).

 

Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου φροντίζει να αμβλύνει τα πιο σαφή και αιχμηρά σημεία της ιδρυτικής διακήρυξης του ΠΑΣΟΚ της 3ης Σεπτεμβρίου 1974 και τελικά να τα αντικαταστήσει στο εκλογικό πρόγραμμα του κόμματος του 1977 με άλλα, απολύτως ανώδυνα ασαφή και συγκεχυμένα, πράγμα που αφενός παρέχει πλήρη ελευθερία ερμηνειών και πρωτοβουλιών στον αρχηγό (που είναι ο μοναδικός αυθεντικός ερμηνευτής της «ιδεολογίας» του κόμματός του) και αφετέρου αίρει οποιαδήποτε πολιτική και ιδεολογική οριοθέτηση που θα μπορούσε να παρεμποδίσει τη «ροή» της εκλογικής πελατείας στο «κίνημα»:

 

1) Οι γενικόλογες αναφορές σε κάποιες «κοινωνικές τάξεις» (που υπάρχουν στη διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου 1974), θα αντικατασταθούν με τη διάκριση μεταξύ προνομιούχων και μη-προνομιούχων, (στο εκλογικό πρόγραμμα του 1977), που είναι σκοπίμως τόσο αόριστη και ασαφής, ώστε στη νεότευκτη κατηγορία των μη προνομιούχων να είναι δυνατό να περιλαμβάνονται οι πάντες.

2) Ο στόχος της «κοινωνικής απελευθέρωσης» υποκαθίσταται από την «ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου».

3) Ο «σοσιαλιστικός μετασχηματισμός» της κοινωνίας εξοβελίζεται για χάρη της «κοινωνικής αλλαγής».

4) Η απερίφραστη καταδίκη της ΕΟΚ παραχωρεί τη θέση της στις «ειδικές σχέσεις με την ΕΟΚ» (και μάλιστα, «ειδικές σχέσεις τύπου... Νορβηγίας») και ,στη συνέχεια, σε πλήρεις, κανονικές και τυπικές σχέσεις μαζί της.

5) Η «κοινωνικοποίηση» αντικαθίσταται από τον «κρατικό έλεγχο».

6) Η «αυτοδιαχείριση» μεταμορφώνεται σε «πολιτική αυτοδιαχείρισης». Και

7) Το διαβόητο «κατεστημένο» εξαϋλώνεται συστηματικά με κάποιες περιοριστικές αναφορές σε ορισμένους «φοροφυγάδες, διπλοθεσίτες, κλπ» (που βεβαίως, θα «παταχθούν αμείλικτα»).


5. Η κατάκτηση της εξουσίας

 

Στις 30 Οκτωβρίου 1922, μετά την οπερέτα της «πορείας προς τη Ρώμη», ο Μουσολίνι κατακτά την εξουσία, κυριολεκτικά ελλείψει αντιπάλου: Με μια μνημειώδη ιστορική μπλόφα, επιτυγχάνει την ανατροπή του τότε πρωθυπουργού Λ. Φάκτα («ενός ηλικιωμένου κυρίου με ελάχιστα περιθώρια σοβαρών αποφάσεων πού όφειλε τη θέση του στο γεγονός ότι είχε υπηρετήσει πιστά τον φιλελεύθερο πρώην πρωθυπουργό Τζολίτι»), παίρνει την εντολή και σχηματίζει κυβέρνηση, κρατώντας για τον εαυτό του την πρωθυπουργία και τα υπουργεία αμύνης και εσωτερικών.

 

Στις 18 Οκτωβρίου 1981, μετά από μια αντίστοιχης ποιότητας αλλά μεγαλύτερης διάρκειας «πορείας προς το λαό» που εστιάζεται στην επίκληση μιας νεφελώδους «αλλαγής» (η οποία είναι σκοπίμως απροσδιόριστη ώστε να χωράει τα πάντα, χωρίς να εμπεριέχει οποιαδήποτε συγκεκριμένη δέσμευση), ο Ανδρέας Παπανδρέου κερδίζει τις εκλογές, κυριολεκτικά ελλείψει αντιπάλου: Νικώντας εύκολα το μέχρι τότε κυβερνόν κόμμα που είχε επικεφαλής τον Γεώργιο Ράλλη (έναν ηλικιωμένο με ελάχιστα περιθώρια σοβαρών αποφάσεων, που όφειλε τη θέση του στο γεγονός ότι είχε υπηρετήσει πιστά τον δυναμικό πρώην πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή), παίρνει την εντολή και σχηματίζει κυβέρνηση κρατώντας για τον εαυτό του την πρωθυπουργία και το υπουργείο άμυνας.


6. Η διαχείριση της εξουσίας

 

Στα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1926, ο Μουσολίνι αποσαφήνισε βαθμιαία ότι δεν ήταν ο επικεφαλής μιας κυβέρνησης που στηριζόταν στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά ο Ντούτσε ενός κόμματος «προορισμένου από την ιστορία» να ασκεί εσαεί την εξουσία.

 

Στην κατεύθυνση αυτή, ο Μουσολίνι υποβαθμίζει συστηματικά το ρόλο του κοινοβουλίου, και το 1928 παραβιάζει ευθέως τις συνταγματικές επιταγές, θεσμοποιώντας ως φορέα εξουσίας ένα εξω-συνταγματικό όργανο, το «Μεγάλο Συμβούλιο» του Φασισμού, το οποίο καθόριζε τη λίστα των υποψήφιων βουλευτών και το γενικό πλαίσιο της πολιτικής και νομοθετικής δραστηριότητας (όλα τα νομοσχέδια εγκρίνονταν πρώτα από το Μεγάλο Συμβούλιο του Φασισμού και στη συνέχεια υποβάλλονταν στη βουλή για τυπική επικύρωση).

 

Ακολουθώντας τα βήματά του Ντούτσε, ο Ανδρέας Παπανδρέου, προσπαθεί μέχρι το 1985 να επιβεβαιώσει τον παρεμφερή ιστορικό του ρόλο, διακηρύσσοντας με κάθε δυνατό τρόπο ότι «δεν είμαστε περιθώριο, θα μείνουμε μια ζωή στην εξουσία». (Εφ. Καθημερινή 18-3-1984 και Αυγή 18-4-1984)

 

Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, ο Ανδρέας Παπανδρέου, αντιγράφοντας τον ιταλό ομότεχνό του, μεθοδεύει συστηματικά τη μετάθεση της εξουσίας από τα θεσπισμένα συνταγματικά όργανα σε ορισμένα εξωσυνταγματικά και παρακρατικά κέντρα, χωρίς να κρύβει τις προθέσεις του: Ήδη από το 1984, αναγνωρίζει δημόσια ότι το «Εκτελεστικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ παρεμβαίνει και δίνει εντολές στην κυβέρνηση» και ότι «το κόμμα καθοδηγεί την κυβέρνηση μέσω του ανωτάτου εκτελεστικού του οργάνου», δηλ. του Εκτελεστικού Γραφείου του. (Εφημ. Γνώμη, 9-3-1984)

 

Παράλληλα με την ενδυνάμωση των εξω-συνταγματικών κέντρων εξουσίας, ο Παπανδρέου απεργάζεται τη δραστική αποδυνάμωση και την υποβάθμιση του κοινοβουλίου:

 

1) Με την κατάργηση του σταυρού προτίμησης και την καθιέρωση της λίστας στις εκλογές, πράγμα που εξαλείφει και τα τελευταία ίχνη ανεξαρτησίας των βουλευτών από τον κομματικό έτη.

 

2) Με το διορισμό πλήθους εξωκοινοβουλευτικών υπουργών στους αλλεπάλληλους ανασχηματισμούς της κυβέρνησής του, με τρόπο ώστε (λόγω της διαρκούς προσωρινότητας των υπουργών του), αφενός να καθίσταται αδύνατη η διαμόρφωση κέντρων δύναμης που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την «ενός ανδρός» εξουσία του, και αφετέρου να δημιουργείται αντικειμενικά το αναγκαίο δίκτυο συνενοχής ολόκληρου του κομματικού «επιτελείου» στις κάθε είδους αυθαιρεσίες του.

 

3) Με τη νόθευση του χαρακτήρα του πολιτεύματος, μέσω της «διεύρυνσης» της βάσης του, όταν με μια μακιαβελικής έμπνευσης κίνηση, εκτοπίζει τη βουλή από τον πυρήνα της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, εντάσσοντάς την στο ιδιόμορφο τρίπτυχο «του κοινοβουλίου, της τοπικής αυτοδιοίκησης και του συνδικαλισμού» που κατά την νεο-φασιστική λογική του ΠΑΣΟΚ, αποτελούν «τα βάθρα της δημοκρατίας».

 

Για να ολοκληρωθεί το σχέδιο οριστικής απογύμνωσης του κοινοβουλίου από κάθε ουσιαστική αρμοδιότητα, ο Μουσολίνι θα χρειαστεί 14 χρόνια, και το 1936 θα είναι σε θέση να αντικαταστήσει τη Βουλή με τις Συντεχνίες.

 

Ο Ανδρέας Παπανδρέου θα πραγματοποιήσει την πρώτη σημαντική «ρήξη» του με το κοινοβουλευτικό πλαίσιο σε 4 χρόνια: Με το πολιτικό πραξικόπημα της 9ης Μαρτίου 1985, γελοιοποιεί τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και τους «λειτουργούς» τους, όταν τους εξαναγκάζει να επικυρώσουν τις αυθαίρετες αποφάσεις του για την «εκπαραθύρωση» του Κ. Καραμανλή και την ανάδειξη του Χρ. Σαρτζετάκη στην προεδρία της δημοκρατίας, με μια μοναδική στα κοινοβουλευτικά χρονικά ψηφοφορία, που διεξάγεται με χρωματιστά ψηφοδέλτια.

 

Μ' αυτή την ενέργεια, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ πυροδοτεί τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, μέσω της οποίας αποδυναμώνονται οι αρμοδιότητες του προέδρου της δημοκρατίας και της βουλής και ενδυναμώνονται οι εξουσίες του πρωθυπουργού (δηλ. οι δικές του). Και συγχρόνως φροντίζει για την εξασφάλιση της σταδιακής ταύτισης του κόμματος με το κράτος, μεθοδεύοντας την κατάληψη της διοικητικής μηχανής από μέλη και στελέχη του «κινήματος».

 

Σύμφωνα με μια έρευνα που έγινε το 1986 και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Αντί (Στέλιος Κούλογλου, Στα ίχνη του Τρίτου Δρόμου, Οδυσσέας, Αθήνα, 1986):

 

1) Το 70% των μελών του ΠΑΣΟΚ είχαν στρατολογηθεί μετά το 1981, και το 89% απ’ αυτούς δούλευαν στο δημόσιο τομέα. Επίσης

2) Το 67% των μελών της «Κεντρικής Επιτροπής» ήταν υπουργοί, νομάρχες και διοικητές δημοσίων οργανισμών, ενώ το 96% του συνόλου των μελών της Κ.Ε. βιοπορίζονταν με κάποιο τρόπο από το δημόσιο.

3) Πάνω από το 50% των μελών της ΚΕ δεν είχε αυτοδύναμη επαγγελματική ύπαρξη πριν κατακτήσει το κόμμα τους την εξουσία, ενώ ένας μεγάλος αριθμός τους ήταν ουσιαστικά ανεπάγγελτοι που «κέρδισαν τα πρώτα τους χρήματα» ή ως επαγγελματικά στελέχη (όπως ο Κ. Λαλιώτης) ή ως υφυπουργοί (όπως ο Στ. Τσουμάκας).

 

Με το συνδυασμό αυτών των μεθοδεύσεων οικοδομήθηκε ένας «μηχανισμός συνενοχής» που έμελε να ασκήσει ανεξέλεγκτα την εξουσία για οκτώ χρόνια στο όνομα του... σοσιαλισμού. Ένας «μηχανισμός συνενοχής» που μετέτρεψε «το κόμμα σε συνασπισμό νομής της εξουσίας, μέσω του κράτους». (Στέλιος Κούλογλου, ο.π.)

 

Έτσι, μέσα από έναν δρόμο που σηματοδοτείται από την απόλυτη καθυπόταξη των κομματικών στελεχών και των βουλευτών στη βούληση του «χαρισματικού» ηγέτη, τείνει να εκληφθεί σαν απόλυτα φυσική η εξέλιξη από την σκοπιμη και συστηματική υποβάθμιση των θεσμών στη διακήρυξη της ανυπαρξίας οποιουδήποτε θεσμού, με τη δημόσια παραδοχή του κ. Α. Παπανδρέου ότι «δεν υπάρχουν θεσμοί, θεσμός είναι μόνον ο λαός». (Ιούνιος 1989).

 

Το «πολιτικό αριστούργημα του Μουσολίνι έγκειται στο ότι ως ηγέτης «ανέτρεψε το παλιό κράτος και στη συνέχεια το έθεσε πάλι σε λειτουργία ο ίδιος και εν μέρει το παλινόρθωσε» (Τζ. Μποκκα).

 

Το πολιτικό αριστούργημα του Παπανδρέου έγκειται στο ότι άλωσε το κράτος και το «αναμόρφωσε» κατά το δοκούν.


7. Οικονομική πολιτική

 

Η οικονομική πολιτική του Μπενίτο Μουσολίνι εκφράστηκε με τη συστηματική προσπάθεια ανόρθωσης των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα που είχαν υποστεί τις συνέπειες του πολέμου, και την παράλληλη απόπειρα να «αναδομηθεί» ένα μέρος των υπό κατάρρευση επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα με την επιβάρυνση του δημοσίου, χωρίς να θιγούν τα συμφέροντα των κατόχων τους.

 

Για το σκοπό αυτό, μεταξύ των άλλων επέστρεψε τις τηλεφωνικές εταιρείες στους ιδιώτες, κατάργησε τον έλεγχο των ενοικίων, μείωσε σημαντικά το φόρο κληρονομιάς, και υιοθέτησε μια σειρά φορολογικών ελαφρύνσεων στις δραστηριότητες του μεγάλου κεφαλαίου (με αποτέλεσμα την εντυπωσιακή αύξηση των κερδών του).

 

Η οικονομική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου, είναι παρεμφερής και βασίζεται στην ενίσχυση των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα με διαρκώς αυξανόμενες επιβαρύνσεις του κρατικού προϋπολογισμού (δεν χρειάζεται να είναι κανείς «μεγαλοφυής» oικονομολόγος για να «λύνει» το πρόβλημα των διαρκώς αυξανόμενων ελλειμμάτων των δημοσίων επιχειρήσεων με τη συνεχή αύξηση του τιμολογίου τους).

 

Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, ο Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε εξετάσεις καλής θέλησης στα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, εμπνεόμενος και εφαρμόζοντας έναν «ευφυέστατο» τρόπο «εξυγίανσης» εκατοντάδων υπερχρεωμένων ιδιωτικών επιχειρήσεων (προβληματικές): Tις απέσπασε από τους ιδιοκτήτες τους με τη θέληση και προς μεγάλη ανακούφισή τους. Τις «απόπλυνε» από τα χρέη τους, επιβαρύνοντας τους φορολογούμενους με 1/2 τρισεκατ. δρχ περίπου. Και, στη συνέχεια, άρχισε να τις ξανα-μεταβιβάζει στο ιδιωτικό κεφάλαιο πλήρως «αποκαθαρμένες».

 

Επιπλέον, μεταξύ των άλλων, ουσιαστικά κατάργησε τον έλεγχο στα ενοίκια, ετεροχρόνισε την «Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή» (ΑΤΑ) που μόλις είχε χορηγήσει, και θέσπισε πλήθος φορολογικών ελαφρύνσεων στις δραστηριότητες του μεγάλου κεφαλαίου, με αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση των κερδών του (που μόνο το 1988 ανέβηκαν κατά 147,5 % σε σχέση με το 1987).

 

Κι όλα αυτά, με τη διαρκή επίκληση του ιδεολογήματος της «κοινωνικοποίησης», που σημειωτέον, κακοποιήθηκε βάναυσα το 1982 με την «ευφυέστατη» σύλληψη των «Εποπτικών Συμβουλίων» του κ. Α. Λάζαρη, μέσω των οποίων οι προεκλογικές επαγγελίες του Παπανδρέου περί «κοινωνικοποιήσεων» μετασχηματίστηκαν από απειλή σε ευλογία θεού για το ιδιωτικό κεφάλαιο.

 

Η περιπέτεια των «κοινωνικοποιήσεων» αποτελεί μια κραυγαλέα απόδειξη του τυπικά τυχοδιωκτικού τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο Ανδρέας Παπανδρέου τη σχέση μεταξύ της «πολιτικής» του ως αντιπολίτευση και ως κυβέρνηση: Η «πολιτική» του ταυτότητα ως αντιπολίτευση, καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από την εξυπηρέτηση των σκοπιμοτήτων που μπορούν να διευκολύνουν την κατάκτηση της εξουσίας. Συνεπώς, είναι φυσικό στη μεν αντιπολιτευτική της όψη να μεταβάλλεται διαρκώς, στη δε κυβερνητική της εκδήλωση να διαψεύδει ολοσχερώς τον προηγούμενο αντιπολιτευτικό εαυτό της. Ετσι,

 

Ως αξιωματική αντιπολίτευση, ο Ανδρέας Παπανδρέου μπορούσε να «απειλεί» ακίνδυνα το μεγάλο κεφάλαιο και να εξαπατά τους «μη-προνομιούχους», δηλώνοντας τον Οκτώβριο του 1977 ότι «ως κυβέρνηση Θα κοινωνικοποιήσουμε αμέσως τις 100 μεγάλες επιχειρήσεις» (συνέντευξη στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο»). Και

Ως κυβέρνηση, μπορούσε, με την ίδια ευκολία να αναιρεί τις αντιπολιτευτικές του διακηρύξεις, αντικαθιστώντας τις «κοινωνικοποιήσεις» με τον «επαναστατικό θεσμό των Εποπτικών Συμβουλίων», που του πρότεινε το Δεκέμβριο του 1981 ο Α. Λάζαρης («συμβούλια» που γίνονται πλήρως αποδεκτά από τους ιθύνοντες του... Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών)


8. Εσωτερική πολιτική

 

Η εσωτερική πολιτική του φασιστικού καθεστώτος χαρακτηρίζεται από τη βαθμιαία μεθόδευση της πλήρους καθυπόταξης των εργαζομένων με την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας, τον ολοκληρωτικό κρατικό έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος με τον διορισμό κομματικών αξιωματούχων στα διοικητικά του όργανα, την επιβολή ασφυκτικού ελέγχου στη δικαιοσύνη και την πλήρη χειραγώγηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

 

Συγχρόνως, ο Μουσολίνι διασφάλιζε τα αναγκαία αντιστηρίγματα αυτής της εξέλιξης, διαμέσου συμβιβασμών με τους πλέον ισχυρούς παράγοντες της ιταλικής κοινωνίας, τη βασιλεία, την οικονομική ολιγαρχία και την εκκλησία: Ευθύς εξ' αρχής συμβιβάστηκε πλήρως με τον βασιλιά Βιτόριο Εμμανουήλ. Στη συνέχεια προσεταιρίστηκε τους βιομήχανους και τους μεγαλοκτηματίες. Και τελικά, ο δεδηλωμένος άθεος Μουσολίνι συμβιβάστηκε με την Εκκλησία, με τη Συνθήκη του Λατεράνο το 1929.

 

Με βάση τα τρία πρωτόκολλα που απαρτίζουν αυτή τη Συνθήκη, η καθολική εκκλησία εξασφάλισε μια άκρως προνομιακή θέση στη δημόσια ζωή: Ο καθολικισμός αναγνωρίστηκε ως η μόνη θρησκεία του κράτους. Θεσπίστηκε η πλήρης αυτονομία του κρατιδίου του Βατικανού. Κατοχυρώθηκε η παπική ιδιοκτησία στην περιουσία που κατείχε η εκκλησία. Θεσμοποιήθηκε η ανεξαρτησία της εκκλησίας από κάθε κρατικό έλεγχο. Αναγνωρίστηκε στην εκκλησία το δικαίωμα να διακανονίζει τη διδασκαλία των θρησκευτικών μαθημάτων στην εκπαίδευση. Και τέλος, το κράτος ανέλαβε την καταβολή των μισθών των παπάδων και των επισκόπων.

 

Παρόμοια είναι και η εσωτερική πολιτική του Παπανδρεϊσμού που μεθόδευσε και σ' ένα μεγάλο βαθμό πέτυχε:

 

1) Να καθυποτάξει τους εργαζόμενους (απαγόρευση απεργιών στο δημόσιο τομέα, άρθρο 4) και το συνδικαλιστικό τους κίνημα (με το δικαστικό πραξικόπημα στη ΓΣΕΕ και το διορισμό κομματικών αξιωματούχων στην ηγεσία της).

2) Να ελέγχει ασφυκτικά τα κρατικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και να επηρεάζει σοβαρά ένα μεγάλο αριθμό ιδιωτικών (αφενός μέσω της εφαρμοστέας κυβερνητική πολιτικής και αφετέρου μέσω της σταδιακής οικοδόμησης ενός -επικίνδυνα διογκούμενου- προσωπικού προπαγανδιστικού μηχανισμού του Α. Παπανδρέου, με πυρήνα ανάπτυξής του τον Γ. Κοσκωτά).

3) Να ασκεί χειραγωγική επίδραση στη δικαιοσύνη (δικαστικοί κώδικες Κουτσόγιωργα, κλπ).

 

Μέσα απ' αυτή την πορεία, ο εν εξουσία Παπανδρεϊσμός διασφάλιζε τα αναγκαία δυναμικά ερείσματά του διαμέσου των συμβιβασμών του με τους πλέον ισχυρούς παράγοντες της ελληνικής κοινωνίας: Την προεδρία της δημοκρατίας, την οικονομική ολιγαρχία, την εκκλησία και το στρατό.

 

Ο Ανδρέας Παπανδρέου ευθύς εξαρχής συμβιβάστηκε πλήρως με τον πρόεδρο της δημοκρατίας Κ. Καραμανλή, τον οποίο δεν δίστασε να «εκπαραθυρώσει» με το γνωστό τρόπο όταν θεώρησε ότι δεν τον είχε πλέον ανάγκη. Στη συνέχεια, προσεταιρίστηκε τους βιομηχάνους και απολάμβανε της εύνοιας του ΣΕΒ. Και τελικά, συμβιβάστηκε με την Εκκλησία, αρχής γενομένης με τη «Συνθήκη» της.. Παναγίας Σουμελά το 1983.

 

Σύμφωνα με τους συμβιβασμούς που επιτεύχθηκαν μετά το πρωθυπουργικό προσκύνημα στην Παναγία Σουμελά, η ορθόδοξη εκκλησία εξασφάλισε μια άκρως προνομιακή θέση στη δημόσια ζωή: Θεσπίστηκε η πλήρης διοικητική και οικονομική ανεξαρτησία της από το κράτος, νομιμοποιήθηκε (για πρώτη φορά στη νεώτερη ιστορία της Ελλάδας) η πάντοτε αμφισβητούμενη νομιμότητα της εκκλησιαστικής περιουσίας, επιβεβαιώθηκε η δυνατότητα της εκκλησίας να παίζει σοβαρό ρόλο στη ρύθμιση της διδασκαλίας των θρησκευτικών μαθημάτων στην εκπαίδευση, και, τέλος, συμφωνήθηκε η καταβολή των μισθών των κληρικών από το κράτος.


9. Εξωτερική πολιτική

 

Η εξωτερική πολιτική του Μουσολίνι εκφράστηκε με ένα τυχοδιωκτικό επεκτατισμό (κήρυξη πολέμου στη Λιβύη, εκστρατεία στην Αιθιοπία, κατάκτηση της Αλβανίας, επίθεση κατά της Ελλάδας), που επενδυόταν ιδεολογικά με ένα ασταθές και περιστασιακό μείγμα μεγαλο-ιδεατισμού (συνεχής επίκληση του Ρωμαϊκού Ιμπέριουμ) και θεατρικών όρκων πίστης στην... ειρήνη, με τρόπο ώστε να αποπροσανατολίζεται και σε σημαντικό βαθμό να εκτονώνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια.

 

Η εξωτερική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου με την παροξυντική χρήση της οργουελιανής διπλής γλώσσας, κατάφερνε να υποτάσσει τις απαιτήσεις της εξωτερικής πολιτικής στις εκάστοτε μικροκομματικές σκοπιμότητας, με αποτέλεσμα η εφαρμοστέα εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης και η στάση της στους διαφόρους διεθνείς οργανισμούς να αναιρούν πλήρως την εικόνα αυτής της δραστηριότητας που προβάλλει η κυβέρνηση στο εσωτερικό της χώρας.

 

Η έξαλλη προπαγανδιστική προβολή των «ειρηνευτικών» πρωτοβουλιών του εν εξουσία Παπανδρεϊσμού, όχι μόνο αποσκοπεί αλλά και σχεδόν πετυχαίνει να επικαλύψει την εντυπωσιακή είσοδο των διαχειριστών της κρατικής εξουσίας στο παγκόσμιο δίκτυο εμπορίου (και λαθρεμπορίου) όπλων, εξαφανίζοντας το αίμα των θυμάτων αυτού του δικτύου με τις υποκριτικές εκκλήσεις της «πρωτοβουλίας των 6» ηγετών, από τους οποίους, μόνο ένας είναι γνήσια κοινοβουλευτικός δημοκράτης (ο Ούλοφ Πάλμε), δύο είναι κρυφο-αντικοινοβουλευτικοί θιασώτες καθεστώτων του τύπου Τσαουσέσκου και Κιμ Ιλ Σούγκ και τρεις είναι «προοδευτικοί» μακελάρηδες των λαών τους.

 

Αντίστοιχη με την «πολιτική ειρήνης», είναι και η στάση του Παπανδρεϊσμού σε μείζονος σημασίας θέματα, με τρόπο που ευνοεί σκανδαλωδώς τις υφιστάμενες ισορροπίες δυνάμεων, παραγνωρίζοντας τα δικαιώματα των λαών. Στα πλαίσια της ανερμάτιστης εξωτερικής πολιτικής του, ο Παπανδρέου:

 

1) «Νομιμοποίησε» τους δεσμούς της χώρας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, υπό το μανδύα μιας αντι-αμερικανικής και αντι-νατοικής ρητορείας.

2) «Ανακάλυψε» την πεμπτουσία της αυτοδιαχείρισης στην Πολωνία του δικτάτορα Γιαρουζέλσκι.

3) Αρνήθηκε να καταδικάσει τη δολοφονία εκατοντάδων αθώων με την κατάρριψη του νοτιοκορεάτικου τζάμπο από τους Ρώσους.

4) Ενθάρρυνε την τυχοδιωκτική πολιτική του παρανοϊκού δικτάτορα («αδελφού») συνταγματάρχη Γκαντάφι, σπάζοντας με κάθε ευκαιρία τη διεθνή απομόνωσή του.

5) Καταδίκασε δημόσια την πολιτική του προέδρου της Κύπρου σε μια κρίσιμη φάση για το Κυπριακό.

6) Ακολούθησε μια ανακόλουθη και παλινδρομική πολιτική απέναντι στην Τουρκία, που εκφράστηκε μ' ένα ευρύτατο φάσμα αντιδράσεων παρορμητικού χαρακτήρα: από τους θεατρικούς λεονταρισμούς του «βυθίσατε το Χόρα» μέχρι τη μυθοποίηση του δουλοπρεπούς παραλογισμού που εκφράζεται με το «μη-πόλεμος» του Νταβός (που προβλήθηκε ως θρίαμβος της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας η οποία μέχρι τότε αγνοούσε ότι βρισκόταν σε... εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία). Και συγχρόνως,

7) Εφάρμοσε μια «ανεξήγητη», ευκαιριακή και χωρίς αρχές πολιτική στους διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ, ΕΟΚ, ΝΑΤΟ), όπου αναδείχθηκε σε αυτόκλητο υπερασπιστή όλων των δικτατορικών καθεστώτων της Δύσης και της Ανατολής. (Απ' αυτή την άποψη, είναι απολύτως χαρακτηριστική η αρνητική ψήφος της Ελλάδας σε όλες τις προτάσεις καταδίκης του καθεστώτος της Ν. Αφρικής στον ΟΗΕ).


10. Γενική κοινωνική και πολιτική αποτίμηση

 

Μέσα από μια τέτοια πορεία, στην προπολεμική φασιστική Ιταλία, ολοκληρώθηκε σταδιακά η διαμόρφωση ενός καθεστώτος που το χαρακτήριζε:

1) Η λατρεία του «χαρισματικού» ηγέτη (που έφθασε μάλιστα στο σημείο να αναχθεί σε «εθνικό σύζυγο» όλων των... Ιταλίδων, για χάρη πολλών από τις οποίες ήταν ικανός να εγκαταλείψει επί ώρες ένα υπουργικό συμβούλιο, όπως αφηγούνται οι συνεργάτες του).

2) Η περιφρόνηση των κανόνων του κράτους δικαίου.

3) Η χρόνια «συνωμοτίτιδα» που εκφράζεται με τη διαρκή «ανακάλυψη» και καταγγελία διαφόρων εσωτερικών και εξωτερικών «εχθρών». Και

4) Το ιδεολογικό μονοπώλιο, η αστυνομική τρομοκρατία και η τιμωρός δράση των παρακρατικών του κόμματος.

 

Στη σύγχρονη «σοσιαλιστική» Ελλάδα, μέσα από μια παρεμφερή εξελικτική πορεία, ολοκληρώθηκε βαθμιαία η διαμόρφωση ενός προσωποπαγούς καθεστώτος που το χαρακτήριζε:

 

1) Η λατρεία του «χαρισματικού» ηγέτη (που έφθασε στο σημείο να αναχθεί σε «εθνικό εραστή», ο οποίος, σύμφωνα με αφηγήσεις ανθρώπων του στενού περιβάλλοντός τους, δεν δίσταζε όχι μόνο να «στήνει» τους υπουργούς του, αλλά ακόμη και να εγκαταλείπει εκδηλώσεις στις οποίες ο ίδιος είχε προσκαλέσει ξένους ηγέτες.

2) Η απροκάλυπτη αλαζονεία ως τρόπος άσκησης της εξουσίας.

3) Η περιφρόνηση των κανόνων του κράτους δικαίου.

4) Η εξουσιαστική διωκτική παράνοια, που εκφράζεται με την ψυχαναγκαστική ανάγκη για διαρκή «ανακάλυψη» και καταγγελία διαφόρων ανύπαρκτων συνωμοσιών.

5) Το ιδεολογικό μονοπώλιο και η μαζική πλύση εγκεφάλου από τα ασφυκτικά ελεγχόμενα κρατικά μέσα ενημέρωσης.

6) Η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του αστυνομικού μηχανισμού (που υπερβαίνει κάθε ανεκτό όριο, φτάνοντας στο σημείο να εκτελεί εν ψυχρώ τον δήθεν τρομοκράτη Πρέκα, υπό πλήρη τηλεοπτική κάλυψη μπρός σε εκατομμύρια θεατές). Και

7) Η «τιμωρός δράση» των παρακρατικών του κόμματος με εμπροσθοφυλακή τον «Λαϊκό Παρατηρητή» του Ταύρου.

 

Κατά την άποψή μου, ο Παπανδρεϊσμός είναι πολιτικό παράγωγο των ταλαντεύσεων και της αγωνίας των μικροαστικών στρωμάτων και της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, τα οποία λόγω της ιστορικά μειωμένης προσαρμοστικής ικανότητάς τους, ασφυκτιούν στο πλαίσιο των ραγδαίων κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών που μεταβάλλουν την πολιτική και κοινωνική γεωγραφία του ελλαδικού χώρου στην μετά το 1960 περίοδο.

 

Ο Παπανδρεϊσμός έδωσε σ' αυτή την αγωνία ένα πολιτικό πλαίσιο αναφοράς και της πρόσφερε το μύθο ενός χαρισματικού ηγέτη με τον οποίο μπορούσε να ταυτιστεί.

 

Η γοργή παραμορφωτική διόγκωση των αστικών κέντρων, η ταχεία μικροαστικοποίηση ευρέων προλεταριακών και αγροτικών και οι αναγκαίες συνέπειες της οριστικοποίησης του προσανατολισμού της χώρας στο μοντέλο «ανάπτυξης» των βιομηχανικών κοινωνιών, υπονόμευσε δραστικά τους προϋπάρχοντες τρόπους συγκρότησης του δικτύου των κοινωνικών σχέσεων και αποδυνάμωσε αισθητά τον κοινωνικο-ρυθμιστικό ρόλο του συνόλου των παραδοσιακών αξιών. Σαν αποτέλεσμα, η ελληνική κοινωνία βρέθηκε αφενός αντιμέτωπη με τη βαθμιαία ανατροπή ενός σχετικά σταθερού τρόπου ύπαρξης της, και αφετέρου απολύτως απροετοίμαστη να καλύψει το δημιουργούμενο κενό με την επεξεργασία και τη σταδιακή οικοδόμηση ενός άλλου μοντέλου που ανταποκρίνεται στη νέα της κατάσταση.

 

Σ' αυτές τις συνθήκες, η ραχοκοκαλιά της ελληνικής κοινωνίας που συγκροτούνταν από τους παραδοσιακούς μικροαστούς, ήταν υποχρεωμένη να αποδυθεί σε έναν επιβιωτικό διμέτωπο αγώνα εναντίον του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού που τείνει να τη συνθλίψει, και συγχρόνως εναντίον των υπό μικροαστικοποίηση ευρέων εργατικών και αγροτικών στρωμάτων, τα οποία διαπιστώνοντας τη γοργή αύξηση της αριθμητικής τους δύναμης και συνεπώς του κοινωνικού τους βάρους, είναι φυσικό να επιδιώκουν μια ανακατανομή των ρόλων στο οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο.

 

Αντιμέτωπα με τέτοιες ουσιαστικές και ταχύτατες μεταβολές, τα πολιτικά κόμματα που στήριζαν την ύπαρξή τους στο πελατειακό δίκτυο σχέσεων που τα συνέδεε με τα διάφορα παραδοσιακά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, δεν ήταν σε θέση να αποδειχθούν πειστικοί φορείς των συμφερόντων των νέων μικρο-αστικοποιημένων εργατικών και αγροτικών στοιχείων που με την ύπαρξή τους διαφοροποιούσαν την προϋπάρχουσα κοινωνική σύνθεση.

 

Χάρη στην πρόσκαιρη εκσυγχρονιστική αδυναμία των παραδοσιακών κομμάτων, υπήρχε ένα ευδιάκριτο πολιτικό κενό, το οποίο ήρθε να καλύψει ένας νέος πολιτικός σχηματισμός: το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε κατ' αποκλειστικότητα, το διαμεσολαβητικό διακανονισμό των σχέσεων αυτών των στρωμάτων τόσο με την αστική όσο και με την εργατική τάξη, προπαγανδίζοντας την επαναδιευθέτηση των όρων της «κοινωνικής ισορροπίας» και προτείνοντας ένα «τρίτο δρόμο» για τον «μετασχηματισμό» της ελληνικής κοινωνίας σε μια ολοκληρωτική κατεύθυνση.

 

Έδωσε, έτσι στον πάσχοντα, αγωνιούντα απειλούμενο και ταλαντευόμενο «νέο μικροαστισμό» ένα πολιτικό πλαίσιο αναφοράς, και συγχρόνως του πρόσφερε το μύθο ενός «χαρισματικού» ηγέτη. Δηλαδή, του χορήγησε σε υψηλές δόσεις, τα δύο πολιτικά ψυχοφάρμακα που χρησιμοποιεί κάθε αυταρχισμός σε περιόδους κοινωνικής κρίσης:

Με το πρώτο απ' αυτά, τα νέα μικροαστικά στρώματα αποκτούν μια πλαστή πολιτική ταυτότητα και την πλασματική βεβαιότητα της πολιτικής οντότητας που αντιστοιχεί σε τούτη την ταυτότητα.

Με το δεύτερο, ξεπερνούν σε κάποιο βαθμό την αγωνία που απορρέει από την ανασφαλή κοινωνική τους κατάσταση, γιατί η ταύτισή τους με έναν «χαρισματικό» ηγέτη μεταμορφώνοντάς τα σε κοινωνούς και «φορείς» της δύναμής του, αντισταθμίζει προσωρινά τη διαλυτική ανασφάλεια που τα διακατέχει.

Και με τα δυο μαζί, τα ασύνδετα και πολυδιασπασμένα νέα μικροαστικά στρώματα μπορούν να διακατέχονται από την αυταπάτη ότι αποτελούν «κοινότητα συμφερόντων», και συνεπώς να διαμορφώνουν την ψευδή κοινωνική συνείδηση που αντιστοιχεί σ αυτή την αυταπάτη, αναγόμενα έτσι σε υποκείμενα και φορείς μιας Ιδεολογίας, η οποία κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να μετασχηματισθεί σε πολιτική δύναμη.

 

Είναι, κατά συνέπεια, προφανές το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ, εξαιτίας των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών της δημιουργίας του και του τρόπου εισβολής του στη δημόσια ζωή, σε ό,τι αφορά την πολιτική αποτελεσματικότητα και τη διάρκεια της ζωής του ως υπολογίσιμος κομματικός σχηματισμός, εξαρτάται από τη βιολογική ύπαρξη του «χαρισματικού» ηγέτη χάρη στον οποίο συγκροτήθηκε, καθώς και από την ικανότητα ή την ανικανότητα να εκσυγχρονισθούν εκείνοι οι πολιτικοί σχηματισμοί που είδαν την εμβέλειά τους να μειώνεται μετά τη δημιουργία του ΠΑΣΟΚ.

 

Αυτό σημαίνει ότι το φυσιολογικό πέρας του βιολογικού κύκλου του Ανδρέα Παπανδρέου ή η εκσυγχρονιστική προσαρμογή των άλλων κομμάτων στις νέες συνθήκες, αναγκαία θα αποδυναμώσει και θα περιθωριοποιήσει αυτό τον άκρως ιδιότυπο κομματικό σχηματισμό με την «αφύσικη» και πυροτεχνηματική πολιτική διαδρομή:

 

Δύο μόλις μήνες μετά τη συγκρότησή του (1974), συσπείρωσε γύρω του το 13% των εκλογέων. Τρία χρόνια αργότερα, αύξησε το ποσοστό του στο 25% και κατέλαβε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (1977). Επτά χρόνια μετά τη δημιουργία του, έκανε άλμα στο 48% και κατέκτησε την εξουσία (1981), την οποία άσκησε επί οκτώ χρόνια εφαρμόζοντας ένα τριτοκοσμικής υφής μοντέλο αυταρχικής, αυθαίρετης, ανεξέλεγκτης και αλαζονικής διαχείρισης της. Και τέλος, δεκαπέντε χρόνια μετά την ίδρυσή του (το 1989), διαπιστώθηκε μια βαθμιαία συρρίκνωση της δύναμής του που επικυρώθηκε με την αποβολή του από τον κυβερνητικό θώκο και τη μετάταξή του στο χώρο της αντιπολίτευσης.


11. Τρίτος δρόμος: Τέλος

 

Τον Σεπτέμβριο 1943, η συνθηκολόγηση της Ιταλίας σήμανε το τέλος του μουσολινικού καθεστώτος. Και το 1945, η κρεμάλα έγραψε τον επίλογο της ζωής του ηγέτη του Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος, ήδη από τις 3/1/1925 είχε το θάρρος να διακηρύξει: "Εάν ο φασισμός υπήρξε ένας εγκληματικός συνεταιρισμός, εγώ είμαι ο αρχηγός αυτού του συνεταιρισμού".

 

Το Σεπτέμβριο 1988, η εκδήλωση της μη αποκρυπτόμενης πια όξυνσης της βιολογικής αποσύνθεσης του Ανδρέα Παπανδρέου σηματοδότησε την αρχή του τέλους της ενότητας του προσωποπαγούς «κινήματός» του και του ολοκληρωτισμού του εν μέσω δημοκρατίας. Και τον Ιούνιο του 1989, «ο πρώτος μετά Χριστόν προφήτης» Ανδρέας Παπανδρέου σε μια οριακή πολιτική και βιολογική κατάσταση, ηττήθηκε στις εκλογές από τον πιο μισητό αντίπαλό του Κωνσταντίνο Μητσοτάκη

 

Οι εκλογές στις 18-6-1989 επικύρωσαν τις αποσυνθετικές διεργασίες που πυροδότησε η αρρώστια, αποδεικνύοντας ότι ενίοτε η βιολογία μπορεί να παράγει πολιτικά αποτελέσματα. (Δεν πρέπει να λησμονείται ότι τη λύση στο αδιέξοδο του Φρανκικού καθεστώτος δεν την έδωσε η πολιτική δραστηριότητα της αντιπολίτευσης αλλά η βιολογικά αποσυνθετική δράση του καρκίνου, με αποτέλεσμα, δικαιολογημένα να οικτίρει κανείς την αντιπολίτευση και να ευγνωμονεί τον καρκίνο).

 

Όμως, ανεξάρτητα από το είδος του επιλόγου της ζωής εκείνου που προσωποποιεί τον Παπανδρεισμό, ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είχε και δεν θα έχει ποτέ το θάρρος να διακηρύξει: "Εάν το ΠΑΣΟΚ υπήρξε μια εγκληματική συμμορία, εγώ είμαι ο αρχηγός αυτής της συμμορίας".

 

Ο Μπενίτο Μουσολίνι ξεκίνησε την εξουσιομανιακή του πορεία με μια ανατροπή, και την τερμάτισε χάρη σε μια ανατροπή, η οποία τον έθεσε στη δικαιοδοσία του παρτιζάνικου δικαστηρίου που τον καταδίκασε σε θάνατο.

 

Ο Ανδρέας Παπανδρέου ξεκίνησε τη δική του εξουσιοφρενική πορεία με ένα σκάνδαλο (το σκάνδαλο Σκιαδαρέση, το 1964) και την τερμάτισε μέσα σ’ ένα βούρκο σκανδάλων, τα οποία τον έθεσαν στη δικαιοδοσία της Ειδικής Κοινοβουλευτικής «Ανακριτικής Επιτροπής», η οποία ενδέχεται να αποφύγει να εκφωνήσει οποιασδήποτε καταδικαστική απόφαση στ' όνομα της αποτροπής του «κοινωνικού διχασμού», παραγνωρίζοντας ότι έτσι μετατρέπει την επιδιωκόμενη κοινωνική συνοχή σε καθολική κοινωνική συνενοχή.

 

Άλλοι καιροί, άλλα ήθη και κυρίως άλλες σκοπιμότητες, που ωστόσο δεν αναίρουν το γεγονός ότι ο Μουσολινισμός αποτελεί παρελθόν για την Ιταλία και ο Παπανδρεϊσμός αποτελεί παρελθόν για την Ελλάδα.

 

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Στις 28-7-1973 στο Βίρτζμπουργκ, ο Α. Παπανδρέου αποκάλυπτε τους μύχιους πόθους και τις προθέσεις του, αποφαινόμενος ότι «η αστική δημοκρατία πέθανε». Και έκτοτε, με μια σωρεία παρεμφερών δηλώσεων, αποσαφήνιζε διαρκώς το ουσιαστικό περιεχόμενο του «οράματός» του. Μ' άλλα λόγια, είχε προειδοποιήσει (εγκαίρως, σαφώς και επαρκώς) για όσα έμελε να πράξει σαν διαχειριστής της εξουσίας. Κι απ’ αυτή την άποψη, κανένας συνεργάτης του δεν μπορεί να τον ψέξει, χωρίς να αυτοκατηγορηθεί για ηλιθιότητα ή ιδιοτέλεια.



2. KΛΑΥΔΙΟΣ Ο ΕΞΟΥΣΙΟΦΡΕΝΗΣ:

MΙΑ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Δημοσίευση: Ελευθεροτυπία, 21 Νοεμβρίου 1988

 

Σήμερα, καμιά κοινωνία δεν μπορεί να είναι διαφανής όσο ισχύει το τραπεζικό απόρρητο, και καμιά κοινωνία δεν μπορεί να είναι ασφαλής όσο ισχύει το ιατρικό απόρρητο για τους φορείς της πολιτικής ισχύος. Γιατί και τα δυο ισχύουν απολύτως επιλεκτικά, και μόνο προς όφελος των κατόχων, των φορέων και των διαχειριστών της εξουσίας.

 

 

Όταν ο υπερήλικας και ετοιμοθάνατος αυτοκράτορας Κλαύδιος (10 π.Χ.- 54 μ.Χ.), ο επονομαζόμενος «ηλίθιος κοσμοκράτορας» που έπασχε από γεροντική άνοια καταθλιπτικού και παρανοειδούς τύπου, ανασχημάτιζε την (υπό διαρκή ανασχηματισμό και πάντοτε μόλις ανασχηματισμένη) «αυλή» του, οι δημοσιογράφοι της εποχής (χρονικογράφοι) προκειμένου να ενημερωθούν δεν απευθύνονταν στον αναρμόδιο αυλικό «κυβερνητικό εκπρόσωπο» (που άλλωστε είχε «παραιτηθεί για να πολιτευτεί»), αλλά στο κατά τεκμήριο αρμοδιότερο Γραφείο Πληροφοριών της τότε «Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρείας» (που κατά σύμπτωση, ο σημερινός -και μέχρι τον Ιούνιο 1989- πρόεδρός της είναι Ελλην).

 

Για μια αδρή περιγραφή του Κλαύδιου ανατρέχω στον Κώστα Βάρναλη (K. Βάρναλης, Οι δικτάτορες) περιοριζόμενος σε μερικά σχόλια μέσα σε αγκύλες:

 

«Ο Κλαύδιος ήτανε αδύνατος και στο σώμα και στο πνεύμα [γι' αυτό τον συντηρούσαν με μεγάλες δόσεις κορτιζόνης και αναβολικών]. Όταν καθότανε στο θρόνο και δεν άνοιγε το στόμα του για να πει βλακείες, είχε θεωρία επιβλητική. Όταν όμως περπατούσε ή μιλούσε, τότε γινότανε γελοίος. Γιατί τα γόνατά του τρέμανε και έσερνε τα πόδια του στο πάτωμα».

[μια από τις συνήθεις παρενέργειες των νευροληπτικών που εντάσσονται στο γνωστό εξωπυραμιδικό σύνδρομο].

 

«Τις νύχτες όμως κοιμότανε λίγο και ξυπνούσε αξημέρωτα. Δεν χόρταινε ύπνο». [οι υψηλές δόσεις κορτιζόνης προκαλούν διαταραχές του ύπνου και συμπτώματα μανιοκατάθλιψης για τα οποία χορηγούνται άλατα λιθίου που είναι εξόχως τοξικά, κυρίως για την καρδιά, το ήπαρ και τα νεφρά].

 

«Κι όπως όλοι οι σκληροί, ήτανε φοβητσιάρης. Φοβότανε τους σεισμούς»

[που σύμφωνα με μια «ψυχαναλυτική» εκδοχή της εποχής, συμβόλιζαν αποστασίες και κινήσεις αποσταθεροποίησής του].

 

«Ήτανε φοβερός φαγάς. Έτρωγε κι έπινε σα βόδι»

[η αυξημένη όρεξη ήταν μια από τις παρενέργειες των ψυχοφαρμάκων].

 

Αλλά ο Κλαύδιος «είναι λιγότερο γνωστός στην ιστορία σαν Κύριος του κόσμου και περισσότερο σαν κύριος της συζύγου του, της Μεσσαλίνας. Η Μεσσαλίνα είναι ένας ολοκληρωμένος τύπος των γυναικών της εποχής: τύπος ακολασίας, σκληρότητας και σπατάλης... Μόλις έγινε 16 χρονών κοριτσάκι, παντρεύτηκε τον Κλαύδιο που ήτανε 51... Και πήρε την εξουσία από τα γέρικα χέρια του αντρός της, και τυπικά και ουσιαστικά. Πήρε το δικαίωμα να παρίσταται στις συνεδριάσεις της Συγκλήτου».

 

Λίγο μετά τη δολοφονία της Μεσσαλίνας, «η ανεψιά Αγριππίνα ανέλαβε το ιερόν καθήκον να περιποιείται το θείο της, τον ηλίθιο Κλαύδιο». [Συνοικιακή ομορφιά, με κουλτούρα άρλεκιν και αισθητική κιτς], «η υπολογιστική και υποκριτική Αγριππίνα ήξερε να χαλιναγωγεί τα πάθη της, να χαλιναγωγεί την αισθησιακή της φύση και την ανηθικότητά της... με τις περιποιήσεις και με τα... καρδιοχτύπια της μπόρεσε να τυλίξει το γέρο. Και στο τέλος του έγινε απαραίτητη και την παντρεύτηκε. Την έκανε Αυγούστα. Από τώρα και στο εξής θα βασίλευε αυτή... Η Αγριππίνα την εποχή που παντρεύτηκε τον Κλαύδιο ήτανε 34 χρονών και κείνος 59...» [Και μετά τον Κλαύδιο, το χάος].

 

Η συνέχεια είναι γνωστή από την ιστορία: Ύστερα από μια σειρά ανακτορικών δολοπλοκιών, τον Κλαύδιο διαδέχθηκε ο Νέρων (γιος της Αγριππίνας από προηγούμενο γάμο της), και το συγγενολόι του ηλίθιου κοσμοκράτορα εκκαθαρίστηκε και δεν ξανάπαιξε κανένα ρόλο στη δημόσια ζωή.

 

Οι κατά τα άλλα λαλίστατοι ψυχίατροι της εποχής, που τυρβάζουν περί πολλά για να μην πουν τίποτα το ουσιαστικό, περιέπεσαν σε συλλογική αλαλία, αποφεύγοντας να αποφανθούν για την ψυχική αρρώστια του Κλαύδιου. Σίγουρα, όχι γιατί έτρεμαν τον Καίσαρα (είναι γνωστή η «γενναιότητα» της ψυχιατρικής συντεχνίας έναντι της εξουσίας), αλλά γιατί «σέβονταν» κάποια ανύπαρκτη ιατρική δεοντολογία και κάποιο ανυπόστατο ιατρικό απόρρητο.

 

Ύψιστος νόμος γι’ αυτούς δεν είναι «η σωτηρία της πατρίδας», αλλά η σωτηρία η δική τους και της συντεχνίας τους, μέσω της επίκλησης του «ιατρικού απόρρητου», που είναι σεβαστό μόνο όταν αφορά τους διαχειριστές της εξουσίας. Κι ας χαθεί η «Ρώμη», το πολίτευμα και οι πολίτες της.

 

Σήμερα, καμιά κοινωνία δεν μπορεί να είναι διαφανής όσο ισχύει το τραπεζικό απόρρητο, και καμιά κοινωνία δεν μπορεί να είναι ασφαλής όσο ισχύει το ιατρικό απόρρητο για τους διαχειριστές της κρατικής εξουσίας. Γιατί και τα δυο ισχύουν απολύτως επιλεκτικά και μόνο προς όφελός τους.

 

Επιτέλους, είναι τουλάχιστον παράλογο να απαιτείται ψυχική, διανοητική και σωματική υγεία προκειμένου να διοριστεί κανείς δημόσιος υπάλληλος, κλητήρας στη δημαρχία ή να οδηγεί αυτοκίνητο, και να επιτρέπεται σε οποιονδήποτε να αποφασίζει για τις τύχες μιας ολόκληρης κοινωνίας υπό την επίδραση των ψυχοφαρμάκων (νευροληπτικά, άλατα λιθίου, κ.α.) ή της αυξημένης ουρίας στο αίμα του.

 

Βεβαίως όλα τούτα δεν μας αφορούν, γιατί συμβαίνουν στη Ρώμη του 1ου μ.Χ. αιώνα. Και τυχόν ομοιότητές τους με πρόσωπα και πράγματα της εποχής μας, δεν πρέπει να μας ανησυχούν γιατί όπως μας διαβεβαίωσε στις 13-11-1988, ο αξιότιμος κ. πρόεδρος της κυβερνήσεως «από κάποιον άκουσα ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν κωμωδία».

 

Σ' ό,τι με αφορά, καθόλου δεν με ανησυχεί η αξιοπιστία του ατόμου από το οποίο «άκουσε» ο κ. πρωθυπουργός αυτή την «πληροφορία». Εκείνο που με ανησυχεί βαθιά είναι ότι δεν θυμάται από ποιόν την «άκουσε».

 

Υ.Γ. Σώφρονα «σιγή ιχθύος» εξακολουθούν να τηρούν οι ψυχίατροι για τα τεκταινόμενα σ' αυτό τον τόπο. Πάντα επωνύμως λαλίστατοι προκειμένου για ανώνυμους απλούς πολίτες, και ανωνύμως σιωπηλοί όσον αφορά τους επώνυμους διαχειριστές της εξουσίας. Πάντα λογορροϊκοί απέναντι στους εξαρτημένους και άφωνοι αντίκρυ σε όσους ναρκώνουν πολιτικά την κοινωνία. Τα μέγιστα «ανησυχούντες» για την πολιτική έναντι της ηρωίνης, και παγερά αδιαφορούντες για την ηρωίνη της πολιτικής και των πολιτικών, που τείνει να δηλητηριάσει ολόκληρη την κοινωνία. Η «ψυχική διαταραχή» των άλλων είναι το αντικείμενό τους. Η κοινωνικοπολιτική διαταραχή η δική τους είναι το όριο και η μοίρα τους.


3. ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΑΣ ΕΝΑ «ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΦΡΕΝΟΚΟΜΕΙΟ»;

(περί πολιτικής, πολιτισμού, αριστεράς και ιατρικού απόρρητου)

Ράδιο Παρατηρητής, Εκπομπή «Εκ βαθέων», 15 Ιανουαρίου 1989


 

Στις 10 Ιανουαρίου 1989, ο τέως πρόεδρος της δημοκρατίας και κατ΄ ευφημισμό «εθνάρχης» Κωνσταντίνος Καραμανλής πυροδότησε τη συζήτηση για τις ψυχιατρικές όψεις της πολιτικής ζωής, με της εξής σιβυλλική δήλωση: «Τα πρωτοφανή γεγονότα που σημειώνονται τον τελευταίο καιρό στον τόπο μας, δημιουργούν την εντύπωση ότι η Ελλάς μετεβλήθη σε ένα απέραντο φρενοκομείο».

 

Το «Ράδιο-Παρατηρητής», συμμετέχοντας στις συζητήσεις που προκάλεσε αυτή η δήλωση, στις 15-1-1989 αφιέρωσε την αξιόλογη κυριακάτικη εκπομπή του «Εκ βαθέων» που επιμελείται ο δημοσιογράφος Χρήστος Ζαφείρης, σε μια προσπάθεια ερμηνείας, κριτικής και ελέγχου της εγκυρότητας των πολιτικών και ψυχιατρικών στοιχείων στα οποία παρέπεμπε η δήλωση του κ. Καραμανλή. Στη συζήτηση αυτή πήραν μέρος ο καθηγητής του ΑΠΘ Δημήτρης Φατούρος, ο δικηγόρος και ποιητής Πάνος Θασίτης και ο γράφων.

 

Η ΔΗΛΩΣΗ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

 

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πως αποτιμάτε τη δήλωση Καραμανλή; Υπάρχουν ή όχι κάποια παθολογικά φαινόμενα στη σημερινή κοινωνική μας πραγματικότητα;

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Είναι προφανές ότι η δήλωση του Κ. Καραμανλή συνιστά μια πολιτικο-ψυχιατρική διάγνωση και σαν τέτοια επιδέχεται πολιτική και ψυχιατρική ερμηνεία.

 

Από κοινωνικοπολιτική άποψη, η δική μου ερμηνεία αυτής της δήλωσης παραπέμπει στη διαστρέβλωση της διαμόρφωση των κοινωνικών δομών που διαπιστώνεται στη χώρα μας, απ' αφορμή το γεγονός ότι η κυρίαρχη τάξη (που στα καθ' ημάς μόνο κατ' ευφημισμό μπορεί να αποκαλείται αστική) στις δυτικοευρωπαικές χώρες χρειάστηκε περίπου δέκα αιώνες για να ολοκληρώσει τη φυσιογνωμία της, ενώ στην Ελλάδα διαμορφώθηκε μέσα σε δέκα μόλις χρόνια, κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, ως τερατογέννεση και προήλθε από την καταλήστευση των εβραϊκών περιουσιών, της ξένης βοήθειας, των παγωμένων πιστώσεων, της λοβιτούρας της «ανασυγκρότησης», κλπ.

 

Δηλαδή, είναι παράγωγο μιας διαδικασίας μέσω της οποίας κάθε μέχρι τότε πεινασμένος κατσικοτρόφος μεταβαλλόταν ως διά μαγείας και εν μια νυκτί σε μεγαλοεργολάβο, μεγαλοεισαγωγέα ή επιχειρηματία. Μια σημαντική αιτία των προβλημάτων που αντιμετωπίζονται σήμερα, οφείλεται στο γεγονός ότι στον τόπο μας υπερπηδήθηκε ένα ολόκληρο ιστορικό στάδιο, με αποτέλεσμα, επειδή ακριβώς δεν βιώθηκε η εμπειρία του, να είμαστε επιρρεπείς σε παλινδρομήσεις σε προγενέστερες φάσεις αυτού του σταδίου, όταν νοιώθουμε ανίκανοι να διαχειριστούμε ορισμένες κοινωνικές οξύνσεις που είναι συναρτημένες με την πορεία «ανάπτυξης» που επιλέξαμε ή μας επιβλήθηκε.

 

Από ψυχιατρική άποψη, θεωρώ δεδομένη την ύπαρξη της αρρώστιας με την έννοια ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να προσομοιαστεί μ' ένα απέραντο φρενοκομείο που κανοναρχείται από την εξουσιοφρένεια, δηλαδή από τη σχιζοφρένεια των διαχειριστών της εξουσίας, οι οποίοι διαμορφώνουν τη σκέψη και τη δράση τους υπό το κράτος ενός διαλυτικού διχασμού ανάμεσα στην πραγματικότητα που τους περιβάλλει και την πλαστή πραγματικότητα που βιώνουν. Η εξουσιοφρένεια αποτελεί την αρρώστια-πρότυπο από την οποία διακατέχεται κάθε νέα πληβεία ελίτ των διαχειριστών της εξουσίας και την οποία προβάλλουν πάνω σ' ολόκληρο το κοινωνικό σώμα, με αποτέλεσμα να αλλοιώνουν τις συμπεριφορές, τις αξίες και τις στάσεις ζωής της κοινωνίας και να διαμορφώνουν νέες, προσαρμοσμένες στο σχιζοφρενικό σύμπαν της εξουσίας.

 

Αυτή η αιτιολόγηση της πολιτικο-ψυχιατρικής διάγνωσης του κ. Καραμανλή, με κανένα τρόπο δεν τον απαλλάσσει από τις μεγάλες προσωπικές του ευθύνες για την ενδυνάμωση των διαδικασιών που οδήγησαν στη σημερινή κρίση. Καμιά αρρώστια δεν προκύπτει εκ του μηδενός. Υποβόσκει πολύ πριν να εκδηλωθεί με την όξυνση ορισμένων συμπτωμάτων σαν κι αυτά που διαπιστώνουμε σήμερα, βιώνοντας τις συνέπειες μιας πολύχρονης διαδικασίας.

 

Η κοινωνία ως σύνθεση θεσμών, ολοκληρώνεται σε επίπεδο οικονομικό, πολιτικό, πολιτιστικό και ιδεολογικό. Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της σημερινής κρίσης είναι η παροξυντική χρήση της ιδεολογίας, η οποία τείνει να καθυποτάξει τα άλλα τρία επίπεδα. Και παροξυντική χρήση της ιδεολογίας σημαίνει απλώς την καθολική κυριαρχία του παραληρηματικού λόγου της εξουσίας. Σαν αποτέλεσμα, σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής μας ζωής κυριαρχεί ο παραλογισμός. Άλλωστε, γι αυτό το λόγο ποτέ δε ρίζωσε στη χώρα μας το Θέατρο του Παράλογου: Η καθημερινή μας ζωή είναι τόσο παράλογη, που κάνει να φαντάζουν ασήμαντες ή φτωχές οι όποιες θεατρικές εκδοχές της.

 

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

 

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης;

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η όλη κατάσταση εκφράζει την πλήρη αναντιστοιχία ανάμεσα στην υφιστάμενη πραγματικότητα και την πλαστή πραγματικότητα που βιώνουν και προβάλλουν οι διαχειριστές της εξουσίας.

 

Ο «κοσκωτισμός» υπήρχε πάντοτε ως ένα δευτερεύον στοιχείο της ιδιαίτερης κοινωνικο-πολιτικής διαδρομής αυτού του τόπου. Αλλά για πρώτη φορά σήμερα θεσμοποιείται σαν κεντρικό στοιχείο των κοινωνικο-πολιτικών διεργασιών.

 

Στο πλαίσιο κάθε κοινωνικού σχηματισμού που ποδηγετείται από ένα εξουσιαστικό μηχανισμό, οι κύριες και οι δευτερεύουσες λειτουργίες του αλληλοπλέκονται και αλληλοκαθορίζονται. Όπως στην διαμόρφωση ενός συλλογισμού, η δευτερεύουσα παραπληρωματική πρόταση είναι αδύνατη και αδιανόητη χωρίς την πρωτεύουσα κεντρική που περιβάλλει, έτσι και στο επίπεδο της κοινωνίας οι δευτερεύοντες «Κοσκωτάδες» είναι αδύνατοι και αδιανόητοι χωρίς τον πρωτεύοντα «Κοσκωτά», και εν προκειμένω, χωρίς τη νέα πληβεία ελίτ των διαχειριστών της εξουσίας που επί των ημερών της εκδηλώνεται η κρίση με τόσο πρωτοφανή ένταση.

 

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τελικά, αφού τέτοια φαινόμενα όπως τα σκάνδαλα, οι κομπίνες, η έλλειψη διαφάνειας στον πολιτικό βίο και αυταρχισμός της εξουσίας, δεν αποτελούν στοιχεία μόνο της σύγχρονης δημόσιας ζωής αλλά συνέβαιναν και στις προηγούμενες φάσεις της, γιατί απασχολούν τον τόπο σήμερα μ’ αυτή την ένταση και με κυρίαρχο τρόπο;

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι μεταπολεμικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο κατατείνουν στην αυταρχοποίηση του κράτους και στην αποδυνάμωση του πολίτη, ο οποίος τείνει να μεταβληθεί σταδιακά σε υπήκοο.

 

Σ' ό,τι αφορά τη χώρα μας, στα πρώτα 30 χρόνια μετά τον εμφύλιο, οι κοινωνικές συνθήκες και η διατήρηση της ιστορικής μνήμης επέτρεπαν στον πολίτη να εναντιώνεται στην αυθαιρεσία της εξουσίας, παρά το γεγονός ότι αυτή η εναντίωση επιτελούταν κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς και καταπιεστικές συνθήκες και συνεπαγόταν την καταβολή ενός σκληρού προσωπικού τιμήματος, που οι περισσότεροι ενεργητικοί πολίτες κατέβαλαν αυτή την περίοδο.

 

Ωστόσο, εάν η έννοια του πολίτη αποκτάει νόημα από τη θέληση και τη δυνατότητα του ατόμου να αντιστέκεται στην αυθαιρεσία της εξουσίας, είναι προφανές ότι ο σύγχρονος Έλληνας υπήρχε ως πολίτης στα πρώτα 30 χρόνια μετά τον εμφύλιο, αλλά σήμερα τείνει να μετατραπεί σε ασπόνδυλο υπήκοο.

 

Θα αναφερθώ αντιδιασταλτικά σε δύο χαρακτηριστικά γεγονότα της μεταπολεμκής περιόδου:

 

α) Το 1961, η αυταρχική κυβέρνηση Καραμανλή μεθόδευσε τον περιορισμό της ελευθερίας του τύπου (και δημοσιοποίησε την απόφασή της να τροποποιήσει το σχετικό άρθρο 14 του τότε ισχύοντος Συντάγματος) και παράλληλα έφερε για ψήφιση στη βουλή ένα φασιστικής έμπνευσης νομοσχέδιο για τη δημόσια ασφάλεια, πράγμα που πυροδότησε ένα λαϊκό κίνημα (γνωστό σαν κίνημα του 114), το οποίο οδήγησε στην ανατροπή της κυβέρνηση Καραμανλή και άνοιξε το δρόμο για την εκλογική νίκη της «Ένωσης Κέντρου». Παρόμοια ενεργητική αντίδραση εκδηλώθηκε και εναντίον του πολιτικού πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1965.

 

β) Αντίθετα, σήμερα, δεν εκδηλώθηκε καμιά αντίδραση στο πολιτικό πραξικόπημα του Μαρτίου του 1975, στην επιβολή του απεργοκτόνου Αρθρου 4, στην καθιέρωση της λίστας (αυτής της διαστροφής που εξαναγκάζει τους ψηφοφόρους να εκλέγουν ως βουλευτές αυτούς που έχει ήδη επιλέξει ο αρχηγός του κόμματος), κ.α. Δηλαδή, έχουμε φτάσει σ' ένα σημείο όπου η ελευθεροφροσύνη του πολίτη της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου μεταποιήθηκε σε δουλοφροσύνη όλων των στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας.

 

Προσωπικά θεωρώ πως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά στη μεταπολεμική περίοδο, έγινε προσπάθεια να οργανωθεί η κοινωνική ζωή μιας δυτικο-ευρωπαικής χώρας με ένα τρόπο που συνδυάζει τα πιο ακραία δημαγωγικά γνωρίσματα του λαϊκισμού του Περονισμού με τον αυταρχισμό ορισμένων καθεστώτων τύπου Τσαουσέσκο και Κιμ-Ιλ-Σούνγκ. Αυτό είναι κάτι που θα σφραγίσει τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις για αρκετές γενιές.

 

Και είμαι κατηγορηματικός σ' αυτό, γιατί θεωρώ ότι ουσιαστική κάθαρση μπορεί να γίνει μόνο εάν η διαδικασία της αναληφθεί από την ίδια την κοινωνία και όχι από τους διαχειριστές της εξουσίας που είναι υπεύθυνοι για την κρίση.

 

ΕΡΩΤΗΣΗ: Με όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της κρίσης, κινδυνεύουν άραγε οι δημοκρατικοί θεσμοί στη χώρα μας;

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η απάντησή μου είναι καταφατική. Θεωρώ ότι η σημερινή κρίση εγκυμονεί κινδύνους για τους δημοκρατικούς θεσμούς, γιατί είναι ιστορικά διαπιστωμένο ότι κάθε φορά που η εξουσία τείνει να χάσει τον έλεγχο των καταστάσεων, ολοκληρωτικοποιείται. Δεν θα ήθελα να συμβαίνει αυτό, αλλά δυστυχώς συμβαίνει. Και δεν είμαι τόσο αφελώς αισιόδοξος ώστε να εκλαμβάνω τις επιθυμίες μου ως πραγματικότητα.

 

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να θυμίσω ότι τη νύχτα της 20ης προς την 21η Απριλίου 1967 που εκδηλώθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα, η ΕΔΑ διοργάνωνε σύσκεψη στελεχών στο οποίο ο γραμματέας της «Νεολαίας Λαμπράκη» Τάκης Μπενάς ανέπτυσσε περισπούδαστα το θέμα το «Γιατί δεν θα γίνει πραξικόπημα». Το επιτελείο ενός κομματικού μηχανισμού, με το στόμα ενός έμμισθου υπαλλήλου του, επιχειρηματολογούσε επί ώρες για την αδυναμία εκδήλωσης πραξικοπήματος, τη στιγμή που τα τανκς είχαν ήδη βγει στους δρόμους.

 

Η καλλιέργεια τέτοιου είδους αυταπατών, τη στιγμή που διαπιστώνονται αφενός φαινόμενα εκφυλισμού και αποσύνθεσης του κοινωνικού ιστού, και αφετέρου μια ταχύτητα στις εξελίξεις τους με τρόπο ώστε η εξουσία να τείνει να χάσει τον έλεγχό τους, με θέτει αναγκαία αντιμέτωπο με το ενδεχόμενο μιας εκτροπής που μπορεί να συμβεί με οποιαδήποτε αφορμή.

 

Η ιδέα του αυταρχικού κράτους προκαλεί φρίκη σε κάθε ελεύθερο άνθρωπο. Κι αυτή η φρίκη αποτελεί ένα ισχυρό κίνητρο για την εναντίωσή του στις εξελίξεις που εγκυμονούν τον κίνδυνο της αυταρχοποίησης του κράτους. Γι' αυτό, θεωρώντας πλεονέκτημα κάθε παρόμοια ανησυχία και μειονέκτημα κάθε εφησυχασμό, απορρίπτω κατηγορηματικά όλες τις «διπλές» τοποθετήσεις που τείνουν στην εξάλειψη των ανησυχιών.

 

Σε σχέση με την άποψη που διατυπώθηκε πριν από λίγο ότι δεν πρέπει να μένει κάποιος στην κριτική αλλά να προχωρεί και σε προτάσεις, θα ήθελα να πω ότι κάνοντας μια αναδρομή στο διανοητικό σύμπαν που με καθόρισε ως ενεργό πολίτη, δεν μπορώ να βρω πληρέστερο και ουσιαστικότερο από τον αριστοτελικό ορισμό αυτής της ιδιότητας: Πολίτης είναι εκείνος που «μετέχει αρχής και κρίσεως». Και η μόνη πρόταση που μπορεί να εξαχθεί απ' αυτό τον ορισμό συνδέεται με τη διεκδίκηση τέτοιων θεσμών που να δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε μέλος της κοινωνίας να μετέχει στην άσκηση της εξουσίας και στην απονομή της δικαιοσύνης. Το ποιός δρόμος οδηγεί σ' αυτό αποτελεί ένα διαρκώς ανοικτό και υπό συζήτηση θέμα.

 

Η αυταρχοποίηση του κράτους εγκυμονεί ιδιαίτερους κινδύνους για τους δημοκρατικούς θεσμούς και για τον πρόσθετο λόγο ότι απογυμνώνει εντελώς την ατομική προσωπικότητα, ενώ παράλληλα καθιστά απολύτως αδιαφανή την εξουσία.

 

ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ

 

Μια κραυγαλέα απόδειξη αυτής της αδιαφάνειας αποτελεί το περίφημο ιατρικό απόρρητο, που ποτέ και με κανένα τρόπο δεν λειτουργεί προς όφελος της ατομικής προσωπικότητας, αλλά πάντοτε και μόνον προς όφελος των διαχειριστών της εξουσίας.

 

Και γι' αυτό ακριβώς το λόγο, προκειμένου να πάρει κανείς άδεια μικροπωλητή ή άδεια οδήγησης είναι υποχρεωμένος να υποστεί ιατρικές εξετάσεις και να προσκομίσει το σχετικό πιστοποιητικό (πράγμα που αυτό καθαυτό συνιστά παραβίαση του ιατρικού απορρήτου), ενώ προκειμένου να κυβερνήσει μια ολόκληρη χώρα δεν υφίσταται κανένα ιατρικό έλεγχο. Και μπορεί κάποιος, πάσχοντας από μύριες παθήσεις που μπορούν να θίγουν τις ψυχο-διανοητικές του λειτουργίες, να διακανονίζει τις τύχες ολόκληρων λαών.

 

Πιστεύω ότι το πιο σοβαρό δημοσίευμα των τελευταίων μηνών είναι το ιατρικό ιστορικό του κ. Ανδρέα Παπανδρέου που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πρώτη». Σύμφωνα μ' αυτό το ιστορικό, στον εν λόγω πολιτικό διαγνώστηκε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, μια βαριά νόσος του κολλαγόνου, ο ερυθηματώδης λύκος.

 

Βλέποντας το ζήτημα από καθαρά ιατρική άποψη: Για τον έλεγχο του ερυθηματώδους λύκου (που δεν θεραπεύεται) χορηγούνται ικανές κορτιζόνης σε χρόνια βάση, πράγμα που προκαλεί την παρενεργειακή εκδήλωση μιας συμπεριφοράς μανιο-καταθλιπτικού τύπου. Και για να ελεγχθεί αυτή η συμπεριφορά χορηγούνται άλατα λιθίου και νευροληπτικά.

 

Τέτοιες καταστάσεις, όταν αφορούν τους διαχειριστές της εξουσίας αδιαφανοποιούνται τελείως με την επίκληση του ιατρικού απορρήτου, ενώ όταν συνδέονται με τους απλούς πολίτες δημοσιοποιούνται πλήρως προκαλώντας τους δεκάδες «δυσλειτουργίες» σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο.

 

Εύλογη λοιπόν μια πρώτη απορία: Με ποιά λογική δεν εμπιστευόμαστε σε ένα άτομο που εμφανίζει ορισμένες σωματικές ή ψυχικές δυσλειτουργίες την άσκηση δραστηριοτήτων ή επαγγελμάτων που δεν επιδρούν αισθητά στη ζωή μιας κοινωνίας, αλλά του εμπιστευόμαστε τη διαχείριση του παρόντος και του μέλλοντος ενός ολόκληρου λαού;

 

Το θέμα αυτό δεν αφορά ειδικά και μόνο τον κ. Ανδρέα Παπανδρέου. Αφορά όλες τις βιολογικά αποσυνθεμένες υπάρξεις που συνωστίζονται στο κοινοβούλιο. Ορισμένες τηλεοπτικές τους εικόνες είναι τόσο αποκαλυπτικές για την κατάστασή τους που φτάσαμε στο σημείο να μη θεωρείται ανέκδοτο η άποψη ότι πολλοί «εθνοπατέρες» μόλις καθίσουν στο έδρανο σπεύδουν να συνδέσουν τον ουροκαθετήρα τους με τον... κεντρικό αγωγό της βουλής.

 

Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να ομολογήσουμε ότι το ιατρικό απόρρητο διασφαλίζει μια σχέση εξουσίας μέσω της οποίας εμπεδώνεται η δυνατότητα να μας κυβερνούν άρρωστοι. Κι αυτό το πρόβλημα πρέπει κάποτε να αντιμετωπιστεί.

 

Για να αποτρέψω τη δημιουργία σκόπιμων παρεξηγήσεων, διευκρινίζω ότι είμαι εναντίον της ιατρικοποίησης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, στις οποίες, φυσικά, συμπεριλαμβάνονται και οι πολιτικές δραστηριότητες (πράγμα που διατύπωσα πολλές φορές μέχρι σήμερα, γραπτά και προφορικά).

 

Αλλά απορρίπτοντας τον εξουσιοφρενικό παραλογισμό των «δύο μέτρων και των δύο σταθμών», αδυνατώ να συμβιβαστώ με το δήθεν «λογικό παράδοξο» που συνθέτει το γεγονός ότι αποδεχόμαστε την ισχύ του ιατρικού απορρήτου για τους διαχειριστές της εξουσίας, και συγχρόνως θεωρούμε «φυσιολογική» την παραβίασή του προκειμένου για την ατομική προσωπικότητα.

 

Γιατί τί άλλο σημαίνει το γεγονός ότι από τη μια μεριά δεν δεχόμαστε να ανατεθεί στους γιατρούς να αποφασίζουν για την καταλληλότητα ενός πολιτικού, ενώ από την άλλη δεχόμαστε να ανατεθεί σ' αυτούς να αποφασίζουν για την καταλληλότητα ενός υποψήφιου μικροπωλητή, κλητήρα ή οδηγού;

 

Πρέπει να τελειώνουμε με τη λογική των δύο μέτρων και των δύο σταθμών: Το ιατρικό απόρρητο μπορεί και πρέπει να ισχύει για όλους ή για κανέναν. Αλλά δεν μπορεί και δεν πρέπει να ισχύει επιλεκτικά.

 

ΦΛΗΝΑΦΗΜΑΤΑ: «ΣΥΝΘΕΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ»,  «ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ», «Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ»

 

Και κλείνω με τρεις αναγκαίες παρατηρήσεις σχετικές με τα όσα ειπώθηκαν για τη «συνθετότητα των φαινομένων» που θίγουμε, για τη «σχετικότητα των αξιών» και για την επίκληση της «απουσίας της μεγάλης αριστεράς»:

 

α) Σ' ό,τι αφορά τη «συνθετότητα των φαινομένων», θα ήθελα να πω ότι η διαπίστωσή της δεν μπορεί να αποτελεί εσαεί άλλοθι για ν' αποφεύγουμε να πάρουμε σαφή θέση απέναντι στα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Πράγμα που αποτελεί δικαίωμα και υποχρέωσή μας.

 

β) Σ' ό,τι αφορά τη «σχετικότητα των αξιών», διαφωνώ απολύτως με την άποψη η οποία, με πρόσχημα αυτή τη «σχετικότητα», οδηγεί σε μια ηθική ή μεταφυσική αποτίμηση των καταστάσεων. Προσωπικά θεωρώ ότι κάθε πολιτισμός, σε κάθε ιστορική του φάση παράγει ένα σύνολο αξιών που είναι αντικειμενικές γι' αυτόν, με την έννοια ότι τον καθορίζουν και τον δεσμεύουν. Στο πλαίσιο του δυτικού πολιτισμού που τα σχήματά του διαμορφώνονται με βάση την κληρονομιά της κλασικής αρχαιότητας, η ελευθερία της κριτικής και της αμφισβήτησης αποτελεί αξία θεμελιώδη και αντικειμενική γι' αυτόν τον πολιτισμό, όπως θεμελιώδεις είναι οι αξίες της ζωής, της ελευθερίας της σκέψης και του λόγου, που είναι απολύτως αδιανόητες για άλλους πολιτισμούς. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο ενός πολιτισμού, και εν προκειμένω του δυτικού πολιτισμού, δεν υπάρχει θέμα αντικειμενικότητας ή υποκειμενικότητας των θεμελιωδών αξιών του: Αυτές οι αξίες τον συγκροτούν, και χωρίς αυτές η ύπαρξή του είναι αδιανόητη. Συνεπώς, δεν μπορούν να θυσιάζονται στ' όνομα οιασδήποτε σκοπιμότητας, χωρίς να θίγεται ο πυρήνας αυτού του πολιτισμού.

 

γ) Σ' ό,τι αφορά την απόδοση ενός μέρους των όσων συμβαίνουν σήμερα στην «απουσία της μεγάλης αριστεράς», θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η αριστερά με το νόημα που προσπαθούμε τώρα να της δώσουμε, δεν υπήρξε ποτέ.

 

Οι έννοιες «δεξιά» και «αριστερά» αποτελούν σήμερα ξεπερασμένα και ακατάλληλα εργαλεία για να τοποθετηθούμε απέναντι στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, γιατί είναι όροι της πολιτικής γεωγραφίας της επαναστατικά ανερχόμενης αστικής τάξης και διαμορφώθηκαν στην περίοδο γύρω από το 1789.

 

Σήμερα θα πρέπει να εστιαζόμαστε σε πολιτικά εννοιολογικά εργαλεία που επιτρέπουν την προσέγγιση στα διάφορα μοντέλα διαχείρισης του βιομηχανικού πολιτισμού, των δυνατοτήτων και κυρίως των αδιεξόδων του.

 

Και σ' αυτό ακριβώς το σημείο παίζει και χάνει το παιχνίδι η λεγόμενη «αριστερά». Γιατί αυτή η «αριστερά» εξ' αντικειμένου αδυνατεί να διατυπώσει μια πρόταση εξόδου από το αδιέξοδο του βιομηχανικού πολιτισμού, που να είναι ποιοτικά διαφορετική από τις προτάσεις των άλλων. Απλώς υπόσχεται μια «ορθολογικότερη» διαχείρισή του, κι αυτό είναι εμφανώς παράλογο. Γιατί απλούστατα, είναι αδύνατη η «ορθολογική» διαχείριση οποιουδήποτε καταληκτικού αδιέξοδου του βιομηχανικού πολιτισμού (όπως είναι αδύνατη η «ορθολογική» διαχείριση του θανάτου) το οποίο προκύπτει αναγκαία από την εξάντληση των πρώτων υλών που χρησιμοποιεί και την καταστροφή των υλικών προϋποθέσεων της ζωής πάνω σ' αυτό τον πλανήτη.

 

Με βάση μια τέτοια θεώρηση και μ' αυτό το νόημα, η αριστερά ουδέποτε υπήρξε, αλλά θα μπορούσε να υπάρξει όταν θα αρχίσει να εκφράζεται μια τοποθέτηση απέναντι στα πραγματικά προβλήματα, που θα είναι από ποιοτική άποψη διαμετρικά αντίθετη από τις προτάσεις και της επιλογές των ποικίλλων όσων διαχειριστών του βιομηχανικού πολιτισμού: Όταν απέναντι στην καχεκτική «έμμεση δημοκρατία» που επιλέγουν οι διαχειριστές του συστήματος αντιπαρατεθεί η διεκδίκηση της άμεσης δημοκρατίας, και όταν απέναντι στο ιδεολόγημα της αδύνατης «διαρκούς ανάπτυξης» των μάνατζερ του βιομηχανικού πολιτισμού αντιπαρατεθεί η διεκδίκηση της μηδενικής ή αρνητικής «ανάπτυξης» με παράλληλο ριζικό αναπροσανατολισμό του τρόπου και της ποιότητας της ζωής.

 

Σε οποιαδήποτε αντίθετη περίπτωση, η αριστερά δεν μπορεί να είναι αριστερά και θα εξαντλείται προβάλλοντας ένα ανέφικτο «ορθολογικότερο» μοντέλο διαχείρισης ενός «προαναγγελθέντος» βεβαίου θανάτου.

 

Κι όπως ένας επιχειρηματίας ποτέ δεν διαλέγει έναν ερασιτέχνη διευθυντή για να του αναθέσει την επιχείρησή του, με την ίδια λογική και το κοινωνικό σώμα θα προσανατολίζεται διαρκώς στους παραδοσιακούς διαχειριστές του συστήματος, που διαθέτουν συσσωρευμένη «γνώση» και «πείρα» αιώνων και θα αποφεύγει τους ερασιτέχνες και τους μαθητευόμενους μάγους

 

ΜΕΣΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ (ή ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗΣ)

 

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παίζουν ένα όλο και πιο καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας. Όταν λοιπόν μιλάμε για μια καθολική κρίση της ελληνικής κοινωνίας, θα πρέπει να αναφερθούμε και στο ρόλο του τύπου. Υπάρχουν ευθύνες του γι' αυτή την κρίση ή λειτουργεί ως η ζώσα συνείδηση της κοινωνίας;

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Θα ξεκινήσω με τη γενική διαπίστωση ότι στην εποχή μας, η «Λέξη» (που μέχρι σήμερα αποτελούσε τη βάση των ψυχοδιανοητικών μας διεργασιών επηρεάζοντας και τις νευροφυσιολογικές δομές που τους αντιστοιχούν), για πρώτη φορά στη γνωστή ιστορία του ανθρώπινου είδους τείνει να υποκατασταθεί από την «Εικόνα». Αυτό συνεπάγεται τόσο σημαντικές ανατροπές των ψυχοδιανοητικών και των νευροφυσιολογικών μας λειτουργιών που οι συνέπειές τους είναι αδύνατο να προβλεφθούν. Δε λέω ότι φτωχαίνει η σκέψη και τα σχετικά συναφή. Απλώς θεωρώ ότι πρόκειται για μια ριζική ανατροπή που οι επιπτώσεις της δεν μπορούν να προβλεφτούν. Το μόνο που μπορούμε είναι να τις διαπιστώνουμε.

 

Σε ό,τι αφορά το ρόλο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ή Αποβλάκωσης, κατά περίπτωση): Είναι θετικός στο βαθμό που η λειτουργία τους διέπεται από κανόνες που εναρμονίζονται με τις αξίες της ζωής, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας που είναι θεμελιώδεις για το δυτικό πολιτισμό. Και είναι απολύτως αρνητικός στο βαθμό που παραβιάζει ή υπονομεύει αυτές τις αξίες.

 

Σίγουρα, η λειτουργία των ΜΜΕ είναι άρρηκτα συνυφασμένη και με την ευαισθησία και την αντιληπικότητα του αποδέκτη του, γιατί συμβαίνει πολλά από τα πιο σοβαρά θέματα (ορισμένα από τα οποία έχουν μια προειδοποιητική σημασία) να θίγονται σε χαμηλούς τόνους. Να δώσω δυο πρόχειρα παραδείγματα:

 

α) Στην Περσία, μέσα στους πανηγυρισμούς που συνόδευαν την αντικατάσταση ενός φασίστα του 20ου αιώνα από έναν θεοκράτη φασίστα του 16ου αιώνα (δηλαδή την αντικατάσταση του Σάχη από τον Χομεινί), κανένας δεν έδωσε σημασία στις δηλώσεις του Αγιατολάχ κατά την θριαμβευτική άφιξή του στο αεροδρόμιο της Τεχεράνης. Εκείνη τη στιγμή ο Χομεινί αποφαινόμενος ότι «ο ισλαμισμός ήταν ασυμβίβαστος με τον διαλεκτικό υλισμό», κήρυξε έναν ιδεολογικό πόλεμο στους Πέρσες κομμουνιστές που αποδείχθηκαν απολύτως ανίκανοι να βγάλουν τα αναγκαία διδάγματα απ’ αυτη τη δήλωση. Και μόλις του δόθηκε η ευκαιρία, ο Χομεϊνί μετέτρεψε τον ιδεολογικό πόλεμο σε ανοικτό ένοπλο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, στέλνοντας τους κομμουνιστές στα αποσπάσματα και αναγκάζοντας του ηγέτες τους να ομολογούν από την περσική τηλεόραση ότι ήταν «πράκτορες» και «κατάσκοποι» της Μόσχας.

 

β) Επιστρέφοντας στη χώρα μας, θα ήθελα να αναφερθώ σε μια στη δήλωση ενός νομάρχη στη δίκη του Κούβελα για τη γνωστή υπόθεση του δημοτικού σταθμού. Ο εν λόγω κομματικός υπάλληλος υπεραμυνόμενος του μονοπώλιου της ΕΡΤ στην αναμετάδοση τηλεοπτικών προγραμμάτων, δήλωσε ότι «το κράτος πρέπει να εκδίδει τις εφημερίδες, και δεν πρέπει να εκχωρεί αυτό το δικαίωμα σε ιδιώτες». Δηλαδή, εμμέσως προειδοποιούσε για τις ανομολόγητες βλέψεις του κομματικού του χώρου σε σχέση με τον τύπο, που βέβαια συνδέονταν με την οριστική εξάλειψη της δυνατότητας να υπάρχει τύπος.

 

Βέβαια, πάρα πολλές φορές ο τύπος παραβιάζει βάναυσα τους κανόνες λειτουργίας του παιχνιδιού. Αλλά αυτό δε μπορεί να αντιμετωπιστεί με περιοριστικά μέτρα καταναγκαστικού χαρακτήρα. «Ένας ελεύθερος τύπος ακόμη κι αν είναι κακός, παράγει και θετικά αποτελέσματα, ενώ ένας ανελεύθερος τύπος παράγει μόνο τέρατα», προειδοποιούσε ο Karl Μarx.

 

Απ' αυτή την άποψη θεωρώ επικίνδυνα τα μέτρα περιορισμού του τύπου. Είναι ίσως αφελές, αλλά θέλω να ελπίζω ότι μέσα από διαδικασίες κοινωνικής αλληλεπίδρασης, ο τύπος μπορεί να προσαρμόσει τη λειτουργία του στις αξίες που συνθέτουν τον πολιτισμό μας.

 

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΕΞΟΔΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ;

 

ΕΡΩΤΗΣΗ: Και μια τελευταία ερώτηση. Υπάρχουν κάποιες προοπτικές, κάποιες ελπίδες εξόδου απ' αυτή την κρίση; Και ποιές είναι αυτές;

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν ελπίδες πραγματικής εξόδου από την κρίση για όσο καιρό δεν θα διεκδικείται μια πρόταση ποιοτικά διαφορετική από τις υπάρχουσες. Η διαφαινόμενη αντικατάσταση του ΠΑΣΟΚ από τη ΝΔ στα κυβερνητικά έδρανα, μπορεί ίσως να απαλύνει τα συμπτώματα με τα οποία εκδηλώνεται η κρίση, αλλά δεν θα εξαλείψει τα αίτιά της.

 

Ο πυρετός, που αποτελεί ένα από τα συμπτώματα της πνευμονίας, υποχωρεί προσωρινά με τη χορήγηση αντιπυρετικών, τα οποία βέβαια δεν επιδρούν καθόλου στο αίτιο της αρρώστιας. Και ο πνευμονιόκοκκος εξακολουθεί να δρα αποσυνθετικά στον οργανισμό που έχει προσβληθεί. Αυτή ακριβώς η λογική διέπει τις ενέργειές μας και στο πολιτικό επίπεδο, όπου προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε μια κοινωνική «πνευμονία» χορηγώντας «αντιπυρετικά».

 

Κατά τη γνώμη μου, ο μόνος τρόπος ουσιαστικής και οριστικής εξόδου από την κρίση έγκειται στο να αναλάβει η ίδια κοινωνία τη διαχείριση του εαυτού της. Όμως αυτό προϋποθέτει τη δραστική αποδυνάμωση της εξουσίας, πράγμα που δεν είναι καθόλου ορατό στις μέρες μας.

 

Η αυτονόμηση της κρατικής εξουσίας συνεπάγεται την ετερονόμηση της κοινωνίας, και αντιστρόφως, αποφαίνεται ο Karl Marx. Στη διαδρομή της ζωής μας, καθένας από μας, με την καθημερινές του πράξεις και παραλείψεις, ρίχνει το βάρος του σε μια απ' αυτές τις δυο κατευθύνσεις.



4. ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΟΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΥ

Από την κοινωνία των πολιτών στο τέλμα των υπηκόων

Απρίλιος 1989

 

 

«Αυτός που υποκύπτει σε κάθε ξένη επίδραση, ενώ της αντιστέκεται με τα λόγια... Καταφέρνει να συνδυάζει τη δημοκρατική φρασεολογία με τις ολιγαρχικές ιδέες... Έχει την ειδικότητα να φαίνεται πως επιτίθεται όταν υποχωρεί, και πως υπερασπίζεται αυτούς που προδίδει. Ξέρει να χειρίζεται δεξιοτεχνικά έναν επιφανειακό αντίπαλο και να σπρώχνει σε απελπισία έναν υποτιθέμενο σύμμαχο. Ξέρει να παίρνει στην αποφασιστική στιγμή το μέρος του δυνατού απέναντι στον πιo αδύνατο, και να το βάζει στα πόδια αλαλάζοντας όλο θάρρος και στόμφο... Και μέχρι σήμερα, η φιλία του υπήρξε πάντοτε το προμήνυμα σίγουρης καταστροφής».

Κarl Marx

(Σκιαγράφηση του Πάλμερστον, 22.10.1853)

 

 

Οι επαγγελματίες πολιτικοί, αυτοί οι παράδοξοι Ειδικοί του Τίποτα που επιμένουν να επιβιώνουν παρασιτικά σε μια αδιέξοδη εποχή «υψηλής ειδίκευσης», έχουν ως κύριο όπλο τους μια διανοητική εμβέλεια και ένα δείκτη νοημοσύνη που τους στερεί, μεταξύ άλλων και, από τη στοιχειώδη αυτοπροστασία που παρέχει στον καθένα η αίσθηση του γελοίου.

 

Και στην προσπάθειά τους να αντισταθμίσουν την μονομανιακή φοβία που τους διακατέχει από το ενδεχόμενο της απώλειας της διαχείρισης εξουσίας, απωθούν πεισματικά το αναντίρρητο γεγονός της βιολογικής και «πολιτικής» τους προσωρινότητας, και ταυτίζουν την πεπερασμένη ύπαρξή τους με τους θεσμούς.

 

Έτσι, κάθε φορά που βάλλονται οι ίδιοι για τη διανοητική ή ηθική ανεπάρκειά τους, αντιδρούν κραυγάζοντας υστερικά ότι «θίγονται οι θεσμοί», λησμονώντας ότι η διαδικασία θέσμισης της δύσμοιρης ελληνικής κοινωνίας δεν τους περιλαμβάνει... «αυτοπροσώπως».

 

Γιατί βέβαια, εάν θεσμό αποτελούν ο εκφραστής του Αμιν-Νταντισμού στην Ελλάδα και ο εσμός των προσωπικά ανύπαρκτων και ετερόφωτων «γιές-μαν» και «γιές-γούμαν» της εκάστοτε «αυλής» του (που από κοινωνικο-πολιτική και ψυχοσεξουαλική άποψη είναι καθηλωμένοι στη βρεφική φάση της «εξέλιξής» τους), η ελληνική κοινωνία από καιρό θα είχε πάψει να υφίσταται ως κοινωνία.

 

Θλιβερό το κατάντημα των σημερινών διαχειριστών της εξουσίας. Και τραγικές οι άμεσες, αλλά κυρίως οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της αρχανθρωπικής εισβολής και κυριαρχίας τους στο δημόσιο βίο.

 

Ο απολογισμός του πολιτικού κανιβαλισμού που επιβλήθηκε ως τρόπος άσκησης της εξουσίας, θα είναι περισσότερο σκοτεινός και δυσοίωνος από την εικόνα που σκιαγραφεί η μεθοδευμένη, μαζική και συστηματική υπεξαίρεση και διασπάθιση του δημοσίου χρήματος.

 

Γιατί κάποτε τα οικονομικά «ελλείμματα» θα καλυφθούν (όχι φυσικά από εκείνους που τα δημιούργησαν, μετασχηματίζοντας τη λεηλασία των δημόσιων ταμείων σε απόρρητους ιδιωτικούς τραπεζικούς λογαριασμούς).

 

Εκείνο που δεν πρόκειται να ξεπεραστεί είναι η πλήρης ανατροπή των πολιτικο-ηθικών και ψυχο-διανοητικών δομών που συνεπάγεται η πολύχρονη συστηματική καταστρατήγηση και διαστροφή της γλώσσας ενός λαού.

 

Η νέα πληβεία ελίτ που διαχειρίζεται επί επτά χρόνια την εξουσία, διέστρεψε το περιεχόμενο των εννοιών και βίασε ανενδοίαστα τις λέξεις, για να εκφράσει μια πραγματικότητα που υπήρχε μόνο στον διαταραγμένο ψυχισμό, την ανορθόλογη διάνοια και την ασταθή κοινωνική της υπόσταση.

 

Και μέσα από αυτή τη μεθοδική καταστροφή της γλώσσας, αλλοίωσε δραστικά τις ψυχοδιανοητικές μας δομές και διευκόλυνε τη μετατροπή μας από πολίτες σε υπηκόους.

 

Εάν η έννοια του πολίτη νοηματοδοτείται από την επιθυμία και τη δυνατότητά του να αντιδρά στην αυθαιρεσία της εξουσίας (σ' αντίθεση με τον υπήκοο που δεν διανοείται και δεν επιθυμεί να αντιδράσει σ'αυτή), τότε οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι σ' ολόκληρη την περίοδο που προηγήθηκε της «αντρεο-σταλινικής» βαρβαρότητας η οποία μεταμφιέστηκε σε «σοσιαλισμό», ήμασταν πολίτες μόνο όσο υπερασπιζόμασταν αυτή μας την ιδιότητα, αντιστεκόμενοι σε κάθε παραβίαση των ορίων και των κανόνων του κοινωνικο-πολιτικού παιχνιδιού από τους εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας.

 

Ήμασταν πολίτες, αλλά δεν είμαστε πια, από τη στιγμή που ανεχθήκαμε τους νεο-βάρβαρους διαχειριστές της εξουσίας:

 

- να κακοποιούν τη γλώσσα μας,

- να εμπορεύονται τα οράματά μας,

- να εμπαίζουν τις ελπίδες και τις αγωνίες μας,

- να οικοδομούν τον «Αντρεο-σταλινισμό» τους στο όνομα του σοσιαλισμού,

- να κάνουν πολιτικά πραξικοπήματα με πολύχρωμα ψηφοδέλτια «εν ονόματι της δημοκρατίας»,

- να απαγορεύουν τις απεργίες στ’ όνομα της «προστασίας των εργαζομένων»,

- να διώχνουν τις βάσεις κρατώντας τες,

- να βγαίνουν από το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ διεισδύοντας ακόμη βαθύτερα μέσα τους,

- να κάνουν «μπίζνες» αδειάζοντας τα δημόσια ταμεία και διογκώνοντας τους ιδιωτικούς τραπεζικούς λογαριασμούς τους,

- να παίρνουν «ντοκτορά» στην οικονομία με θέμα την Κοινωνικοποίηση, επεξεργαζόμενοι πρωτόγονες διδακτορικές διατριβές για την Κρατικοποίηση,

- να αναγγέλλουν ότι «η αστική δημοκρατία τερμάτισε το βίο της» (Α. Παπανδρέου, 28/7/73), και

- να μας δηλώνουν ιταμά σε «άπταιστα ελληνικά» ότι «δεν δικαιούσθε διά να ομιλείτε». (!)

 

Για δεκαετίες ολόκληρες λειτουργώντας ως πολίτες κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, διεκδικούσαμε αγωνιστικά (πολλές φορές καταβάλλοντας σκληρό αντίτιμο) την απαίτηση και το δικαίωμά μας σε μια πολιτική αρχών. Και μέσα σε επτά μόλις χρόνια, μετασχηματιστήκαμε σε υπηκόους, παραδίνοντας αδιαμαρτύρητα τη διαχείριση της τύχης μας σε έναν εσμό πολιτικών χωρίς αρχές.

 

Εάν δεν εξαλείφθηκε εντελώς κάθε ίχνος κριτικής σκέψης και αυτοκριτικής διάθεσης, θα πρέπει να ομολογηθεί ότι η ατελέστατη και αναπηρωμένη «κάθαρση» που διαφαίνεται κάπως στον ορίζοντα του θνήσκοντος «Αντρεο-σταλινισμού», δεν πυροδοτήθηκε από ένα γνήσια ανανεωμένο πολιτικό λόγο, αλλά από την ένταση της «ανορθόλογης» έλξης που άσκησαν τα «θέλγητρα» μιας «μπρουτάλ» κυρίας σε ένα βιολογικά αποσυνθεμένο γερόντιο. Και θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί. Αν έχουμε φυσικά το θάρρος που απαιτεί κάτι τέτοιο.

 

Ποιά θα ήταν άραγε η «μοίρα» αυτού του τόπου υπό τον αστερισμό του «Αντρεο-σταλινισμού», εάν δεν παρενέβαινε από αέρος (και "όλως τυχαίως") η ευτραφής αεροσυνοδός που θρυμμάτισε την αδιάσπαστη ενότητα του οικογενειακού πυρήνα του «Αντρεο-σταλινικού» μορφώματος, τινάζοντας στον αέρα την κοινότητα των συμφερόντων που το συντηρούσε ενωμένο;

 

Προφανώς, είναι εξόχως αφελής η άποψη που θέλει την «ερωτική δραστηριότητα» του «εθνικού λατίνου εραστή» ως κύρια αιτία των αντιδράσεων του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Γιατί αυτή η δραστηριότητα αποτελούσε πάγιο γνώρισμα του εν λόγω κυρίου, που αφορούσε μόνο τον ίδιο, τις εκάστοτε «ευνοούμενές» του και κανέναν άλλο.

 

Όμως, από τη στιγμή που ο γεροντικός έρως επιβλήθηκε ως «κέντρο εξουσίας» (μετά τη δημοσιοποίησή του, λίγο πριν από την κρίσιμη «εγχείρηση» στο Λονδίνο), και κυρίως από τη στιγμή που διασφαλίστηκε νομικά η δυνατότητα μεταβίβασης «μετοχών» της οικογενειακής επιχείρησης στην εν λόγω αεροσυνοδό, τινάχθηκε στον αέρα η ενότητα του «διοικητικού συμβουλίου» της μέχρι τότε συμπαγούς «δυναστείας» Παπανδρέου.

 

Επιτέλους, δεν είναι δυνατό να αγνοηθεί το κεφαλαιώδες γεγονός ότι ο αλληλοσπαραγμός των μελών του καθοδηγητικού κέντρου αυτής της οικογενειακής επιχείρησης άρχισε ουσιαστικά με την ψήφιση μιας «αθώας τροπολογίας» που εξαιρούσε από τις ρυθμίσεις της νομοθεσίας «περί νομίμου μοίρας» τους Έλληνες που έζησαν 25 χρόνια στο εξωτερικό. Το ποιόν αφορούσε και το ποιούς έθιγε καίρια αυτή η «τροπολογία» είναι γνωστό. Και οι αντιδράσεις, αναμενόμενες: Σύζυγος, τέκνα, γαμβροί... Παρακλήσεις, υπονοούμενα, μελοδράματα, απαιτήσεις, εκβιασμοί, απειλές. Το «ρέκβιεμ» μιας δύσοσμης «δυναστείας».

 

Αν δεν είχε παρεμβληθεί μ' αυτό τον τρόπο ο έρως προς την ευτραφή αεροσυνοδό, οι πιέσεις του στενού οικογενειακού και του ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος θα επέβαλαν στον επικεφαλής της ιδιότυπης αυτής «μοναρχίας» να θέσει απλώς κάποιο φραγμό στις επεκτατικές διαθέσεις της εταιρείας «Ανδρέας-Κοσκωτάς & Σία» (π.χ. με ένα νόμο που θα καθιέρωνε το ασυμβίβαστο μεταξύ τραπεζικών και εκδοτικών δραστηριοτήτων).

 

Έτσι θα ικανοποιούσε κάποιες απαιτήσεις και θα διασκέδαζε τους φόβους ορισμένων κύκλων, ενώ ο οικογενειακός πυρήνας της μεγάλης «πολιτικής και οικονομικής επιχείρησης» θα παρέμεινε ενιαίος. Και η ημι-ντόπια «σοσιαλιστική» Κόζα Νόστρα θα διασφάλιζε την μακροημέρευση της κυριαρχίας και τη διαιώνιση της επικυριαρχίας της στην ελληνική κοινωνία.

 

«Μετά τη θεοποίηση του Στάλιν, η βραδινή προσευχή κατέστη περιττή», σάρκαζε ο Μπρέχτ. Μετά τη θεσμοποίηση του γεροντικού έρωτα ως κινητήριας δύναμης στη διαμόρφωση της δημόσιας ζωής, ο πολιτικός λόγος αποδείχθηκε περιττός, διαπιστώνουν σήμερα οι υπήκοοι του «Αντρεο-σταλινισμού».

 

Όμως, τί μπορεί να είναι μια κοινωνία χωρίς πολιτικό λόγο, εάν όχι ένα άθυρμα ανιστορικών (και ανιστόρητων) ανθρωποειδών που στερούνται οποιασδήποτε προοπτικής;

 

Ο κοινωνικός και πολιτικός ορίζοντας είναι σκοτεινός, το «μέλλον έχει πολλή ξηρασία». Και δυστυχώς, δεν φροντίσαμε για αποθέματα νερού.

 

«Περήφανα νιάτα, ανασφαλείς μεσήλικες, τιμημένα γηρατειά», ευπειθείς Υπήκοοί Μου...» Καληνύχτα σας.

 


5. ΕΞΟΥΣΙΟΦΡΕΝΟΥΣ «ΜΩΡΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ»

Στο «κυνοβούλιο» αποκαλύπτονται οι διαχωριστικές γραμμές

9 Ιουλίου 1989

 

 

«Είναι πολύ αργά να σώσεις το κεφάλι σου, όμως υπάρχει ακόμα καιρός για να εξευτελιστείς, για να καταντήσεις να πιστεύεις στα μάγια και στο διάβολο, για πιστεύεις τα πάντα και να συναινείς. Ακόμα και τούτη τη στερνή ώρα».

Jan Kott, Σαίξπηρ ο σύγχρονός μας

 

Η ζωντανή τηλεοπτική αναμετάδοση των εργασιών της βουλής κατά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης Τζανετάκη (6-8 Ιουλίου 1989), είχε ένα πολλαπλά αποκαλυπτικό αποτέλεσμα και κονιορτοποίησε «εν θερμώ» τα απολύτως λογικά επιχειρήματα των πολέμιων της θεωρίας των «διαχωριστικών γραμμών».

Γιατί σ' αυτό το κρίσιμο τριήμερο αποδείχθηκε περίτρανα πως ανάμεσα σε ορισμένες πτέρυγες της βουλής δεν υπάρχουν απλώς διαχωριστικές γραμμές αλλά ανυπέρβλητα τείχη, που δεν εδράζονται σε κάποιες επιφανειακές πολιτικές αλλά σε βαθύτερες κοινωνικές, πολιτιστικές, ψυχικές και βιολογικές διαφορές.

Αγεφύρωτα χάσματα που δεν χωρίζουν το «φως από το σκοτάδι» ή την «πρόοδο από τη συντήρηση», αλλά τη συγκρατημένη ευπρεπή συμπεριφορά που υπόκειται σε κανόνες από την ανεπεξέργαστη παρορμητική λεκτική και κινητική επιθετικότητα που δεν υπόκειται σε κανένα κανόνα: Ήταν η έμπρακτη απόδειξη της πλήρους διάστασης ανάμεσα σε (έστω και επίπλαστες) νέο-εγκεφαλικές και σε γνήσιες αρχαιο-εγκεφαλικές συμπεριφορές, η οποία θα είναι μάλλον αδύνατο να διευθετηθεί με οποιοδήποτε τρόπο.

Μετά απ αυτές τις τρεις μέρες, η ελληνική κοινωνία, αν δεν θέλει να εθελοτυφλεί μόνο και μόνο για να διατηρήσει μια στρεβλή και ανυπόστατη εικόνα για τον εαυτό της, είναι υποχρεωμένη να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει ένα αγεφύρωτο συμπεριφορικό χάσμα που σχίζει στα δύο το σώμα της κοινοβουλευτικής της «εκπροσώπησης»:

Από τη μια μεριά, μια συμπεριφορά που έλκει την καταγωγή της από τα αρχαιότερα τμήματα του ανθρώπινου εγκέφαλου, η οποία ακριβώς επειδή αδυνατεί να υπάρχει χωρίς να εξαργυρώνει διαρκώς τις μετοχές της (ψευδαισθήσεις, φαντασιώσεις, παρορμήσεις) στο χρηματιστήριο της εξουσιοφρένειας, είναι αναγκασμένη να τις προβάλει πάνω σ ολόκληρο το κοινωνικό σώμα.

Από την άλλη, μια συμπεριφορά που καθορίζεται από τις απεγνωσμένες προσπάθειες του εγκεφαλικού φλοιού να θέσει κάτω από κάποιο στοιχειώδη έλεγχο τα υποφλοιώδη κέντρα του εγκεφάλου και να επιτρέψει την ανάδειξη του έλλογου στοιχείου της ανθρώπινης ύπαρξης.

Από τη μια μεριά, η ευπρέπεια, το ύφος και ένας σαφής, δομημένος πολιτικός λόγος (όπως π.χ. ο λόγος των κυρίων Κουβέλη, Κανελόπουλου και Τζανετάκη), που σηματοδοτούν το ενδεχόμενο μιας ποιοτικής αναβάθμισης του κοινοβουλίου.

Από την άλλη, η χυδαιότητα, η απρέπεια, το ανύπαρκτο ήθος, το αναιδές ύφος και, κυρίως, οι αποκαλυπτικότατες σχεδόν άναρθρες κραυγές και οι εκρήξεις με τις οποίες εκφράζονταν πολιτικά (οι όποιας παράταξης) «ταύροι εν υαλοπωλείω» που υποδύονται τους... εθνοπατέρες.

Από τη μια μεριά, ο κοινοβουλευτισμός σε μια προσπάθεια να επιβιώσει αξιοπρεπώς, και από την άλλη ο κοινοβουλευτισμός σε μόνιμη έκπτωση.

Πρόκειται δηλαδή για ένα συμπεριφορικό χάσμα με σαφείς πολιτικές, πολιτιστικές, κοινωνικές αλλά και βιολογικές παραμέτρους, που λόγω της φύσης τους, είναι μάλλον αδύνατο να ξεπεραστούν. Κι είναι δυσοίωνη για τούτο τον τόπο, η διαπίστωση ότι αυτού του είδους τα χάσματα δεν μπορούν να «καλυφθούν με άνθη».

Η κοινωνία μας, μετά από οκτώ χρόνια υποβολής της σε μια παυλοφιανής έμπνευσης μαζική «πλύση εγκεφάλου» η οποία αφύπνισε, απελευθέρωσε και θεσμοποίησε τη βαρβαρότητα του «κτήνους» που κρύβει μέσα της, πρέπει τώρα να μάθει να συμβιώνει μαζί του σε όλα τα επίπεδα της λειτουργίας της...

Τα άτομα που διαμορφώνονται σε ένα ολοκληρωτικό μικρόκοσμο που κυριαρχείται από μια απόλυτη εξουσία (δηλαδή, μια εξουσία που δεν δεσμεύεται από κανένα κανόνα) καθίστανται πλήρως ανίκανα να αποδεχθούν λογικά το γεγονός της απώλειας της εξουσίας (που στις παρυφές της παρασιτοβιούν) και αντιδρούν υπό το κράτος της εξουσίας της απώλειας.

Στον εξουσιαστικό μικρόκοσμο, η κατανομή της εξουσίας επιδρά διαφοροποιητικά και στις λεπτότερες αποχρώσεις της καθημερινής συμπεριφοράς των ατόμων: Από τον τρόπο ένδυσης μέχρι την ερωτική δραστηριότητα.

Η αίσθηση του παράλογου της αυθαιρεσίας που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες σχέσεις σε ένα σχετικά φιλελεύθερο και ανεκτικό περιβάλλον, στο ολοκληρωτικό μικρο-σύμπαν αντικαθίσταται από την αυθαιρεσία του παράλογου. Όσοι διαθέτουν κάποια ψιχία εξουσίας που τους επιτρέπουν να επικαθορίζουν τη συμπεριφορά των Άλλων, είναι φορείς μιας ψευτοβεβαιότητας πάνω στην οποία εποικοδομείται μια πλαστή ταυτότητα (τους), που επικαλύπτει την αναντιστοιχία μεταξύ της πραγματικής τους κατάστασης και της προβαλλόμενης εικόνας τους.

Με την απώλεια της εξουσίας, αυτή η πλαστή ταυτότητα θρυμματίζεται, ανατρέποντας την επισφαλή ισορροπία που στηριζόταν σ' αυτή. Σαν αποτέλεσμα, η επιβίωση της αυταρχικής προσωπικότητας συνεπάγεται την ολοκλήρωση μιας ψυχολογικής διεργασίας μέσω της οποίας η απώλεια της εξουσίας υποκαθίσταται αντισταθμιστικά από την εξουσία της απώλειας. Και «μετά από μένα, το χάος».

Απ' αυτή την άποψη, είναι σκόπιμη μια λεπτομερέστερη αναφορά στις αντιδράσεις των εκτελεστικών οργάνων του Παπανδρεϊσμού υπό το κράτος της εξουσίας της απώλειας (της εξουσίας), με την ευκαιρία της παρουσίας όλων των ηθοποιών που απαρτίζουν τον ετερόκλητο κοινοβουλευτικό θίασο ποικιλιών της «αλλαγής» στην πρόσφατη τριήμερη εμφάνισή του στη βουλή.

Ένα σύνολο συμπεριφορικών αντιδράσεων παυλοφιανού τύπου, είναι το δεσπόζον στοιχείο στην πτέρυγα των αυτοδιορισμένων θεματοφυλάκων της «αλλαγής», την οποία οι ίδιοι απέφυγαν επιμελώς να πραγματοποιήσουν στα οκτώ χρόνια που διαχειρίζονταν μονοπωλιακά και ανεξέλεγκτα την εξουσία:

Σε κάθε εγκωμιαστική αναφορά του ονόματος του «Μεγάλου Αδερφού» τους αντιδρούν με ζωηρά χειροκροτήματα και κραυγές επιδοκιμασίας, ενώ σε κάθε απαξιωτική αναφορά του αντιδρούν με μια παρορμητική, λεκτική και κινητική βιαιότητα, εν είδει νευρόσπαστου. Όπως ακριβώς τα σκυλάκια του Παυλόφ εκκρίνουν αυτόματα γαστρικό υγρό όχι με τη θέα της τροφής αλλά με τη σύλληψη του ηχητικού σήματος που έχει συνδεθεί με την τροφή.

Αποκαλυπτικότατη εικόνα μιας θλιβερής ομάδας ανθρώπων που η πολιτική λειτουργία τους έχει σαν πυρήνα της ένα και μόνο εξαρτημένο αντανακλαστικό: «Ανδρέας Παπανδρέου».

Η εν είδει «αυριανικού» ψηφιδωτού πτέρυγά τους, είναι σαφέστατα διαρθρωμένη από την άποψη της κατανομής των ρόλων:

1) Στο πρώτο πλάνο συνωστίζονται οι κομματικοί «ευπατρίδες» (άλλως, «παλαιοκομματικοί», «παρακοιμώμενοι» ή «δελφίνοι»), που μάταια προσπαθούν να μετριάσουν το άγχος που απορρέει από την αδυναμία τους να υπάρχουν ως πολιτικά αυτοδύναμες οντότητες, αδράχνοντας απελπισμένα κάθε ευκαιρία να υποδυθούν τον πολυπόθητο ρόλο του «πρωταγωνιστή» λόγω της απουσίας του αρχηγού τους.

Οι κύριοι Αλευράς, Κακλαμάνης και Πεπονής, μια «τριάδα» με πολλά κοινά χαρακτηριοδομικά, πολιτικά και πολιτιστικά στοιχεία, εντυπωσιάζουν με την εμμονή τους στην απέλπιδα προσπάθεια να συγκαλύψουν με μια προσποιητή σοβαροφάνεια, τον ιδιότυπο ψυχισμό και τη σαφώς ετεροκαθοριζόμενη πολιτική τους ταυτότητα, πασχίζοντας απεγνωσμένα να αρθούν (εναλλάξ) στο «ύψος» του θεατρικού ρόλου του Ανδρέα.

Η εν γένει εξωτερική εμφάνιση, η άρθρωση και κυρίως η ψυχολογία τους που καθορίζεται από την απολύτως ανισότιμη σχέση τους με τον αρχηγό τους, τους καταδικάζει σε αδυναμία να αναπαράγουν μια καρικατούρα του «Μεγάλου Αδερφού» τους. Μια καρικατούρα που προκαλεί οίκτο και θυμηδία, επιβεβαιώνοντας το αληθές του λόγου για τη σχέση αντιγράφου και πρωτοτύπου, η οποία μετατρέπει την τραγωδία σε κωμωδία:

Κανείς δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του Χίτλερ, του Μουσολίνι ή του Στάλιν στη θέση του Χίτλερ, του Μουσολίνι ή του Στάλιν, χωρίς να γελοιοποιηθεί. Γιατί, «η τραγωδία είναι το θέατρο του παπά, και το γκροτέσκο είναι το θέατρο του παλιάτσου». (J. Kott)

Και θέατρο του παλιάτσου συνιστά η εκρηκτική αποκάλυψη του αντιδημοκρατισμού που χαρακτηρίζει τις αυταρχικές προσωπικότητες που αντιδρούν με «εμφυλιοπολεμικές» ιαχές μόλις ανακοινώνεται η πρόταση 144 βουλευτών να παραπεμφθεί σε ειδική ανακριτική επιτροπή ο «Μεγάλος Αδερφός» και πέντε πρώην υπουργοί του.

Οι κύριοι Αλευράς, Κακλαμάνης και Πεπονής, ζώντας στη λυκοφωτική κατάσταση που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους οι οποίοι αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν την απώλεια της εξουσίας τους, αυτοεξαντλούνται σε μια ατελέσφορη προσπάθεια να κρύψουν κάτω από τη μάσκα μιας ελεγχόμενης ηπιότητας την άκρατη παρορμητική επιθετικότητα που απορρέει απ' αυτή την απώλεια.

Υποκείμενα μιας έντονης εσωτερικής σύγκρουσης ανάμεσα σ' αυτό που είναι και σ’ αυτό που θα ήθελαν να είναι, αδυνατούν να αποφύγουν την εκρηκτική αποκάλυψη του παυλοφιανού πυρήνα της πολιτικής τους συμπεριφοράς, σε κάθε πρόσληψη του σήματος «Ανδρέας Παπανδρέου».

Έτσι, όταν ο πρόεδρος της βουλής διαβάζει την πρόταση παραπομπής του Ανδρέα Παπανδρέου και πέντε τέως υπουργών του σε ειδική ανακριτική επιτροπή, σημαίνει η στιγμή της αλήθειας για τους κυρίους Αλευρά, Κακλαμάνη και Πεπονή: Κανένας από τους τρεις δεν θα ενδιαφερθεί για τους παραπεμπόμενους τέως υπουργούς του «Κινήματός». Στις παρεμβάσεις τους υπάρχει μόνο η έκδηλη αγωνία να προστατευθεί ο Ανδρέας Παπανδρέου. Οι άλλοι πέντε παραπεμπόμενοι είναι απλώς αντικείμενα, καταναλώσιμα και αντικαταστάσιμα.

Αντίδραση εξόχως αποκαλυπτική που λέει σχεδόν τα πάντα, τόσο γι αυτούς τους ίδιους σαν πολιτικά όντα, όσο και για τον πολιτικό χώρο στον οποίο εκκολάφθηκαν και τον οποίο διακονούν.

Ο κ. Άκης Τσοχατζόπουλος διαψεύδει για πολλοστή φορά τις εκτιμήσεις των πολιτικών παρατηρητών που τον θέλουν «ερωτευμένο» με τον αρχηγό του: Η διαρκής επαναβεβαίωση της προσκόλλησης του κ. Τσοχατζόπουλου στο «Μεγάλο Αδερφό», είναι ο μόνος τρόπος που του επιτρέπει να επιβεβαιώνει διαρκώς δημόσια την απελπισμένη «αγάπη» του για τον εαυτό του.

Φορέας ενός ιδιόμορφου πολιτικού ναρκισσισμού ο οποίος διαμεσολαβείται από το είδωλο ενός «άλλου», εξαναγκάζεται να υιοθετεί συνεχώς μια υστερικόμορφη συμπεριφορά, αδυνατώντας να διακρίνει εάν υποδύεται κάποιο ρόλο ή εάν «είναι» αυτός ο ρόλος.

Ο κ. Γ. Γεννηματάς, τραγικός μέχρι ιλαρότητας και συγχρόνως κωμικός μέχρι δράματος. Απρόσιτος, βλοσυρός και απειλητικός. Τα ανεβοκατεβάσματα του τόνου της φωνής του που συνοδεύονται από αναντίστοιχες συσπάσεις των προσωπικών του μυών, αποκαλύπτουν τη «συναισθηματική απροσφορότητα» που τον ταλανίζει.

«Το καλό χρώμα του προσώπου και το άγριο ύφος κατά την οξεία ασθένεια είναι κακά σημάδια... στην περίπτωση αυτή η σύσπαση των μυών (του ασθενούς) είναι ένδειξη φρενίτιδας», διατεινόταν ο Ιπποκράτης. Εν προκειμένω, η ανυπαρξία του «καλού χρώματος του προσώπου», δεν επιτρέπει μια τέτοια διάγνωση. Απομένει λοιπόν το «άγριο ύφος» και «η σύσπαση των μυών» ενός οργίλου που, αδυνατώντας μάλλον να προσανατολιστεί στο χώρο και το χρόνο, δεν συνειδητοποιεί ότι απευθύνεται σε μια βουλή η οποία δεν έχει πολλά κοινά σημεία μ αυτή της περιόδου 1981-89. Εξ ού και η υιοθέτηση μιας συμπεριφοράς κατάλληλης μόνο για ένα κομματικό ή συνδικαλιστικό ακροατήριο.

Και με μια έκδηλη διάσταση ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο του εντελώς ασύντακτου και αδόμητου λόγου του, εφάρμοσε για μια ακόμη φορά την πρώτη αρχή της δημαγωγίας: Να λες τα πάντα χωρίς να λες τίποτα.

2) Στο δεύτερο πλάνο συνωθείται ο θλιβερός χορός των «επώνυμων» υποβολέων που σιγοντάρουν τα προαναφερθέντα στελέχη, ελπίζοντας σε κάποια αναδιανομή των ρόλων από τον αρχηγό:

Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος, το πάλαι συγγραφέας επιθετικής κριτικής εναντίον του Ανδρέα Παπανδρέου με το ψευδώνυμο «ιστορικός» (περιοδικό «Τετράδια της δημοκρατίας»), νυν πνευματικός ιδιοκτήτης του χαρακτηρισμού των Φλωράκη, Κύρκου, Μητσοτάκη και Στεφανόπουλου ως «συμμορίας των 4» και προσφάτως «θεωρητικός» της μετατροπής της Ελλάδας σε «Πεκίνο», η οποία εκφράζει με το γνησιότερο τρόπο την αντίληψη του θνήσκοντος Παπανδρεϊσμού για το «σοσιαλιστικό» μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας (αντίληψη που αντιστοιχεί απολύτως στις αντιλήψεις περί κοινωνικού «μετασχηματισμού» που του κληροδότησε ο παππούς του Θ. Πάγκαλος, ο κωμικοτραγικός δικτατορίσκος του 1926 που θαύμαζε απεριόριστα τον Μουσολίνι και φιλοδοξούσε να τον αντιγράψει).

Κατά την πρώτη σύγκληση της νέας βουλής, στη συμπεριφορά του εντοπίζονται ανάμεικτα στοιχεία μεγαλοπρέπειας, υπεροψίας, σκαιότητας και απόρριψης των πληβείων «συναγωνιστών» που τον περιβάλλουν. Τυπικές εκδηλώσεις ανθρώπου που διακατέχεται από «ιδέες μεγαλείου» και μια βαθειά πίστη ότι δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο απ’ αυτό για το οποίο «γεννήθηκε» να είναι, δηλαδή «υπουργός εξωτερικών»: Υπεύθυνος διεθνών σχέσεων (τουτέστιν, «υπουργός εξωτερικών») της κομμουνιστικής αριστεράς πριν από τη μεταπολίτευση [της νεολαίας της ΕΔΑ, του ΚΚΕ, του ΚΚΕ-Εσωτερικού και της Ελληνικής Αριστεράς, σε χρονική σειρά], ανέλαβε «εργολαβικά» το υπουργείο εξωτερικών μετά την άνοδο του φαιοπράσινου ολοκληρωτισμού στην εξουσία, και διατηρήθηκε σ' αυτό επί οκτώ συνεχή έτη, όχι παίζοντας αλλά βιώνοντας και εσωτερικεύοντας τούτο το ρόλο σαν αναπόσπαστο στοιχείο της ύπαρξής του.

Ο κ. Σήφης Βαλυράκης, υπερβαίνοντας πλειστάκις τον εαυτό του με απρόσμενες ανεξέλεγκτες εκρήξεις, παραπέμπει ευθέως σε ξεπερασμένες ζωομορφικές ερμηνείες της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Ο κ. Κίμων Κουλούρης, δίνοντας την εντύπωση ότι ενεργεί υπό το κράτος της παραίσθησης ότι «ανοίγει δρόμο στη λιμουζίνα του Παπανδρέου», αποδεικνύεται άριστος χρήστης των πλέον στοιχειωδών εκφραστικών μέσων.

Και τέλος, ο κ. Δημήτρης Τσοβόλας, σε μια θέση τελείως έξω από τα νερά τού τζογαδόρικου «δώστα όλα» ή «πάρτα όλα» (ανάλογα με τις μικροκομματικές σκοπιμότητες της στιγμής), ματαίως αγωνίζεται να διασωθεί μέσω μιας απολαυστικής για τους τηλεθεατές «υστερικής κρίσης», όταν διαπιστώνει την πρόθεση του Μεγάλου Αδερφού να τον θυσιάσει στο βωμό της αρχηγικής «αθωότητας».

3) Στο τρίτο πλάνο παρατάσσονται οι λοιπές «σοσιαλιστικές» δυνάμεις. Τα πλέον απωθητικά δείγματα του χυδαιότερου μικροαστισμού, ως αναγκαίοι κομπάρσοι στους οποίους ανατέθηκε περιστασιακά και από «σπόντα» ο ρόλος του «εθνοπατέρα» ή της «εθνομητέρας», χάρη στην εύνοια κάποιων μηχανισμών, σχέσεων ή καταστάσεων: Αμήχανοι και άβολοι, εξαντλούν το λόγο της ύπαρξής τους στη βουλή με παγωμένα χαμόγελα, άτοπες γκριμάτσες, ημιτελείς χειρονομίες και ατέλειωτες μικροσυζητήσεις με τους ομοίους του. Νέοι βουλευτές (ή βολευτές, κατά Καραμανλή) του φαιοπράσινου ολοκληρωτισμού σε περίοδο μαθητείας στην ιδιόμορφη κοινοβουλευτική συμπεριφορά του Παπανδρεϊσμού.

Ποιά είναι η αποτίμηση της γενικής εικόνας της κοινοβουλευτικής εμπροσθοφυλακής του «ριζοσπαστικού αυριανο-τομπρισμού»;

Η αισθητική της εξωτερικής εμφάνισης, η στάση των κορμιών στα έδρανα, η σπασμωδικότητα των κινήσεων και η ανατριχιαστική εκφορά του λόγου (και κυρίως του έναρθρου που υποτίθεται ότι υποτάσσεται στους κανόνες και ανταποκρίνεται στα σχήματα της ελληνικής γλώσσας), αποπνέουν μια απωθητική χυδαιότητα που παραπέμπει ευθέως στις σελίδες του Ευγένιου Σύη.

Συμπυκνωμένη έκφραση ενός «ήθους» και μιας «κουλτούρας» που προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεπεράσει τους αντικειμενικούς περιορισμούς της και να ενσωματωθεί σ έναν κόσμο που «απορρίπτει».

Καλοί ηθοποιοί σε κακούς ρόλους ή κακοί ηθοποιοί σε καλούς ρόλους; Το ερώτημα είναι εντελώς ακαδημαϊκό. Σε ό,τι τους αφορά, αντικειμενική είναι μόνο η διαπίστωση της καθολικής επικυριαρχίας των υποφλοιωδών κέντρων. Κι αυτό εκφράζεται με τις βίαιες εκτινάξεις, τους μυϊκούς σπασμούς, τις αποκρουστικές γκριμάτσες, τις άναρθρες κραυγές τους. Ο ερπετόμορφος εγκέφαλος παίρνει την εκδίκησή του από τον φλοιό ή το ασυνείδητο εξοβελίζει το συνειδητό.

«Αγωνίσου ή φύγε». Κάθε ζώο αντιμέτωπο με μια απειλή, είναι αναγκασμένο να διαλέξει ανάμεσα στη μάχη και τη φυγή, αποφαίνεται η ηθολογία συνεπικουρούμενη από τη νευροφυσιολογία.

Όμως στη σημερινή βουλή, είναι αρκετοί αυτοί που δεν διαθέτουν την πολυτέλεια της εκλογής. Και με αποκλεισμένη τη φυγή, είναι υποχρεωμένοι να μαχηθούν. Υπέρ του αφέντη τους και υπέρ του εαυτού τους.

Τουλάχιστον οκτώ χρόνια συνενοχής στην προσωπολατρία, τον αυταρχισμό, την αυθαιρεσία και τα σκάνδαλα, διαμόρφωσαν ολόγυρά τους τον βούρκο που τώρα τους καταπίνει. Και δεν μπορούν να σωθούν, αδράχνοντας τα μαλλιά τους. Αυτονόητος λοιπόν ο καταστροφικός χαρακτήρας των αντιδράσεών τους στην απελπισμένη προσπάθειά τους να επιβιώσουν.

Είναι αξιοθρήνητη η γενική εικόνα ενός πολιτικού μορφώματος, συγκροτημένου συγκυριακά και χωρίς αρχές, που έχοντας ποντάρει την ύπαρξη και την ανυπαρξία του σε ένα χαρτί καταδικασμένο από πολιτική και βιολογική άποψη, βρίσκεται αντιμέτωπο με το φάσμα της χρεωκοπίας, της διάλυσης και της καταδίκης.

Σ' αυτή την τραγική κατάσταση που διαμόρφωσαν μόνοι τους, οι ευπειθείς υπηρέτες του Μεγάλου Αδερφού συνειδητοποιούν ότι δεν υπάρχει καμιά απόσταση ασφαλείας ανάμεσα στην απόφανση «το κράτος είμαι εγώ» και στην απελπισμένη ιαχή «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων».

Γιατί, την ώρα της κρίσης, στο εξουσιοφρενικό σύμπαν δεν υπάρχουν φίλοι, υπάρχουν μόνον αλλόφυλοι. Αυτός είναι ο πρώτος και έσχατος ηθικός κανόνας της «αλλαγής», που προαναγγέλλει τον πανικό του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» όταν έρχεται η ώρα της κρίσης.

Αφήνοντας πίσω τους «παλιοσίδερα και το υπόκωφο κοροϊδευτικό γέλιο των γενεών» (Τ. Μπορόφσκι), αυτός ο ιδιόμορφος θίασος ποικιλιών που επί οκτώ συναπτά έτη έπαιζε τη «Γκόλφω», πιστεύοντας ακράδαντα ότι ερμήνευε το «Βασιλιά Λήρ», συνειδητοποιεί πανικόβλητος ότι ποτέ δεν υπαγόταν στην αρμοδιότητα της πολιτικής κριτικής. Γιατί ήταν, είναι και θα είναι αντικείμενο της πολιτικής σάτιρας.



6. Ο ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΤΟΥ ΦΑΙΟΠΡΑΣΙΝΟΥ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟΥ

Η ήττα του Παπανδρεϊσμού

Ελευθεροτυπία, 5 Αυγούστου 1989

 

 

H ήττα του Παπανδρεϊσμού στις εκλογές της 16ης Ιουνίου 1989 και η μετεκλογική σύγκλιση της «δεξιάς» και της «αριστεράς», αποτελούν γεγονότα μεγάλης σημασίας για το παρόν και το μέλλον του τόπου, τόσο από πολιτική όσο και από κοινωνική άποψη. Σαν άμεση συνέπειά τους,

 

Στο πολιτικό επίπεδο:

 

1) Αποδυναμώθηκε η δραστικότητα και, συνεπώς, μειώθηκε η δυνατότητα της μικροκομματικής εκμετάλλευσης των εμφυλιοπολεμικών συνδρόμων που σε μεγάλο βαθμό καθόριζαν την πολιτική συμπεριφορά των Ελλήνων στα τελευταία σαράντα χρόνια.

 

2) Άνοιξε ο δρόμος για την αποσαφήνιση του χαρακτήρα των δυνάμεων που συμμετέχουν στο πολιτικό παιχνίδι: Ο «κεντρώος» πολιτικός χώρος (που τα τριάντα τελευταία χρόνια εκπροσωπείται από τον Παπανδρεισμό) ο οποίος παγίως παρεμβάλλεται ανάμεσα στη «δεξιά» και την «αριστερά» και διαχειρίζεται τη μεταξύ τους αντίθεση προς ίδιον κομματικό όφελος, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία εκτοπίστηκε από τη θέση του προνομιούχου διαμεσολαβητή που αιτιολογούσε και νοηματοδοτούσε την ύπαρξή του. Η άρση αυτής της διαμεσολαβητικής ιδιότητας, υποχρεώνει πλέον το φορέα της να εγκαταλείψει (επί ποινή αφανισμού) τη συστηματική κλοπή συμβόλων, συνθημάτων και ιδεολογιών και να προσδιορίσει τη δική του πολιτική ταυτότητα, συμβάλλοντας έτσι αναγκαστικά στην αποκατάσταση της ευκρίνειας της μέχρι σήμερα ασαφούς εικόνας του πολιτικού πεδίου.

 

Στο κοινωνικό πεδίο:

 

1) Ανακόπηκε η διαδικασία εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας που μεθόδευε ο εν εξουσία Παπανδρεϊσμός, αποσκοπώντας αφενός στη συγχώνευση κόμματος και κράτους και αφετέρου στην πλήρη καθυπόταξη του τραπεζικού συστήματος της χώρας σε συνδυασμό με τη μονοπώληση της ενημέρωσης. Πράγμα που εξ' αντικειμένου θα διασφάλιζε εσαεί την κυριαρχία της δυναστείας Παπανδρέου σ' αυτή τη χώρα, κατά τα απολυταρχικά πρότυπα της οικογένειας Τσαουσέσκου.

 

2) Αναχαιτίστηκε η εξουσιαστικά προωθούμενη συστηματική διαστροφή της γλώσσας, που αλλοιώνοντας τους επικοινωνιακούς κώδικες οδηγούσε αρχικά στην αδρανοποίηση και εν συνεχεία στην ανατροπή των ψυχοδιανοητικών δομών των μελών της κοινωνίας, με τελικό αποτέλεσμα τη μετατροπή τους από εν δυνάμει ενεργούς πολίτες σε παθητικούς υπηκόους.

 

3) Μπήκε κάποιος φραγμός στην εξουσιαστικά επιχειρούμενη πλήρη εξάλειψη του πολιτικού λόγου και την εμφανή υποκατάστασή του από την πορνολογία. Ενώ παράλληλα, άρχισε μια αντίστροφη πορεία που σηματοδοτείται από την προσπάθεια να εκτοπιστεί η «πολιτική» πορνογραφία και να εγκατασταθεί ένας πολιτικής υφής λόγος στη δημόσια ζωή.

 

4) Επιβραδύνθηκε αισθητά ο ταχύς ρυθμός του εκβαρβαρισμού του ύφους και του τρόπου άσκησης της εξουσίας, που έτεινε να αρθεί υπεράνω παντός νόμου και κανόνα. Κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλη άμυνα κατά της βαρβαρότητας που αποτελεί οργανικό στοιχείο της εξουσίας, εκτός από την υποβολή της στους περιορισμούς του κανόνα και του νόμου. Και τέλος (κι αυτό είναι υψίστης σημασίας),

 

5) (Ξανα)τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα μέσων και σκοπών. Μια οκταετής διακυβέρνηση με βάση την αρχή «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», κατέδειξε ότι δεν υπάρχουν ηθικοί σκοποί εξ' ορισμού. Υπάρχουν μόνο ηθικά ή ανήθικα μέσα που καθορίζουν την ηθικότητα ή την ανηθικότητα των σκοπών που εξυπηρετούν.

 

Η μοναδική συζητήσιμη ένσταση στις εξελίξεις της πρώτης μετεκλογικής περιόδου, αφορά τον ενδεχόμενο κίνδυνο της πλήρους ενσωμάτωσης όλων των πολιτικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα την «εξάλειψη κάθε αξιοσημείωτης αντιπολίτευσης, τη μείωση της αντιπροσωπευτικότητας του συστήματος των κομμάτων και την αύξηση της απόστασης που το διαχώριζε από την κοινωνία» (L. Feragioli), όπως συνάγεται απ' τη θεωρούμενη ως αντίστοιχη, ιταλική εμπειρία.

 

Στην ελληνική εκδοχή της σύγκλισης «δεξιάς» και «αριστεράς», ένας τέτοιος κίνδυνος δεν φαίνεται να υφίσταται, δεδομένου ότι η εξάλειψη κάθε αξιοσημείωτης αντιπολίτευσης είχε ήδη συντελεστεί από τη στιγμή της ανόδου του Παπανδρεϊσμού στην εξουσία και την εν συνεχεία, πλήρη καθυπόταξη της «αριστεράς» στις επιλογές των του κυβερνώντος κόμματος, στ' όνομα των αντιδεξιών συνδρόμων και της ενίσχυσης των δυνάμεων του «μπλοκ της αλλαγής».

 

Επιπλέον, σε ό,τι αφορά το λεγόμενο «ιστορικό συμβιβασμό» στην Ιταλία και την Ελλάδα, διαπιστώνεται μια πασίδηλη αντιστροφή της σχέσης μεταξύ του (εικαζόμενου) αιτίου και του (θεωρούμενου) αποτελέσματος:

 

Στην Ιταλία, η εμπειρία του «ιστορικού συμβιβασμού» έληξε το 1979. Με την εξάντληση των συνεπειών αυτού του εγχειρήματος, το 1983 οι σοσιαλιστές ανέλαβαν τη διακυβέρνηση, πραγματοποιώντας «μια ακόμη επανέκδοση των κεντροαριστερών συνασπισμών».

 

Αντίθετα, στην Ελλάδα οι «σοσιαλιστές» πήραν την εξουσία το 1981. Και το 1989, πραγματοποιείται μια σύγκλιση μεταξύ «δεξιάς» και «αριστεράς» που έχει ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του Παπανδρεϊσμού από την εξουσία.

 

Μ' άλλα λόγια, στην Ιταλία η εξάντληση του εγχειρήματος του «ιστορικού συμβιβασμού» ακολουθήθηκε από την προώθηση του σοσιαλιστικού κόμματος στην κυβέρνηση, ενώ στην Ελλάδα η σύγκλιση «δεξιάς» και «αριστεράς» που ονομάστηκε «ιστορικός συμβιβασμός», προκάλεσε την έξωση του Παπανδρεϊσμού από τον κυβερνητικό θώκο.

 

Αλλά ακόμη κι αν δεν υπήρχε αυτή η αντιστροφή, το ιταλικό προηγούμενο δεν θα μπορούσε ν' αποτελέσει τίποτε περισσότερο από ένα ζήτημα προς μελέτη. Γιατί, παρά τις περί του αντιθέτου πομπώδεις αφορισματικές διαβεβαιώσεις του (κατά τον K. Popper) «φλύαρου» και «ασυνάρτητου» ιστορικιστή Hegel, η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται.

 

Η άπειρη ποικιλομορφία και η συνθετότατα που προσδιορίζουν το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι σε κάθε εποχή, αίρει απολύτως κάθε πιθανότητα επανάληψής του. Σε διάφορες εποχές είναι δυνατό να διαμορφώνονται καταστάσεις στις οποίες μπορούν να εντοπίζονται λίγα ή πολλά συγκρίσιμα στοιχεία. Αλλά είναι απολύτως αδύνατη η αναπαραγωγή καταστάσεων όμοιων μεταξύ τους.

 

Από την άποψη αυτή, η σύγκλιση «δεξιάς» και «αριστεράς» στην Ελλάδα ανοίγει ένα δρόμο που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πού οδηγεί. Καθένας όμως δικαιούται να κάνει υποθέσεις αναφορικά μ' αυτή την πορεία.



7. ΕΠΙΛΟΓΟΣ:

Καταγγέλοντας τον Αντρεο-σταλινισμός (1978)

 

Επιβεβαιώνοντας καθημερινά τις αρνητικές εκτιμήσεις μου για το φαιοπράσινο αυταρχισμό, τόσο στην κεντρική πολιτική σκηνή όσο και στις ειδικές επιμέρους εκφράσεις της (μεταξύ αυτών και ο συνδικαλιστικός χώρος), ήδη από το Δεκέμβριο του 1978 είχα την ευκαιρία να καταγγείλω δημόσια τον καλπάζοντα προς την εξουσία Παπανδρεισμό, με δήλωση που κατέθεσα στο προεδρείο του Β' Πανελλαδικού Συνεδρίου των Νοσοκομειακών Γιατρών στη Θεσσαλονίκη:

 

«Ως εκλεγμένος εκπρόσωπος στο Β' Πανελλαδικό Συνέδριο των Νοσοκομειακών Γιατρών, καταγγέλλω την οπορτουνιστική πολιτική του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ, που οδήγησε σε μια πολιτικά ανεπίτρεπτη και εξαμβλωματική κομματική συμπαράταξη, με αποτέλεσμα τη μετατροπή του Β' Συνεδρίου από όργανο πάλης σε κομματική παρασυναγωγή, με βάση την καινοφανή πολιτική πλατφόρμα του Αντρεο-σταλινισμού.

Αυτή η νέα ανίερη συμμαχία κομματικοποίησε το σύνολο των διαδικασιών και διέστρεψε απόλυτα το νόημα του Συνεδρίου, στηριγμένη σε μια πλειοψηφία «δένδρων» που ψηφίζουν κατ' εντολή. Και κατέπνιξε κάθε αντίθετη άποψη με την υιοθέτηση μεθόδων σταλινικής και φασιστικής έμπνευσης.

Γι' αυτό το λόγο, είμαι υποχρεωμένος να προχωρήσω στη δημόσια καταγγελία του Συνεδρίου, δηλώνοντας ότι οι αποφάσεις του δεν δεσμεύουν κανέναν άλλον εκτός της συμπαράταξης ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ που τις πήρε και τις επέβαλε, και ότι σε καμιά περίπτωση δεν είναι δεσμευτικές για τους γιατρούς του νοσοκομείου που αντιπροσωπεύω, οι οποίοι (μετά την αποχώρηση μου) δεν εκπροσωπούνται πλέον σ' αυτή την κομματική παρασυναγωγή».

Κλεάνθης Γρίβας, Ελληνικός Βορράς, 16-12-1978


Οι αντιδράσεις των εκπροσώπων του Παπανδρεϊσμού στο συνέδριο, επιβεβαίωσαν αυτοστιγμεί την ορθότητα της καταγγελίας μου: Πρωτοφανείς ύβρεις και απειλές διαμόρφωσαν το κατάλληλο σκηνικό για την παρέμβαση του κ. Μπουσουλέγκα, φαιοπράσινου συνδικαλιστικού στελέχους (πρώην μέλους της Επιτροπής Ανταλλαγών Φοιτητών του Α.Π.Θ. κατά την Χούντα, που μετά το 1981, συνέχισε την κομματική του «καριέρα» ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσ/νίκης) που πρότεινε με σοβαρότητα στο Συνέδριο να «διακοπεί η σίτιση και η παροχή ξενοδοχειακής κλίνης στον καταγγέλοντα» (!)

Σημειωτέον ότι ο «καταγγέλων» ικανοποιούσε αυτές τις «πεζές» ανάγκες κατ' οίκον και όχι σε βάρος του Συνεδρίου και, προφανώς, εξ' αυτού και μόνο του λόγου, εγώ μεν διέφυγα τον... εξ' ασιτίας θάνατο, η δε ευφυέστατη αντίδραση του εν λόγω φαιοπράσινου στελέχους κατάλαβε οριστικά μια περίοπτη θέση ανάμεσα στα πολλά ανεκδοτολογικά μικροσυμβάντα της ζωής μου.

 

Έντεκα χρόνια αργότερα (το 1989), σε μια εποχή που είχε πια αποκαλυφθεί το πραγματικό πολιτικό πρόσωπο του Παπανδρεϊσμού, ο δημοσιογράφος Σπύρος Κουζινόπουλος, καταχώρησε στην εφημερίδα του το εξής σημείωμα:

 

«Δεν έχουν ίσως άδικο όσοι χαρακτήρισαν σαν Αντρεο-σταλινισμό τα όσα τρελά και παλαβά συμβαίνουν στις μέρες μας. Πάντως για ιστορικούς και μόνο λόγους, θα πρέπει να πούμε ότι τον προφητικό για κείνη την εποχή χαρακτηρισμό "αντρεο-σταλινισμός", είχε διατυπώσει από το Δεκέμβριο του 1978 ακόμη, ο ψυχίατρος Κλεάνθης Γρίβας, μιλώντας στο 2ο Πανελλαδικό Συνέδριο των Νοσοκομειακών Γιατρών, λες και προαισθανόταν από τότε το κατρακύλισμα και την κατάντια του κ. Α. Παπανδρέου. Που δημαγώγησε όσο κανείς άλλος και μάλιστα στο όνομα του «σοσιαλισμού». Κι αντί να κλείσει τη δεξιά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, όπως έταζε, άνοιξε τα χρονοντούλαπα (κοινώς χρηματοκιβώτια) για να εφορμήσουν τα πασοκογενή τρωκτικά του δημοσίου χρήματος».

Σπύρος Κουζινόπουλος, H Πρώτη, 8 Μαρτίου 1989

 

Η αμηχανία και οι ενδοιασμοί για την καταχώρηση της καταγγελίας και του δημοσιογραφικού σχολίου σ' αυτές τις σελίδες, υποχώρησαν μπρος στον πειρασμό της «ετεροχρονισμένης εκδίκησης» για ορισμένες θέσεις και απόψεις που επιβεβαιώθηκαν αναδρομικά και με μεγάλη καθυστέρηση, αφού προκάλεσαν εντονότατες συγκρούσεις, δημιούργησαν βαθύτατες πικρίες, έδωσαν λαβή σε επώδυνες παρεξηγήσεις και υπονόμευσαν ή διέλυσαν αρκετές προσωπικές σχέσεις.

 

Γιατί σήμερα, είναι πια εύκολο να αποδειχθεί ότι απ' αρχής είχαν άδικο οι κομματικοί «ειδικοί» των τεχνικών της εξουσίας, οι υπέρμαχοι της «λογικής» των σκοπιμοτήτων, οι θιασώτες ενός πολιτικού «ρεαλισμού» χωρίς αρχές, οι επαγγελματίες διαχειριστές των συνδρόμων (πολιτικών και άλλων) και οι («σοσιαλιστικώ» ή κομμουνιστικώ δικαίω) αποκλειστικοί κάτοχοι της «γνώσης» των «νόμων» της ιστορικής κίνησης.

 

Ο νοήμων άνθρωπος διδάσκεται από τις εμπειρίες του και από τις εμπειρίες των άλλων, ενώ ο βλαξ δεν διδάσκεται ούτε από τις μεν, ούτε από τις δε. Και γι' αυτό και είναι καταδικασμένος να επαναλαμβάνει εσαεί τη νευρωτική συμπεριφορά που τον προσδιορίζει ως πολιτικό Χόμο Νεαντερντάλις.



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

1. Yποθήκες του «Μεγάλου Αδερφού»: για πολιτική και ψυχιατρική χρήση

 

Όλα τα αποσπάσματα είναι παρμένα από τη συλλογή ντοκουμέντων «Από το ΠΑΚ στο ΠΑΣΟΚ», εκδόσεις Λαδιάς, Αθήνα, 1976.

 

ΑΝΔΡΕΪΣΜΟΣ. «Προερχόμαστε, ένα κομμάτι από την παλιά Ένωση Κέντρου-ΕΔΗΝ. Προερχόμαστε, ένα κομμάτι από κάτι που ονομαζότανε ή ακόμη ονομάζεται Ανδρεισμός». [A. Παπανδρέου, «Ομιλία στη συνεδρίαση της Προσωρινής Κεντρικής Επιτροπής», 19-1-1975, στο «Από το ΠΑΚ στο ΠΑΣΟΚ», σ. 85]

 

ΒΑΣΕΙΣ. «Ελληνικός έλεγχος πάνω στις αμερικάνικες βάσεις, το υποθετικό αντίβαρο για την παρουσία τους, αποτελεί ουτοπία ή φενάκη. Διαλέξτε και πάρτε. Το έχω ήδη αναλύσει. Είναι αδύνατος ο ουσιαστικός έλεγχος ακόμα και από αμερικάνικο προσωπικό με εξαίρεση ενός μικρού ποσοστού 2% που έχει γνώση των συγχρόνων συστημάτων». [A. Παπανδρέου, Ομιλία στη βουλή, 22-10-1976, ο.π., σ. 361]

 

ΒΑΣΕΙΣ. «Η παρουσία των αμερικάνικων βάσεων στην Ελλάδα εξυπηρετεί τη σοβιετική πολιτική, η οποία μπορεί να επισείσει τον κίνδυνο από το Νότο προς ορισμένες χώρες της Βαλκανικής που θα ήθελαν να ανεξαρτοποιηθούν περισσότερο.»

[Α. Παπανδρέου, Συνέντευξη τύπου, 20-3-1975, ο.π., σ. 110]

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. «Η αστική δημοκρατία τερμάτισε το βίο της». [Α. Παπανδρέου, Εισήγηση στο Σεμινάριο του Βίρτζμπουργκ, 28-7-1973, ο.π., σ. 49]

 

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ. «Η Ελλάδα αποσυνδέεται από τους στρατιωτικούς, πολιτικούς και οικονομικούς οργανισμούς.» (και του ΟΗΕ;) [Διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου 1974, σημείο 8]

 

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ. «Η μυστική διπλωματία είναι απαράδεκτη σε μια Δημοκρατία». [A. Παπανδρέου, Συνέντευξη στην «Εξόρμηση», 22-10-1976, ο.π., σ. 348]

 

ΕΚΚΛΗΣΙΑ. «Διαχωρίζεται οριστικά η εκκλησία από το κράτος και κοινωνικοποιείται η μοναστηριακή περιουσία». [Διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου 1974, σημείο 9]

 

ΕΟΚ. «Το ΠΑΣΟΚ είναι εναντίον της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ.» [A. Παπανδρέου, Συνέντευξη τύπου, 20-3-1975, ο.π., σ. 110).

 

ΕΟΚ. «Ποιά είναι η Κοινή Αγορά; Είναι η άλλη όψη του ΝΑΤΟ.» [A. Παπανδρέου, Λόγος στη βουλή, 23-9-1976, ο.π., σ. 306]

 

ΕΟΚ. «Είναι ουτοπία η ενωμένη Ευρώπη.» [A. Παπανδρέου, Λόγος στη βουλή, 1-10-1976, ο.π., σ. 330]

 

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. «Η κοινωνικοποίηση δεν ταυτίζεται με την κρατικοποίηση ή την εθνικοποίηση. Σε όλες τις περιπτώσεις κοινωνικοποίησης εξυπακούεται η αυτοδιαχείριση δηλαδή η άμεση και πλήρης συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων.» [A. Παπανδρέου, Εισήγηση στο προσυνέδριο του ΠΑΣΟΚ, 16-3-1975, ο.π., σ. 96-97]

 

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. «Συμμετοχή των εργαζομένων μόνο στη διοίκηση των επιχειρήσεων δεν αλλάζει ουσιαστικά τη σημερινή μορφή τόσο της επιχείρησης όσο και του συστήματος γενικότερα.» [A. Παπανδρέου, «O Σοσιαλισμός στην Ελλάδα, πώς και πότε», 3-11-1975, ο.π., σ. 239]

 

ΚΡΑΤΟΣ. «Είναι απόλυτη η αντίθεσή μας προς την αισιόδοξη φιλελεύθερη σκέψη π.χ. ότι το κράτος αποτελεί πάντοτε μια ουδέτερη οντότητα η οποία εξυπηρετεί εξ' ίσου όλους τους πολίτες.» [Α. Παπανδρέου, Ομιλία στη συνεδρίαση της προσωρ. Κ.Ε., 19-1-1975, ο.π., σ. 91]

 

ΚΡΑΤΟΣ. «Το κράτος δεν είναι ουδέτερος διαιτητής, αλλά ταγμένο στην υπηρεσία της εκάστοτε άρχουσας τάξης, ενός κατεστημένου.» [A. Παπανδρέου, Λόγος στην Κέρκυρα, 9-8-1975, ο.π., σ. 168]

 

ΚΡΑΤΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ. «Ο Καπιταλισμός με την ωραία ευγενική όψη, το λεγόμενο κράτος πρόνοιας, δεν μπορεί να λειτουργεί σήμερα.» [A. Παπανδρέου, Λόγος στη βουλή, 1-10-1976, ο.π., σ. 332]

 

ΜΟΝΑΡΧΙΑ. «Η μοναρχία είναι νεκρή. Όχι γιατί η Χούντα αποφάσισε να εκθρονίσει τον Κωνσταντίνο, αλλά γιατί ο λαός τον έχει καταδικάσει οριστικά.» [Α. Παπανδρέου, Συνέντευξη τύπου, 6-6-1973, ο.π., σ. 37]

 

ΜΟΝΑΡΧΙΑ. «Η αμερικάνικη ΚΥΠ προετοίμασε τον εκθρονισμό του βασιλιά.» [A. Παπανδρέου, Εισήγηση στο Σεμινάριο του Βίρτζμπουργκ, 28-7-1973, ο.π., σ. 46]

 

ΝΑΤΟ: «Όταν ωριμάσει ο χρόνος, όταν ο αγώνας του λαού μας βρει ανταπόκριση στις τάξεις του στρατού, ο Παπαδόπουλος θα αποβάλει και το έβδομο πέπλο, θα παίξει το τελευταίο του χαρτί, θα αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ... Θα αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ με την ευλογία του Πενταγώνου, εκτελώντας μάλιστα τις εντολές του. Για να γίνει η Ελλάδα αποκλειστικό τιμάριο των ΗΠΑ, αμπέλι ξέφραγο για την χωρίς περιορισμούς εκμετάλλευση του ιδρώτα του λαού μας από το αμερικάνικο κεφάλαιο και μόνο, για να σιγάσουν οι ενίοτε ενοχλητικές φωνές της Δυτικής Ευρώπης.» [A. Παπανδρέου, Τέρμα στις ψευδαισθήσεις, o.π., σ. 45]

 

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ. «Η οργάνωση του λαού έχει τρεις όψεις: Η μία είναι το Κόμμα, το Κίνημα. Η άλλη είναι η συνδικαλιστική οργάνωση. Και η τρίτη είναι η τοπική αυτοδιοίκηση.» [A. Παπανδρέου, Απάντηση σε στελέχη του ΠΑΣΟΚ, 9-8-1975, ο.π., σ. 169]

 

ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ. «Αναγνωρίζουμε σαφώς την πάλη των τάξεων.» [A. Παπανδρέου, Απάντηση σε στελέχη του ΠΑΣΟΚ, 9-8-1975, ο.π. σ. 168]

 

ΠΑΛΜΕ ΟΥΛΟΦ. «Ο Πάλμε ως πρωθυπουργός έδωσε συγχωροχάρτι στις ΗΠΑ για το Βιετνάμ». [A. Παπανδρέου, Συνέντευξη στο Der Spiegel, αναδ. στο Βήμα, 5-9-1975, ο.π., σ. 260]

 

ΠΑΣΟΚ. «Το ΠΑΣΟΚ είναι πράγματι μαρξιστικό, μη-δογματικό, κόμμα.» [A. Παπανδρέου, Κέρκυρα, 9-8-1975, ο.π., σ. 167]

 

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ. «Φυσικά η εξέγερση δεν ήταν απόλυτα αυθόρμητη, ούτε άσχετη με τις αντιστασιακές οργανώσεις. Αλλά η αντιστοιχία ανάμεσα στους οργανωμένους και τους αυθόρμητους διαδηλωτές της 16ης Νοεμβρίου, ήταν ένας προς πεντακόσιους». [A. Παπανδρέου, Αρθρο στο Monthly Review, Φεβρ. 1974, ο.π., σ. 73]

 

ΠΥΡΗΝΙΚΑ. «Το Εθνικό Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας, είναι η μόνη εφικτή επιλογή. Σε τί συνίσταται: Πρώτο... Δεύτερο, στην πλήρη αδέσμευτη συμβατική πυρηνική κάλυψη. Οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να διαθέτουν πυραύλους και ρουκέτες, τόσο επιθετικού τύπου (μακράς, μεσαίας και μικρής ακτίνας δράσης με εναλλακτική γόμωση πυρηνική ή συμβατική), όσο και αμυντικού τύπου. Αυτός ο εξοπλισμός είναι σήμερα εφικτός για όλα τα κράτη... Τρίτο, στην απόκτηση «πυρηνικής ομπρέλας»... Η δημιουργία δικής μας σχετικής βιομηχανίας απαιτεί χρόνο. Είναι όμως δυνατόν να αποκτηθούν πυρηνικά όπλα με ανορθόδοξα μέσα... Διερωτάται κανείς τί επιτέλους πέτυχε ο κ. Καραμανλής με το σύνθημα «Ελλάς, Γαλλία, Συμμαχία», όταν δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει διμερώς τουλάχιστον αυτή την κάλυψη;» [A. Παπανδρέου, Δηλώσεις σε εκπροσώπους του τύπου, 18-9-1976, ο.π., σ. 290]

 

ΡΟΥΣΦΕΤΙ. «Το ρουσφέτι κακώς θεωρείται σαν μια κακή συνήθεια, ένας ολέθριος εθισμός του λαού μας. Είναι αποτέλεσμα και συνέπεια της κακής λειτουργίας του πολιτεύματος.» [A. Παπανδρέου, Συνέντευξη στα «Νέα», 16-9-1976]

 

ΡΩΣΙΑ. «Όσοι πιστεύουν ότι η Σοβιετική Ένωση διαμορφώνει τη στρατηγική της με στόχο την εξυπηρέτηση των εργαζομένων του κόσμου, πλανώνται πλάνη μεγάλη.» [A. Παπανδρέου, Εισήγηση σε συγκέντρωση στελεχών ΠΑΣΟΚ, 30-8-1976, ο.π., σ. 256]

 

ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. «Δεν είμαστε σοσιαλδημοκράτες. Η διαφορά μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και σοσιαλισμού είναι ποιοτική, όχι ποσοτική. Είναι σαν το μαυρο-άσπρο. Η σοσιαλδημοκρατία δεν πρέπει να κριθεί από τις διακηρύξεις της αλλά από την πράξη της. Και ποιά είναι η πράξη της; Στήριξε το μονοπωλιακό κεφάλαιο, το μονοπωλιακό καπιταλισμό, στο δυτικο-ευρωπαικό χώρο. Και είναι ουσιαστικά μεταρρυθμιστικός, ανανεωτικός, ευπροσωπότερος καπιταλισμός.» [A. Παπανδρέου, Ομιλία στη συνεδρίαση της προσωρ. Κ. Ε., 19-1-1975, ο.π., σ. 85]

 

ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. «Η σοσιαλδημοκρατία είναι αστικό κόμμα που έχει βρει την μεθόδευση για την κοινωνική ειρήνη και την επέκταση και επικράτηση του καπιταλιστικού συστήματος και των καπιταλιστών.» [A. Παπανδρέου, Ομιλία σε αντιπροσώπους Κλαδικών Οργανώσεων, 10-7-1975, ο.π., σ.142]

 

ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. «Πρέπει επιτέλους να πούμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη, σκάφη: Η Σοσιαλδημοκρατία και ο Σοσιαλισμός έχουν ένα μόνο πράγμα κοινό, τα τρία πρώτα γράμματα.» [A. Παπανδρέου, Ομιλία σε αντιπροσώπους Κλαδικών Οργανώσεων, 10-7-1975, ο.π., σ.142]

 

ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. «Η Σοσιαλδημοκρατία πνέει τα λοίσθια στη Βόρεια Ευρώπη. Και μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια θα τη θάψουμε με όλες τις τιμές που της αξίζουν.» [A. Παπανδρέου, Λόγος στη Βουλή για ΕΟΚ, 1-10-1976, ο.π., σ. 332]

 

ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ.. «Τί είναι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD); Είναι το κόμμα που βασικά μπορεί να πει κανείς ότι είναι λίγο προοδευτικότερο ή λίγο συντηρητικότερο από το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ. Το πρόγραμμα του Τζόνσον πιθανώς σε ορισμένες πτυχές να ήταν πιο προοδευτικό κι από το πρόγραμμα του SPD.» [A. Παπανδρέου, Ομιλία στη συνεδρίαση της προσωρινής Κ. Ε., 19-1-1975]

 

ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ.. «Η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία έχει πια μεταβληθεί στον κύριο εκφραστή της αμερικάνικης πολιτικής στον Ευρωπαϊκό χώρο. Είναι εξουσιοδοτημένη να περάσει την πενταγωνική γραμμή σε κάθε γωνιά της ηπείρου μας.» [A. Παπανδρέου, Εισήγηση στην Κ. Ε. του ΠΑΣΟΚ, 13-4-1975, ο.π., σ. 115]

 

ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ.. «Μην ξεχνάμε ότι η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία είναι σήμερα η πρωτοπορία του ΝΑΤΟ και του μονοπωλιακού κεφαλαίου στην Ευρώπη». [A. Παπανδρέου, Ομιλία σε αντιπροσώπους Κλαδικών Οργανώσεων ΠΑΣΟΚ, 10-7-75, ο.π., σ.142]

 

ΣΤΡΑΤΟΣ. «Ο στρατός ανήκει στο έθνος». [A. Παπανδρέου, Ομιλία στην Κέρκυρα, 9-8-1975, ο.π., σ. 163]

 

ΣΥΜΑΧΙΕΣ. «Ωστόσο θα βρούμε συμμάχους στον αγώνα μας. Ποιοί θα είναι; Θα είναι οι προοδευτικές Επαναστατικές δυνάμεις του κόσμου. Και βρίσκονται παντού αυτές, και στον Τρίτο Κόσμο και στον Αραβικό χώρο και στη Νοτιανατολική Ασία και στη Λατινική Αμερική, ακόμα και στην Ευρώπη.» [A. Παπανδρέου, Εισήγηση στο Σεμινάριο του Βίρτζμπουργκ, 28-7-1973, ο.π., σ.51]

 

ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ. «ΕΡΩΤΗΣΗ: Βλέπετε πράγματι τη σωτηρία της Ελλάδας στους αδέσμευτους; ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μάλιστα». [Α. Παπανδρέου, Συνέντευξη στο περ. Der Spiegel, αναδημ. στο Βήμα, 5-9-1975, ο.π., σ. 265]

 

ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΗΣ. «Ο τεχνοκράτης δεν έχει συνείδηση, δεν έχει τοποθέτηση μέσα στην κοινωνική δομή. Είναι πληρωμένο χέρι. Είναι όπως πληρώνεις κάποιον για να κάνει μια δολοφονία, πληρώνεις τον τεχνοκράτη να σου βγάλει τη δουλειά. Λοιπόν ‘τεχνοκράτης’ δεν είναι ουδέτερη λέξη.» [A. Παπανδρέου, Ομιλία σε αντιπροσώπους Κλαδ. Οργανώσεων ΠΑΣΟΚ, 10-7-75, ο.π., σ.150]

 

Λέξεις-κλειδιά ενός χρόνιου εξουσιοφρενικού παραληρήματος

 

Αναδόμηση

Ετεροχρονισμός

Θα

Πράγματι

Προεδρεύω (απλώς)

Συγκινημένος (είμαι βαθειά συγκινημένος)

Καληνύχτα (σας)


2. Το ιατρικό ιστορικό του Ανδρέα Παπανδρέου

Εφημ. H Πρώτη, 3 Οκτωβρίου 1988

 

 

«Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες της εφημερίδας, το ιατρικό ιστορικό συντάχθηκε από διάσημο Ελληνοαμερικανό καρδιολόγο του πανεπιστημίου Σεντ Λούις των ΗΠΑ, ο οποίος παρακολουθούσε τον πρωθυπουργό από το 1936 μέχρι και τις 29-6-1984, που τον εξέτασε στην Αθήνα.

Κατά τις ίδιες πηγές, ο καρδιολόγος αυτός εξέτασε τον πρωθυπουργό κατά τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο «Σαιντ Τόμας» (τα ευρήματα της εξέτασης περιλαμβάνονται στο ιατρικό ιστορικό που συνέταξε), και τον επισκέφθηκε δύο ακόμη φορές στο νοσοκομείο του Χάρφιλντ.

Σύμφωνα με πληροφορίες μας από το Λονδίνο, το εν λόγω ιατρικό ιστορικό στάλθηκε στο δόκτορα Μαικλ Πεμπλόου στο Σαίντ Τόμας και κοινοποιήθηκε σε έναν από τους θεράποντες γιατρούς του πρωθυπουργού, τον κ. Κρεμαστινό, στις 19-9-1989.

Έτσι, σύμφωνα μ' αυτά τα αδιάσειστα στοιχεία, αποδεικνύεται ότι τουλάχιστον οι θεράποντες γιατροί του πρωθυπουργού στο Λονδίνο γνώριζαν τη σοβαρότητα της κατάστασής του και συνειδητά απέφευγαν να ενημερώσουν τον Τύπο και την κοινή γνώμη για την αληθινή εικόνα της κατάστασης της υγείας του Α. Παπανδρέου, και επέμεναν στην άποψη ότι ο πρωθυπουργός πάσχει μόνο από στένωση αορτής.

Δημοσιεύουμε το πλήρες κείμενο του ιατρικού ιστορικού του Α. Παπανδρέου που συντάχθηκε από τον καρδιολόγο που προαναφέραμε, στις 19-9-1988, πολύ πριν αποφασισθεί η υποβολή του πρωθυπουργού σε σε εγχείρηση ανοικτής καρδιάς.


Το ιατρικό ιστορικό

 

Εσωκλείονται φωτοαντίγραφα του ιατρικού ιστορικού του ως άνω ασθενούς μέχρι την 29-6-1988 που τον εξέτασα για τελευταία φορά στην Αθήνα.

 

Κατά την παιδική ηλικία, επεισόδια αμυγδαλίτιδας. Ανώδυνος ίκτερος πιθανώς οφειλόμενος σε Ηπατίτιδα τύπου Α, το καλοκαίρι του 1936, ενώ βρισκόταν σε διακοπές με τους γονείς του στην Αίγινα. Του είχε αναφερθεί ότι κατά την παιδική του ηλικία είχε διαπιστωθεί ένα καρδιακό φύσημα, για το οποίο δεν έπρεπε να ανησυχεί.

 

Το 1944, ενώ υπηβρετούσε ως παραϊατρικό προσωπικό στο ναυτικό νοσοκομείο της Bethesda στο Maryland των ΗΠΑ, παρουσίασε κυνάγχη και θεραπεύτηκε σαν περίπτωση ρευματικού πυρετού. Φεύγοντας από το στρατό έκανε αίτηση αποζημίωσης ως παθών εν υπηρεσία. Η περίπτωσή του εξετάστηκε από την Επιτροπή Αποζημιώσεων του Ναυτικού των ΗΠΑ. Η Επιτροπή αποφάσισε να μη του χορηγηθεί αποζημίωση. Κρίθηκε πως η αρρώστια του ενώ βρισκόταν σε ενεργό υπηρεσία, δεν ήταν ρευματικός πυρετός.

 

Το 1951 διαγνώσθηκε Discoid Lupus (δισκοειδής Ερυθηματώδης Λύκος). Το 1961 παρουσίασε επεισόδιο βαριάς μορφής απλαστικής αναιμίας που εκδηλώθηκε ως δευτεροπαθής ακοκκιοκυτταρική αναιμία από αλλεργική αντίδραση στην πυραζολόνη. Του έγινε σύσταση να αποφεύγει πάντοτε αυτή την επικίνδυνη για τη ζωή του, μορφή αλλεργίας.

 

Το 1977 εμφάνισε ένα επεισόδιο παροξυσμικού κολπικού ινιδισμού (μαρμαρυγής), μετά από ένα κοπιώδες γεύμα. Ο κολπικός ινιδισμός με ταχεία κοιλιακή ανταπόκριση, διάρκεσε περισσότερο από 12 ώρες.

 

Το 1980 εμφάνισε εκτεταμένους κιρσούς στο δεξιό κάτω άκρο.

 

Το 1981 (Νοέμβριος) ξαναεμφανίστηκε ο κολπικός ινιδισμός.

 

Στις 23-12-1982, κλήθηκα να τον δω για πρώτη φορά. Ο κολπικός ινιδισμός με ταχεία κοιλιακή ανταπόκριση ήταν συμπτωματικός, παρεμποδίζοντας τις καθημερινές του δραστηριότητες. Η σύστασή μου για εισαγωγή του στο νοσοκομείο και προσπάθεια καρδιακής ανάταξης απορρίφθηκε. Η ανάταξη σε φυσιολογικό ρυθμό επιτεύχθηκε στο σπίτι με φαρμακευτική αγωγή και συνεχή ηλεκτροκαρδιογραφικό έλεγχο.

 

Τα παθολογικά ευρήματα κατά την αντικειμενική εξέταση περιελάμβαναν ορισμένα δερματικά στίγματα του ανενεργούς Δισκοειδούς Λύκου, οριακή καρδιομεγαλία κατά την επίκρουση, έναν ήπιο Τ3 καλπαστικό ρυθμό, ένα 2/6 συστολικό φύσημα εξωθήσεως στην κορυφή, κιρσούς και φλεβική ανεπάρκεια στο δεξί κάτω άκρο.

 

Μια διαγνωστική εκτίμηση ως προς την αιτία του κολπικού ινιδισμού, συνίστατο σε έναν αιματολογικό έλεγχο και βιοχημικές εξετάσεις, περιλαμβάνοντας ηπατικές δοκιμασίες, κρεατινίνη ορού και ηλεκτρολύτες. Όλες οι εξετάσεις ήταν φυσιολογικές.

 

Στις 29-12-1982, ηχοκαρδιογράφημα που έγινε στο ιατρείο μου στην Αθήνα με τον κ. Κελεσίδη, αποκάλυψε συμφορητική καρδιομυοπάθεια. Η αριστερά και η δεξιά κοιλία ήταν διατεταμένες. Οι γλοχύνες της αορτικής βαλβίδας ήταν έκκεντρα κατά το κλείσιμο της βαλβίδας, με ελαφρές αποτιτανώσεις, αλλά και η κινητικότητά τους παρέμενε, δεν υπήρχε αριστερή κοιλιακή υπερτροφία. Το πάχος του ενδοκοιλιακού διαφράγματος ήταν φυσιολογικό.

 

Γενικά, η αριστερή κοιλία ήταν υποκινητική. Το ποσοστό του κλάσματος εξωθήσεως (fraction sortening) δεν υπερέβαινε το 28%. Η απόσταση μεταξύ του προσθίου leafeet της μιτροειδούς βαλβίδας και του κοιλιακού διαφράγματος ήταν αυξημένο. Ο αριστερός κόλπος ήταν φυσιολογικός (36 mm). Η αορτή ήταν φυσιολογικού μεγέθους (30 mm). Δεν υπήρχε στένωση μιτροειδούς.

 

Συστήθηκε καθετηριασμός της καρδιάς για περαιτέρω εκτίμηση. Ο ασθενής απέρριψε κάθε ιδέα εισαγωγής σε νοσοκομείο στην Ελλάδα ή τις ΗΠΑ και δέχθηκε εισαγωγή στη Σουηδία. Σχέδια για εισαγωγή του στο νοσοκομείο Karolinska της Στοκχόλμης ακυρώθηκαν στη συνέχεια με αίτηση του ασθενούς.

 

Ο ασθενής τέθηκε σε θεραπεία με Lanoxin και μια μικρή δόση Moduretic. Αντιπηκτικά από το στόμα, ενώ στην αρχή έγιναν δεκτά, εν συνεχεία απορρίφθηκαν από τον ασθενή μετά από συστάσεις του οικογενειακού του γιατρού και άλλων ιατρών και φίλων. Στον ασθενή δόθηκαν οδηγίες να απέχει από κάθε αλκοολούχο ποτό και να αποφεύγει την πρόσληψη αλατιού. Η συμπτωματολογία βελτιώθηκε, ιδιαίτερα ως προς τη δύσπνοια, με την άσκηση.

 

Στις 10-3-1983 κλήθηκα να τον δω για μια διάρροια που επέμενε για πάνω από μία εβδομάδα και ήταν ανθεκτική στα συνηθισμένα φάρμακα από το στόμα που του είχε συστήσει ο οικογενειακός του γιατρός. Η διάρροια επέμενε με εξάρσεις και υφέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της Άνοιξης του 1983. Αυτή η κατάσταση ήταν μια ξεχωριστή αλλαγή σε σχέση με τη συνηθισμένη δυσκοιλιότητα που παρουσίαζε και για την οποία έπαιρνε καθαρτικά τα τελευταία δύο χρόνια.

 

Στις 26-3-1983, με την ευκαιρία μιας επίσημης επίσκεψης στον Καναδά, έγραψα στους δόκτορες John Finley και Khirshead του Γενικού Νοσοκομείου του Τορόντο συνοψίζοντας τα ιατρικά προβλήματα του ασθενούς και τονίζοντας την ανησυχία μου για τα γαστρεντερολογικά και καρδιολογικά προβλήματά του. Ο ασθενής δέχθηκε να εισαχθεί στο Γενικό Νοσοκομείο του Τορόντο για μια πλήρη εκτίμηση και η γυναίκα του ευνοούσε πολύ αυτή την ιδέα.

 

Κατά την επιστροφή του από τον Καναδά στην Ελλάδα με ενημέρωσε ότι δεν μπόρεσε να ρυθμίσει μια διαγνωστική εκτίμηση στο νοσοκομείο, λόγω του υπερφορτωμένου προγράμματός του, και ότι αισθανόταν πολύ καλά.

 

Στα τέλη Μαΐου 1983, η διάρροια υποτροπίασε και στις 6-6-1983 τον είδα εν συμβουλίω στο σπίτι του με τον γαστρεντερολόγο Α. Μίχα. Τα βασικά κλινικά σημεία του ασθενούς ήταν φυσιολογικά. Η αρτηριακή πίεση 130/80. Ο καρδιακός ρυθμός φυσιολογικός. Το συστολικό φύσημα εξωθήσεως δεν είχε αλλάξει κλινικά και ακτινολογικά, και η έντασή του ήταν 2/6. Κεφαλή, αυτιά, μάτια, μύτη και λαιμός ήταν φυσιολογικά. Δεν υπήρχε διάταση της σφαγίτιδας φλέβας και ο καρωτιδικός παλμός ήταν φυσιολογικός. Ο θυροειδής φυσιολογικός. Υπήρχαν κιρσοί και ίχνη οιδήματος στο δεξί κάτω άκρο. Η εξέταση του ορθού ήταν φυσιολογική. Ορθοσκόπηση μετά από κατάλληλη προετοιμασία του εντέρου τις δύο προηγούμενες μέρες, πού έγινε από τον ιατρό κ. Μίχα, έδωσε την εντύπωση ότι η διάρροια οφειλόταν στα οινοπνευματώδη. Του συστήθηκε και πάλι να απέχει από κάθε οινοπνευματώδες ποτό. Στις 12-6-1983 η διάρροια σταμάτησε με Immodium.

 

Στις 20-9-1983, εξέταση ρουτίνας έδειξε αρτηριακή πίεση 150/95, ένα 2/6 μεσοσυστολικό φύσημα στην κορυφή, φυσιολογικό καρδιακό ρυθμό με ένα μπλοκ Α-V πρώτου βαθμού. Η υπόλοιπη αντικειμενική εξέταση ήταν φυσιολογική.

 

Στις 19-4-1984, ο κολπικός ινιδισμός υποτροπίασε. Ο ασθενής το απέδωσε στην υπερκόπωση των εκλογών. Μια μικρή δόση Αμιδαρόνης που του είχε χορηγηθεί στις 6-6-1983, διακόπηκε. Επειδή ο ασθενής δεν συμφωνούσε για αντιπηκτική αγωγή από το στόμα, του χορηγήθηκε ένας συνδυασμός Persantin και Ασπιρίνης.

 

Στις 23-6-1984 το απόγευμα, αισθάνθηκε μια ασυνήθιστη δύσπνοια την ώρα που έβγαινε από το απογευματινό του κολύμπι. Εξέταση στο μπανγκαλόου στο Λαγονήσι εκείνο το βράδυ έδειξε κολπικό ινιδισμό με κολποκοιλιακό αποκλεισμό υψηλού βαθμού. Διακόπηκε κάθε χορήγηση φαρμάκων περιλαμβανομένων των Persantin και Ασπιρίνης. Η αιτιολογία του αργού κοιλιακού ρυθμού δεν ήταν έκδηλη. Κάθε σκέψη για εισαγωγή σε νοσοκομείο εκείνο το βράδυ, απορρίφθηκε.

 

Στις 24-6-1984 (την επόμενη μέρα), ο κοιλιακός ρυθμός του κολπικού ινιδισμού ήταν 70 ανά λεπτό και ο ασθενής τελείως ασυμπτωματικός. Συμφώνησε για εισαγωγή σε μεγάλο ιατρικό κέντρο της Σουηδίας ή της Ολλανδίας εκείνο το καλοκαίρι, για μια πλήρη εκτίμηση (περιλαμβανομένου και καρδιακού καθετηριασμού). Αυτά τα σχέδια στη συνέχεια ακυρώθηκαν κατ' επιθυμία του ασθενούς.

 

Ο πατέρας του ασθενούς πέθανε σε ηλικία 75 ετών από αιμορραγία του άνω γαστρεντερικού συστήματος που επεπλάκη από πνευμονικό οίδημα και πιθανώς εγκεφαλικό επεισόδιο.

 

Ανασκόπηση των συστημάτων (του ασθενούς) έδειξε ευερέθιστο κώλον και αεροφαγία. Υπήρξε μανιώδης καπνιστής για πολλά χρόνια, και σε κάποια στιγμή άλλαξε σε κάπνισμα πίπας. Συνήθιζε να πίνει οινοπνευματώδη ποτά.

 

Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης εξέτασης του ασθενούς στο νοσοκομείο St. Thomas, τον βρήκα με βαρύ ίκτερο, με εκσεσημασμένα σημεία και συμπτώματα δεξιάς συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας.

 

Κατά την επίκρουση διαπιστωνόταν καρδιομεγαλία. Ο ρυθμός ήταν κολπικού ινιδισμού. Το συστολικό φύσημα εξωθήσεως της αορτικής στένωσης ακουγόταν κατ' εξοχήν πάνω από την αριστερή κοιλιακή κορυφή, παρατεινόμενο και διαμέσου του δεύτερου καρδιακού ήχου. Υπήρχε ένα ελαφρύ υψίτονο διαστολικό φύσημα και ένας διακοπτόμενος S3 καλπαστικός ρυθμός.

 

Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει κατάλληλη μια Cavitron Ultrasound Surgical Aspiration (χειρουργική αναρρόφηση με cavitron υπερήχους) γι' αυτή τη βαριά αποτιτανωμένη αορτική βαλβίδα.

 

Συμφωνώ μαζί σας ότι μια χοίρειος αορτική βαλβίδα θα ήταν το ιδεώδες. Εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς υπό συνθήκες μιας πρωτοπαθούς συμφορητικής, διατεταμένου τύπου, καρδιομυοπάθειας σε συνδυασμό με έναν επιμένοντα για μήνες βαρύ ίκτερο, μπορεί να εμπεριέχει μεγάλο χειρουργικό κίνδυνο».

Pin It