Κλεάνθης Γρίβας
ΕΝΝΕΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
(1985)
● Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη στις 1-3/4/1985
(σε έρευνα που έκανε η δημοσιογράφος κ. Λίτσα Κουρλή)
● Περιλήφθηκε στη συλλογή δοκιμίων
Κλ. Γρίβας: Η Εξουσία της Βίας (Ιανός, Θεσσαλονίκη, 1987).
1) Συνήθως η τάση για αυτοκτονία αποδίδεται σε διαφόρους κληρονομικούς, ψυχιατρικούς ή ιδιοσυγκρασιακούς παράγοντες. Σε ποιο βαθμό είναι έγκυρη μια τέτοια ερμηνεία;
Η απόδοση της τάσης για αυτοκτονία σε κάποια «επιβαρημένη κληρονομικότητα» ή σε κάποια δήθεν «ψυχική αρρώστια» είναι ένα απολύτως αβάσιμο ιδεολόγημα που εξυπηρετεί μόνο την εξουσία. Είναι μια μυθολογική κατασκευή, επιστημονικά διάτρητη αλλά πολιτικά έγκυρη στο υφιστάμενο πλέγμα των σχέσεων εξουσίας. Και σ' αυτό ακριβώς οφείλεται η διάδοσή της.
Η «ψυχική αρρώστια» δεν προδιαθέτει στην αυτοκτονία περισσότερο από την ψυχική «υγεία». Εάν η «ψυχική αρρώστια» και η αυτοκτονία αποτελούν δύο από τους πολλούς δείκτες της κοινωνικής αποσύνθεσης, τότε είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να κάνουμε αναγωγή του ενός στον άλλο, παραβλέποντας τον κοινό τους παρονομαστή, δηλαδή το ειδικό (νοσογόνο κατά τη γνώμη μου) κοινωνικό πλαίσιο που στους κόλπους του παράγεται και αναπαράγεται διαρκώς και η «ψυχική αρρώστια» και η αυτοκτονία.
Μ’ άλλα λόγια, το ερώτημα που θα έπρεπε να τίθεται αφορά στο κατά πόσο μπορεί μια ορισμένη κοινωνική δομή να προδιαθέτει αναγκαία και διαρκώς στην «ψυχική αρρώστια» και την αυτοκτονία. Όπως είναι ευνόητο ένα τέτοιο ερώτημα έχει πολιτικές συνέπειες, πράγμα που υπονοεί ότι αυτός που το επιχειρεί αναλαμβάνει ορισμένες πολιτικές, κοινωνικές και επαγγελματικές συνέπειες.
Γι αυτό, οι τεχνικοί του πολιτικού και ψυχικού μας «σέρβις», ανεξάρτητα από τον ιδεολογικό μανδύα με τον οποίο εμφανίζονται, προτιμούν να ξορκίζουν την αυτοκτονία με την αναπαραγωγή των κυρίαρχων ιδεολογημάτων της «ψυχικής αρρώστιας» και της κληρονομικότητας.
Νομίζω πως κάποτε θα πρέπει να ξεμπερδέψουμε με τους μύθους που καλλιεργεί η κυρίαρχη ιδεολογία, που η βασική κοινωνική και πολιτική της λειτουργία έγκειται στην απενοχοποίηση της εξουσίας και την ενοχοποίηση της ατομικής προσωπικότητας, η οποία καταπιέζεται με όλο και πιο πολυσύνθετους τρόπους,
Προσωπικά, θεωρώντας πως η αυτοκτονία συνιστά αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ατόμου (διαμέσου του οποίου αποκτά λόγο πάνω στο θάνατό του, όντας στερημένο από κάθε ουσιαστικό λόγο πάνω στη ζωή του), υπερασπίζομαι την άποψη ότι δεν υπάρχει «φυσική αυτοκτονία», ότι κάθε αυτοκτονία είναι μια δολοφονία και, συνεπώς, ότι πίσω από κάθε αυτοκτονία υπάρχει κάποιος δολοφόνος που εντοπίζεται στο πρόσωπο της παράλογης και καταναγκαστικής εξουσίας, η οποία διαστρεβλώνει κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Απ’ αυτή την άποψη, είναι ζωτική η ανάγκη της εξουσίας να συγκαλύπτει τη διαλυτική της παρέμβαση χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο μέσο και πριν απ' όλα την κυρίαρχη «επιστημονική» ιδεολογία μέσω της οποίας επεξεργάζεται, καλλιεργεί και επιβάλλει δυο κυρίως μύθους σχετικά με την αυτοκτονία.
Σύμφωνα με τον πρώτο απ' αυτούς τους μύθους, η αυτοκτονία είναι δηλωτικό ή συνακόλουθο κάποιας ψυχικής «αρρώστιας», ενώ σύμφωνα με τον δεύτερο είναι δηλωτικό ή συνακόλουθο κάποιας επιβαρυμένης κληρονομικότητας.
Μια κριτική προσέγγιση αυτών των επιστημονικοφανών ιδεολογημάτων, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει καμιά αιτιολογική σχέση ανάμεσα στην αυτοκτονία αφενός και στο δίπτυχο «ψυχική αρρώστια» και κληρονομικότητα αφετέρου. Όμως, για ν' αποφύγω τις χρονοβόρες και κουραστικές επαναλήψεις, σας παραπέμπω σ' ένα σχετικό δοκίμιό μου που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ιανός» (τχ, 7, Μάης 1984) και σπεύδω να θέσω ένα ερώτημα: Εάν τα κύρια ψευτοεπιστημονικά ιδεολογήματα για την αυτοκτονία δεν αντέχουν στην κριτική και εάν η αυτοκτονία δεν σχετίζεται αιτιολογικά με το δίπτυχο «ψυχική αρρώστια» και «κληρονομικότητα», νομιμοποιούμαι να αναρωτηθώ εάν και κατά πόσο ενοχοποιείται για την αυτοκτονία μια ορισμένη κοινωνική δομή και ένα ορισμένο πλέγμα εξουσιαστικών σχέσεων;
Κατά την άποψή μου, η αυτοκτονία αποτελεί μια απ' τις ενδεχόμενες, ύστατες και απέλπιδες, αντιδράσεις της ατομικής προσωπικότητας στην αλλοτριωτική και νοσογόνα δράση που ασκούν επάνω της οι διάφοροι κατασταλτικοί θεσμοί. Ανάμεσα σ' αυτούς ιδιαίτερη θέση κατέχει το τριαδικό θεσμικό πλαίσιο (οικογένεια, σχολείο. Στρατός) που προετοιμάζει το άτομο για την ένταξη και την ολοκληρωτική καθυπόταξή του στην κατακερματισμένη, αποπροσωποποιημένη, εξαρτημένη και καταναγκαστική εργασιακή δραστηριότητα, η οποία βρίσκει την ολοκλήρωση της στην γενίκευση και την καθολικοποίηση του καθεστώτος της μισθωτής δουλείας, που αποτελεί το κύριο γνώρισμα της εποχής μας σ' όλη την έκταση του δυτικού-ιδιωτικού, όσο και του ανατολικού-γραφειοκρατικού καπιταλισμού.
Μια τέτοια προσέγγιση επιτρέπει μια ικανοποιητική ερμηνεία της αυτοκτονίας, σκιαγραφεί κάποιες ικανοποιητικές απαντήσεις σε ορισμένα παρεπόμενα ερωτήματα (όπως για παράδειγμα, αυτά που αφορούν την υψηλότερη συχνότητα αυτοκτονιών σε μερικές ανατολικές χώρες) και μπορεί να πυροδοτήσει ορισμένες πολιτικές διεργασίες που είναι ασύμφορες για τις υφιστάμενες σχέσεις εξουσίας.
Κι αυτό ακριβώς είναι που προσπαθεί να αποφύγει η εξουσία μέσω των ιδεολογημάτων που εφευρίσκονται και επιβάλλονται απ' τους απολογητές της,
2) Η αυτοκτονία είναι πράξη ηρωισμού ή δειλίας;
Κατά κανόνα είναι μια απ' τις πιθανές απαντήσεις απαντήσεις του ατόμου που βιώνει μια κατάσταση απόλυτου αδιέξοδου απέναντι στο οποίο αδυνατεί να βρεί κάποια άλλη διαφυγή. Μερικές φορές μπορεί να είναι πράξη αυτογνωσίας, με την έννοια της επίγνωσης των ορίων της ύπαρξης μας (όπως για παράδειγμα η αυτοκτονία της κόρης του Μαρξ και του συντρόφου της Πολ Λαφάργκ ή η πρόσφατη αυτοκτονία του Αρθουρ Κέσλερ). Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση και πολύ περισσότερο η πραγμάτωση της, εμπεριέχει ένα στοιχείο τραγικό και ηρωικό ταυτόχρονα.
Κατά τη γνώμη μου, όλες οι θεωρητικές ασυναρτησίες «περί δειλίας των αυτοκτονούντων» είναι αρεστές μόνο σ' εκείνους που συνηθίζουν να υποδύονται τον «ήρωα» μονάχα από θέση ασφάλειας ή ισχύος (και οι οποίοι, λόγω κοινωνικής θέσης ή ρόλου, είναι έξω απ' τους αφανιστικούς όρους του «παιχνιδιού» του απόλυτου αδιεξόδου που συμβαίνει να επιβάλλεται σε ορισμένα από τα μέλη κάθε εξουσιαστικής κοινωνίας, παρά και ενάντια στη θέληση τους).
Το ότι όλη αυτή η ασυναρτησία «περί δειλίας» είναι εντελώς ξένη με την κατάσταση που υποτίθεται ότι θέλει να «ερμηνεύσει», συμπεραίνεται κι από το εμπειρικά διαπιστωμένο γεγονός ότι τα άτομα που έχουν μια εμπειρία απόπειρας αυτοκτονίας, ποτέ δεν αναφέρονται σ' αυτή με όρους ηρωισμού ή δειλίας, πράγμα τόσο προσφιλές στους διάφορους ψυχο-τεχνικούς που εμφανίζονται πάντα σαν εκ των υστέρων τιμητές της βιωματικής εμπειρίας του Άλλου, προς την οποία είναι εντελώς ξένοι.
3) Ποιος είναι κατά κανόνα ο δείκτης ευφυΐας μεταξύ εκείνων που αυτοκτονούν; Χαμηλός ή υψηλός;
Μια και αναφέρθηκε ο «δείκτης ευφυΐας», θα πρέπει απ' αρχής να τονίσω ότι κατά την άποψη μου τόσο τα «τεστ νοημοσύνης» ειδικά (που εξαγόμενο τους είναι ο «δείκτης ευφυίας»), όσο και τα διάφορα ψυχολογικά τεστ γενικά, συνιστούν μια απάτη που είναι έκθετη από επιστημονική άποψη και επικίνδυνη από πολιτική και κοινωνική άποψη.
● Είναι επιστημονικά έκθετη και αστήρικτη γιατί ο περιβόητος «δείκτης νοημοσύνης» αφενός μεταβάλλεται διαρκώς και αφετέρου εξαρτάται από ένα πλήθος συνεχώς διαφοροποιούμενων παραμέτρων (ταξική προέλευση, ταξική θέση, κοινωνικές συνθήκες ύπαρξης, βιοτικές συνθήκες, πολιτιστικό περιβάλλον, ψυχολογική κατάσταση, προσωπικά ενδιαφέροντα, καλλιέργεια κ.ά.) που είναι αδύνατον να αξιολογηθούν και πολύ περισσότερο να συνυπολογιστούν συνδυαστικά.
Κατά συνέπεια αυτή η απάτη των τεστ ή τα τεστ της απάτης δεν μπορούν να έχουν καμία επιστημονική θεμελίωση ή αξία. Έχουν όμως (κι εδώ βρίσκεται η εξήγηση της πλατιάς διάδοσης τους με την επικύρωση και την προώθηση της εξουσίας) μια μη-ομολογημένη αλλά ολοφάνερη αντιδραστική κοινωνική και πολιτική λειτουργία, γιατί ενισχύουν με ψευτοεπιστημονικά επιχειρήματα τις εν ενεργεία διαδικασίες της κοινωνικής διαίρεσης, στις οποίες στηρίζεται και τις οποίες αναπαράγει διαρκώς ο υφιστάμενος (ιδιωτικός ή γραφειοκρατικός) καπιταλιστικός καταμερισμός της εργασίας.
Τα τεστ αυτά χρησιμεύουν για την ενδυνάμωση και την επιστημονικοφανή δικαιολόγηση των ταξικών διαιρέσεων που αναπαράγονται από το σχολείο. με κυριότερα θύματα τους τα παιδιά των λαϊκών τάξεων που υφίστανται ένα «σφαγιασμό». κυριολεκτικά. Γιατί όπως ομολογεί ο πατριάρχης των σύγχρονων τεστολόγων Simon, «τα τεστ εδραιώνουν την ιδέα της ανισότητας των ανθρώπων σε επιστημονική βάση». Μ' άλλα λόγια, τα τεστ είναι όργανα μιας ιδιαίτερης μορφής επιστημονικής τρομοκρατίας: Κάτω από την ιδεολογία των τεστ, ενισχύεται, εμπεδώνεται και αναπαράγεται διαρκώς η ταξική διαίρεση της κοινωνίας, καλύπτοντας πίσω από την αφανή βία των τεστ την αστυνομική διαιρετική βία της εξουσίας, με κύριο όργανο της τον επαγγελματία «τεστολόγο».
Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει καμιά αιτιολογική σχέση μεταξύ αυτοκτονίας και «δείκτη βλακείας». Απλώς, από το σύνολο των ανθρώπων που οδηγούνται στην αυτοκτονία, ένας αριθμός τους (ίσως ο μεγαλύτερος) υιοθετεί αυτή την απόφαση ασυνείδητα (βιώνοντας μια κατάσταση απόλυτου αδιέξοδου για ποικίλους όσους λόγους), και ένας αριθμός τους (ίσως ο μικρότερος) καταλήγει σ' αυτή συνειδητά.
Εμπειρικά διαπιστώνει κανείς ότι στο χώρο εκείνων που οδηγούνται ασυνείδητα σ' αυτή την επιλογή, η τεράστια πλειοψηφία των αυτοχείρων χαρακτηρίζεται (για λόγους που επικαθορίζονται κοινωνικά) από χαμηλή ή μέτρια καλλιέργεια, ενώ στον χώρο εκείνων που οδηγούνται συνειδητά σ' αυτή την επιλογή, η τεράστια πλειοψηφία τους χαρακτηρίζεται από μέση ή υψηλή καλλιέργεια.
Όμως ορισμένες πλευρές της σημερινής «επιστημονικής» ερμηνείας των αυτοκτονιών, είναι ιδιαζόντως τραγελαφικές. Ας πάρουμε για παράδειγμα το γεγονός ότι στις ΗΠΑ, η υψηλότερη συχνότητα αυτοκτονιών μεταξύ των ιατρικών ειδικοτήτων εντοπίζεται στους ψυχίατρους. Αν αποπειραθούμε να ερμηνεύσουμε αυτό το γεγονός με βάση τα εν χρήσει επιστημονικοφανή ιδεολογήματα, οδηγούμαστε αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι οι κατεξοχήν υπεύθυνοι της ψυχιατρικοποίησης της αυτοκτονίας ή είναι φορείς μιας σοβαρά επιβαρημένης κληρονομικότητας, μια και που κατά την άποψη τους, η αυτοκτονία είναι συνακόλουθο μιας τέτοιας κληρονομικότητας, ή είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στις ψυχικές «διαταραχές», μια και που κατά την άποψη τους, η αυτοκτονία είναι συνακόλουθο ψυχικής «αρρώστιας».
Και στις δυο περιπτώσεις, μια τέτοια προσέγγιση οδηγεί λογικά στο συμπέρασμα ότι οι ψυχοτεχνικοί αποτελούν μια επαγγελματική ομάδα που πλήττεται εκλεκτικά από μια την αυτοκτονία, για την οποία αποδείχνονται έτσι ότι είναι απολύτως ακατάλληλοι να εκφέρουν οποιοδήποτε λόγο.
Γιατί, εάν οι ψυχοτεχνικοί είναι άρρωστοι (απόδειξη η υψηλότατη συχνότητα αυτοκτονιών που εντοπίζεται στους κόλπους τους), δεν μπορούν να έχουν όχι μια «επιστημονική», αλλά ούτε μια στοιχειωδώς έγκυρη άποψη για την αυτοκτονία, δεδομένου ότι σύμφωνα με ένα θεμελιώδες ψυχιατρικό αξίωμα τους ως «ψυχικά άρρωστοι» δεν έχουν επίγνωση των πράξεων και των λόγων τους. Αυτό σημαίνει πως τα κενά, οι ανακολουθίες και οι αντιφάσεις του διάτρητου ψυχιατρικού λόγου, με βάση την ίδια του τη «λογική», νομιμοποιούν την διεκδίκηση του αιτήματος για εξάλειψη αυτού του λόγου. Πράγμα που, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ανακοπή της εν εξελίξει πορείας που μας οδηγεί από την νοσογόνα κοινωνία στην ψυχιατρική κοινωνία.
4) Γιατί οι περισσότεροι αυτόχειρες είναι ηλικίας 40 ετών και άνω;
Αυτή η διαπίστωση ισχύει σ’ όλη την έκταση κυριαρχίας του βιομηχανικού «πολιτισμού», που έχει αναγάγει σε θεμελιώδη λειτουργική του αρχή την πάλη όλων εναντίον όλων. Ένας τέτοιος «πολιτισμός ζούγκλας» προϋποθέτει την αναγόρευση του ανελέητου ανταγωνισμού σε ύψιστη επιβιωτική αρετή και την κοινωνική και οικονομική «επιτυχία» σε ύψιστο επιδιωκόμενο σκοπό.
Οι απολογισμοί ζωής είναι φυσικό να γίνονται σε ορισμένες φάσεις-σταθμούς στη ζωή των ατόμων. Στο σημερινό κοινωνικό πλαίσιο, η ηλικία των 40 χρόνων καθιερώθηκε με τεχνητό τρόπο ως μια δήθεν φάση κορύφωσης της ωριμότητας του ατόμου μετά από την οποία αρχίζει η βαθμιαία αποδυνάμωση του (πάντα, βεβαίως, από την άποψη της εξοντωτικής-αποδοτικής ανταγωνιστικότητας του), κατά την οποία το άτομο εξαναγκάζεται σε μια δραστική αναθεώρηση και περιστολή των αρχικών του στόχων που δεν έχουν επιτευχθεί.
Και όπως συμβαίνει με κάθε επιχείρηση στα πλαίσια μιας κοινωνίας που κανοναρχείται από την «λογική» του μέγιστου κέρδους, έτσι και σε κάθε άτομο που έχει ενσωματώσει τη «λογική» αυτή, η στιγμή του απολογισμού ταυτίζεται με την «στιγμή της αλήθειας»: Η επιχείρηση κρίνεται εύρωστη και «υγιής» ή «προβληματική» και καταδικασμένη. Και τη «στιγμή της αλήθειας» δεν μπορεί να την αντέξει καθένας που δεν έχει προετοιμαστεί καθόλου γι' αυτή.
Ξέχωρα απ' αυτό, το γεγονός ότι η συχνότητα των αυτοκτονιών αυξάνεται σταθερά με την πρόοδο της ζωής του ατόμου (από την παιδική ηλικία προς τα γηρατειά), ενισχύει την άποψη ότι δεν είναι συνακόλουθο κάποιας επιβαρημένης κληρονομικότητας ή κάποιας ψυχικής «αρρώστιας».
Γιατί, εάν ήταν συνακόλουθο της κληρονομικότητας, θα έπρεπε να εκδηλώνεται κυριαρχικά στα πρώτα στάδια της ζωής του ατόμου, όπως όλες οι κληρονομικά αιτιολογημένες καταστάσεις· ενώ, εάν ήταν συνακόλουθο κάποιας ψυχικής «αρρώστιας» θα έπρεπε, όπως όλες οι ψυχικές «αρρώστιες», να εμφανίζει .ένα δείκτη συχνότητας χαμηλό κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία, αυξημένο κατά τη νεανική και την ώριμη ηλικία και σημαντικά μειωμένο κατά τη γεροντική ηλικία και όχι να ακολουθεί μια σταθερή αυξητική πορεία κατά την εξέλιξη από την παιδική ηλικία προς τα γηρατειά, όπως συμβαίνει με την αυτοκτονία.
5) Ο άνθρωπος που αποφασίζει να αυτοκτονήσει, προειδοποιεί; Πώς μπορεί να προληφθεί το κακό; Πόσο μετριαστικό ρόλο μπορεί να παίξει η οικογένεια;
Συνοπτικά (και με όλους τους κινδύνους παρερμηνειών που εμπεριέχονται σε κάθε συνοπτική απάντηση), κατά τη γνώμη μου:
Πρώτο, ο άνθρωπος που είναι αποφασισμένος να αυτοκτονήσει, κατά κανόνα δεν προειδοποιεί. Και γιατί άλλωστε θα το έκανε ξέροντας ότι οποιαδήποτε προειδοποίηση θα περιέπλεκε σημαντικά ένα πρόβλημα για τη λύση του οποίου έχει αποφασίσει ήδη ο ίδιος με τρόπο οριστικό και αμετάκλητο; Συνήθως προειδοποιεί εκείνος που ταλαντεύεται, εκείνος που δεν έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει αλλά βλέπει την αυτοκτονία σαν μια από τις πιθανές διεξόδους στο αδιέξοδο που βιώνει. Και σ' αυτή την περίπτωση η προειδοποίηση μπορεί και πρέπει να εκλαμβάνεται σαν «έκκληση για βοήθεια» προκειμένου να αρθεί αυτό το αδιέξοδο. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η κοινωνία έχει το ηθικό δικαίωμα να επεμβαίνει βίαια για την αποτροπή της αυτοκτονίας.
Δεύτερο, δεν πρόκειται για «κακό» από τη σκοπιά του άμεσα ενδιαφερόμενου’ γι’ αυτόν η αυτοκτονία αποτελεί τη μοναδική πρόσφορη -στη δεδομένη στιγμή- απάντηση στο προσωπικό του αδιέξοδο. Και από τη σκοπιά του πάντα, η «λύτρωση» δεν μπορεί να ταυτίζεται με το «κακό». Ως «κακό» μπορεί να το βλέπει μόνο όποιος είναι έξω απ' αυτή την ιδιόμορφη σχέση «ύπαρξης και ανυπαρξίας» που λύνεται με την αυτοκτονία. Όποιος είναι έξω και επενδύει, κοινωνικά, πολιτικά ή επαγγελματικά, στη χειραγώγηση της, όπως οι κάθε είδους ψυχοτεχνικοί - πράκτορες της εξουσίας.
Τρίτο, κατά κανόνα η οικογένεια με τη δοσμένη κοινωνική λειτουργία και οργανωτική δομή της, δεν μπορεί να παίξει μετριαστικό ρόλο. Αυτό αντιφάσκει με την τωρινή φύση και τον γενεσιουργό ρόλο της στη διαμόρφωση των γενικότερων συνθηκών κάτω από τις οποίες ένα άτομο οδηγείται στην αυτοκτονία. Μ' άλλα λόγια, ο ρόλος της σημερινής οικογένειας, κατά κανόνα, λειτουργεί υπόρρητα προτρεπτικά και όχι αποτρεπτικά σε σχέση με την αυτοκτονία.
6) Γιατί ο αριθμός των γυναικών που κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας είναι περίπου διπλάσιος απ' αυτόν των ανδρών;
Σ' όλη την έκταση κυριαρχίας του βιομηχανικού πολιτισμού, οι άνδρες αυτοκτονούν με συχνότητα 4 ως 5 φορές υψηλότερη απ' τις γυναίκες και οι γυναίκες κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας με συχνότητα 1 ως 2 φορές υψηλότερη από τους άνδρες. Αυτή η αριθμητική αναστροφή δείχνει τη λογική διαστροφή των επιστημονικοφανών ιδεολογημάτων με τα οποία προσεγγίζει η εξουσιαστική σκέψη, την αυτοκτονία. Γιατί βέβαια κανείς δεν μπορεί να συζητήσει σοβαρά για κάποια «επιβαρυμένη κληρονομικότητα» ή κάποια ψυχική «αρρώστια» που εκδηλώνεται με τάση για αυτοκτονία στους άνδρες και τάση για απόπειρα αυτοκτονίας στις γυναίκες.
Σε κάθε εξουσιαστική κοινωνία, η τελική λύση είναι θλιβερό προνόμιο των φορέων δύναμης και εξουσίας, ενώ οι απομιμήσεις της είναι συνήθως προνόμιο εκείνων που υφίστανται αυτή την εξουσία. Κάθε εξουσιαστική κοινωνία είναι συγχρόνως και ανδροκρατική και κατά συνέπεια είναι λογικό να είναι ο άνδρας διαχειριστής της τελικής λύσης και η γυναίκα διαχειρίστρια των απομιμήσεων της. Συνεπώς, απ' αυτή την άποψη, είναι ευεξήγητη η εμφανής υπεροχή των ανδρών στην τελική λύση που εκφράζεται με την αυτοκτονία και η δεδομένη υπεροχή των γυναικών στις απομιμήσεις της που εκφράζονται με τις απόπειρες αυτοκτονίας.
Μια τέτοια προσέγγιση βοηθάει στην ερμηνεία αφενός του υπό διερεύνηση «παράδοξου» της αυτοκτονίας και αφετέρου ορισμένων άλλων «παράδοξων» φαινομένων που παράγει μια νοσογόνα κοινωνική δομή, όπως για παράδειγμα η εγκληματικότητα που αφορά κυρίως τους άνδρες και δευτερευόντως τις γυναίκες.
7) Γιατί οι άνδρες χρησιμοποιούν βιαιότερους τρόπους από τις γυναίκες, προκειμένου να θέσουν τέρμα στη ζωή τους;
Η αυτοκτονία είναι ένα μη-αντιστρεπτό γεγονός. Κατά κανόνα η έννοια του μη-αντιστρεπτού γεγονότος ταυτίζεται με το δραστικό μέσο. Όσο μικρότερη είναι η καλλιέργεια των ατόμων, τόσο περισσότερο το δραστικό μέσο ταυτίζεται στο μυαλό των ανθρώπων με το βίαιο μέσο. Παράλληλα, στη δοσμένη κοινωνία, το μη-αντιστρεπτό γεγονός «αυτοκτονία» είναι «προνόμιο» των φορέων εξουσίας, δηλαδή των ανδρών, ενώ ανάμεσα στους αυτοκτονούντες ο μεγαλύτερος αριθμός αφορά άτομα με μικρή σχετικά καλλιέργεια. Κατά συνέπεια είναι ευεξήγητη η υπεροχή των ανδρών σε σχέση με τις γυναίκες, σε ό,τι αφορά την επιλογή βιαιότερων τρόπων αυτοκτονίας.
8) Η αστικοβιομηχανική επανάσταση που συντελέστηκε την τελευταία εικοσαετία στη χώρα μας, επέδρασε στην αύξηση των αυτοκτονιών που παρατηρείται τελευταία;
Κατά τη γνώμη μου, στη χώρα μας δεν συντελέστηκε καμιά αστικοβιομηχανική επανάσταση στην τελευταία εικοσαετία. Απλώς σημειώθηκε ένα πέρασμα από το τσαρούχι στο ληστο-καπιταλιστικό ανορθολογισμό και που ο Τζ. Πέτρας χαρακτήρισε ως «μετάβαση από την κλεπτοκρατία στην καπιταλιστική δημοκρατία».
Στη χώρα μας για ιστορικούς λόγους, ο καπιταλισμός δεν αναπτύχθηκε σύμφωνα με το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο. Εν πολλοίς, η μεταπολεμική ελληνική αστική τάξη είναι το προϊόν αλληλοδιάδοχων «βιασμών», πάνω στο έδαφος που διαμόρφωσε:
● Η καταλήστευση των εβραϊκών περιουσιών και ο συνεπαγόμενος αφανισμός των Εβραίων.
● Ο μαυραγοριτισμός στην κατοχική περίοδο –κι εδώ ας μην αναφερθεί η «ιδιοποίηση» των χρημάτων του ΕΑΜ και της Εθνικής Αλληλεγγύης.
● Η κλοπή της βοήθειας για την ανασυγκρότηση.
● Ο κομπιναδορισμός της ανασυγκρότησης.
● Ο τζογαδορισμός των παγωμένων πιστώσεων. Και
● Ο γενικός τυχοδιωκτικός προσανατολισμός της ελληνικής οικονομίας στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο και μέχρι τη διακοπή της βοήθειας που δινόταν με το σχέδιο Μάρσαλ, τουλάχιστον.
Όλα αυτά, μεταμόρφωναν εν μια νυκτί κάθε πρώην κατσικοτρόφο σε μεγαλοεισαγωγέα ή μεγαλοεργολάβο.
Μ' άλλα λόγια, στην Ελλάδα, δεν υπήρξε και δεν υπάρχει μια αστική τάξη με το ιστορικό και κοινωνιολογικό περιεχόμενο του όρου. Η σημερινή ελληνική αστική τάξη είναι τυπικό προϊόν ενός βιασμού που μεταμφιέζεται σε «παρθενογένεση».
Κι όπως είναι προφανές, μια τέτοια τάξη δεν μπορεί να καθοδηγήσει καμιά αστικοβιομηχανική επανάσταση. Το περισσότερο που μπορεί να κάνει είναι να επινοεί μικρές ή μεγάλες κομπίνες (σαν τον γνωστό τύπο του παλαιομπακάλη που συμπλήρωνε το προς πώληση πετρέλαιο, κατουρώντας στο μπουκάλι) και να τις βάζει σ' εφαρμογή υπό την σκέπη του ξένου κεφαλαίου και των πιο «φερέγγυων» ντόπιων συνομιλητών του. Γιατί σ' αυτά ακριβώς τα δυο τελευταία στοιχεία οφείλεται η εισαγωγή στη χώρα μας του βιομηχανικού μοντέλου ανάπτυξης ή αδιέξοδου, ανάλογα απ' την σκοπιά που το βλέπει κανείς.
Η εξέλιξη αυτού του μοντέλου επέδρασε καθοριστικά στην αύξηση των αυτοκτονιών, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά σ' όλη την έκταση της κυριαρχίας αυτού του μοντέλου. Κι αυτή η αυξητική πορεία (που είναι συνυφασμένη με την αέναη ενδυνάμωση και τη διαρκή διεύρυνση των οικονομικών σχέσεων και των εξουσιαστικών δομών που προϋποθέτει αυτό το μοντέλο), δεν πρόκειται να ανακοπεί, τουλάχιστον για όσο διάστημα η «λογική» του θα οριοθετεί, θα σχηματοποιεί και θα διαστρεβλώνει την ύπαρξη μας.
Απ' αυτή την άποψη, οι ατομικές αυτοκτονίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν απελπισμένες προειδοποιητικές κραυγές για την πορεία προς τη συλλογική αυτοκτονία που βαδίζει ο «πολιτισμός» μας, υπό τους ήχους των στρατιωτικών και βιομηχανικών εμβατηρίων που παιανίζει η εξουσία.
Κι ας μην έχουμε καμιά αυταπάτη: όσο συνεχίζεται αυτή η πορεία οι απελπισμένες προειδοποιητικές ατομικές κραυγές θα πληθαίνουν ολοένα και περισσότερο. Μέχρι την τελική λύση που περνάει αναγκαστικά ή απ' τον αφανισμό της παράλογης εξουσίας ή απ' τη συλλογική αυτοκτονία.
9) Γιατί η εξουσία δεν αναγνωρίζει την αυτοκτονία ως «αναφαίρετο δικαίωμα» του ατόμου και προσπαθεί από τη μια μεριά να αποτρέψει βίαια τον υποψήφιο αυτόχειρα, και από την άλλη να τον «θεραπεύ-σει» (ψυχιατρικοποιώντας την αυτοκτονία);
Η έννοια της εξουσίας είναι ταυτόσημη με την αποκλειστική κατοχή και την μονοπωλιακή διαχείριση του «δικαιώματος» της νομιμοποιημένης δολοφονίας. Ο αυτόχειρας, με την πράξη του, διεκδικεί (συνειδητά ή ασυνείδητα) το δικαίωμα να αποφασίζει για το θάνατο του. Και μ' αυτό τον ιδιαίτερο και προσωπικό του τρόπο σπάει το μονοπώλιο της εξουσίας και θέτει υπό αμφισβήτηση την παντοδυναμία της «λογικής» της.
Όμως, σε κάθε εξουσιαστικά δομημένη κοινωνία, η άρνηση της παντοδυναμίας της κυρίαρχης «λογικής» είναι αδιανόητη με τους όρους αυτής της «λογικής». Κατά συνέπεια ο υποψήφιος αυτόχειρας είναι εξ ορισμού «παράλογος» και σαν τέτοιος ανατίθεται στην ψυχιατρική (που είναι αρμόδια για τον φρονηματισμό κάθε «παράλογης» αμφισβήτησης της κυρίαρχης εξουσιαστικής λογικής) προκειμένου να υποστεί την πρέπουσα «ιδεολογική αναμόρφωση».
Και ο κατασταλτικός ψυχιατρικός θεσμός, που διεκπεραιώνει τις περισσότερες «βρώμικες δουλειές» της εξουσίας στην πιο αποσυνθετική φάση της εξέλιξης της σύγχρονης ανταγωνιστικής κοινωνίας, αποδεικνύεται εξαιρετικά αποτελεσματικός στην επιτέλεση και αυτού του καθήκοντος.