Το ουσιαστικό δίλλημα: Λιτότητα ή Δημοκρατία
Κλεάνθης Γρίβας
Δημοσιεύθηκε στην κυριακάτικη αντιμνημονιακή εφημερίδα «Το Χωνί» (8 Φεβρουαρίου 2015)
«Η Ευρώπη θα γίνει οικονομικά αυτάρκης υπό τη γερμανική ηγεσία. Οι ίδιοι οι Γερμανοί θα πρέπει να διαπαιδαγωγηθούν στην ‘αυτοκρατορική ευρωπαϊκή ιδέα’ και να ετοιμαστούν για συνεχείς ελάσσονες στρατιωτικές επιχειρήσεις στα ανατολικά, ανάλογες με τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Βρετανοί στην Ινδία».
Χανς Φρίτσε, εξέχων ναζί ραδιοφωνικός σχολιαστής, Οκτώβριος 1941
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι’
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία»
Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί
Η ιστορία του (κατά τον Hobsbaum) «σύντομου 20ου αιώνα» (1914-1989) και του σκοτεινού 21ου αιώνα, αποδεικνύει εξακολουθητικά ότι λιτότητα και η δημοκρατία είναι έννοιες αλληλο-αποκλειόμενες. Η λιτότητα υπονομεύει επικίνδυνα τη δημοκρατία. Και η δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργεί σε συνθήκες ασφυξίας που επιβάλλονται από τις πολιτικές λιτότητες. Συνεπώς το δίλλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι προφανές: Λιτότητα ή Δημοκρατία.
Αμέσως μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, δεμένες με τη θηλιά του «χρυσού κανόνα» (κάτι ανάλογο με τη θηλιά του Ευρώ, του νομίσματος στο οποίο μεταμφιέστηκε το γερμανικό μάρκο) υιοθέτησαν πολιτικές λιτότητας με τα συνήθη αποτελέσματα: Αποπληθωρισμός, μείωση των μισθών, μείωση παραγωγής και τρομακτική αύξηση της ανεργίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η αδυναμία των κοινοβουλευτικών δυνάμεων να προτείνουν μια εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της επιδεινούμενης ύφεσης είχε ως αποτέλεσμα μια τρομακτική υποχώρηση της δημοκρατίας στην Ευρώπη και σε 18 χώρες εγκαθιδρύθηκαν αυταρχικά ή δικτατορικά καθεστώτα.
Μέχρι και την Μεγάλη Κρίση του 1929-1931, όλοι οι οικονομικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί δείκτες (παράγωγα των πολιτικών της λιτότητας) είχαν χειροτερεύσει σε απελπιστικό βαθμό.
Οι δυνάμεις που στράφηκαν ευθέως εναντίον των πολιτικών λιτότητας ήταν η σουηδική σοσιαλδημοκρατία και ο γερμανικός ναζισμός.
• Η απόρριψη των πολιτικών λιτότητας από τη σουηδική σοσιαλδημοκρατία (1932 και μετά) είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της δημοκρατίας και τη δημιουργία ένα κράτος-πρόνοιας και δικαίου που έμελε να αποτελέσει ευρωπαϊκό και παγκόσμιο σημείο αναφοράς στις δεκαετίες που ακολούθησαν.
• Η απόρριψη των πολιτικών λιτότητας από τη ναζιστική Γερμανία (1933-1945) είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία της δημοκρατίας και την καταστροφή της Γερμανίας και της Ευρώπης, στον πιο ανθρωποβόρο πόλεμο και στην πιο βάρβαρη (βιομηχανικά οργανωμένη) μαζική δολοφονία στην ιστορία της ανθρωπότητας.
ΣΟΥΗΔΙΑ:
Έξοδος από τη λιτότητα με δημοκρατία και ευημερία
• Στη Σουηδία, το 1932 το Σοσιαλιστικό Κόμμα που κέρδισε τις εκλογές, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη ύφεση στην ιστορία χώρας (1920-1932) που σημαδεύτηκε από ένα ποσοστό ανεργίας πάνω από 25%, απέρριψε τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονταν τα 12 προηγούμενα χρόνια και υιοθέτησε πολιτικές που είχαν 4 στόχους: πλήρης απασχόληση, οικονομική ανάπτυξη, δίκαιη κατανομή του εθνικού εισοδήματος, κοινωνική ασφάλιση.
«Το εκπληκτικό της υπόθεσης ήταν ότι αυτή η πολιτική πέτυχε… και η λιτότητα στη Σουηδία εξαφανίστηκε για τα επόμενα 50 χρόνια», συμπεραίνει ο οικονομολόγος-συγγραφέας MarkBlyth (Λιτότητα. Μια επικίνδυνη ιδέα).
ΓΕΡΜΑΝΙΑ:
Έξοδος από τη λιτότητα με ναζισμό και πόλεμο
• Στη Γερμανία, μετά την ήττα της στον πρώτο ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο και μέχρι την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία (1933), εφαρμόστηκαν περιοριστικές πολιτικές λιτότητας με τα αναμενόμενα αποτελέσματα: Ανεργία (πάνω από 30%), υποχώρηση των δεικτών οικονομικής ανάπτυξης, άνιση κατανομή του πλούτου, κατάρρευση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, με συνέπεια τη ραγδαία επιδείνωση των συνεπειών του πολέμου.
Δυστυχώς για τη Γερμανία, την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο, οι δυνάμεις που εναντιώθηκαν στις καταστροφικές πολιτικές λιτότητας δεν ήταν οι εκφραστές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (και, κυρίως, η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της περιόδου, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, SPD), αλλά μια άκρως αντιδημοκρατική, επιθετική, κατακτητική και γενοκτονική συμμορία με επικεφαλής μια -κοινωνικά αποτυχημένη- ψυχοπαθητική προσωπικότητα παρανοϊκού και μεγαλομανιακιού τύπου.
• Τα υπό σοσιαλδημοκρατικό έλεγχο γερμανικά συνδικάτα διαφοροποιήθηκαν πλήρως από την οικονομική πολιτική λιτότητας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), και επιχείρησαν μια εναλλακτική «κεϋνσιανική επίθεση στην ύφεση», με την επεξεργασία και την υπεράσπιση ενός σχεδίου, του Σχεδίου WTB (που πήρε την ονομασία του από τα αρχικά των δημιουργών του). Αλλά, από μια τραγική ειρωνεία της ιστορίας που έμελλε να πληρωθεί πολύ ακριβά από ολόκληρη την Ευρώπη, το SPD και τα συντηρητικά κόμματα απέρριψαν το σχέδιο WTB και συνέχισαν την εφαρμογή των μέτρων λιτότητας.
• Η ναζιστική συμμορία άδραξε την ευκαιρία, υιοθέτησε τις βασικές θέσεις του Σχεδίου WTB (των αντιπάλων της) και -μέσα σ’ ένα πολιτικό σκηνικό που εφαρμοζόταν μια καταστρεπτική δικομματική πολιτική λιτότητας- πρόβαλαν ως «το μόνο κόμμα που ενεργά μιλούσε κατά της λιτότητας».
Όπως γράφει ο MarkBlyth (Λιτότητα – Η Ιστορία μιας επικίνδυνης ιδέας. Εκδ. Πανδώρα Books, Αθήνα, 2014):
«Το Άμεσο Οικονομικό Πρόγραμμα (Wirstchaftliches Sofortprogramm), κεντρικό στοιχείο της προεκλογικής προπαγάνδας των Ναζί τον Ιούλιο του 1932, παρουσίαζε μια εναλλακτική λύση για τη λιτότητα που έμοιαζε καταπληκτικά με το σχέδιο WTB. Οι πρώτες τρεις προτάσεις του φυλλαδίου των Ναζί δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο εναντίον της λιτότητας:
• Πρώτο: H ανεργία δημιουργεί φτώχεια. H απασχόληση δημιουργεί ευημερία.
• Δεύτερο:Tο κεφάλαιο δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας. Oι θέσεις εργασίας δημιουργούν το κεφάλαιο.
• Τρίτο: Tα επιδόματα ανεργίας βαρύνουν την οικονομία, αλλά η δημιουργία θέσεων εργασίας διεγείρει την οικονομία.
Επίσης, το πρόγραμμα των Ναζί υποστήριζε την εγκατάλειψη του χρυσού κανόνα από τη Γερμανία το συντομότερο δυνατόν. Στις εκλογές του Ιουλίου του 1932 (όταν η ανεργία ήταν στο 30%), οι Ναζί κέρδισαν το 37,3% των ψήφων, ενώ το ποσοστό του SPD κατέρρευσε…
Έως το 1936 η πλήρης απασχόληση είχε αποκατασταθεί… Οι πραγματικοί μισθοί δεν αυξήθηκαν και (αντίθετα με τη Σουηδία) σχεδόν όλη η βελτίωση προερχόταν από τη δημοσιονομική τόνωση που πρόσφερε ο εξοπλισμός του στρατού… Αυτό που πραγματικά οδήγησε την οικονομία ήταν η πορεία προς τον ολοκληρωτικό πόλεμο…
Έως το 1933 το μάθημα θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο. Δεν μπορείς να λειτουργήσεις τον χρυσό κανόνα σε μια δημοκρατία. Αργά ή γρήγορα το κοινό θα τον καταψηφίσει.Το έκαναν στη Σουηδία και το έκαναν επίσης στη Γερμανία. Η λιτότητα έδωσε στη μεσοπολεμική Ευρώπη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και γενοκτονικό φασισμό.
Μάλιστα, ίσως το πιο παράδοξο χαρακτηριστικό της γερμανικής εμπειρίας με τη λιτότητα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 ήταν το γεγονός ότι εφαρμόστηκε τόσο ανελέητα από την αριστερά και εγκαταλείφθηκε τόσο απότομα από τη δεξιά».
ΤΟ Γ’ ΡΑΪΧ ΟΡΓΑΝΩΝΕΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Όπως γράφει ο MarkMazawer (Σκοτεινή Ήπειρος: Ο Ευρωπαϊκός 20ος Αιώνας, Κεφ. 5, Η Νέα Τάξη του Χίτλερ, 1938-45, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2001):
«Το ναζιστικό όραμα για την Ευρώπη ανήκε στη σφαίρα της οικονομίας και όχι της πολιτικής… Από ορισμένες απόψεις έμοιαζε με τη μεταπολεμική Κοινή Αγορά. Η «Νέα Τάξη»… σήμαινε την οικονομική ολοκλήρωση της δυτικής Ευρώπης και τη δημιουργία μιας ζώνης χωρίς δασμούς.
Προς τα τέλη του 1940 ο Χέρμαν Νοϋμπάχερ (που έγινε αργότερα το πρωτοπαλλήκαρο του Χίτλερ στα Βαλκάνια) εκμυστηρεύτηκε σ’ έναν Αμερικανό δημοσιογράφο το λαμπρό μέλλον που περίμενε την Ευρώπη μετά τον πόλεμο:
«Η οικονομική οργάνωση των Βαλκανίων από τη Γερμανία είναι το πρώτο βήμαγια τη συγκρότηση όλης της ευρωπαϊκής ηπείρου ως ενιαίου Grobraum, που αντί για τις επιμέρους χώρες θα αποτελεί την οικονομική μονάδα του μέλλοντος. Ένα κοινό πλάνο θα κανονίζει την παραγωγή μέσα στον ευρωπαϊκό Grobraum».
Ο πρωταρχικός οικονομικός ρόλος της Ευρώπης θα ήταν να υποστηρίζει τη Γερμανία. Τα οικονομικά οφέλη θα διανέμονταν ευρύτερα μόνο εφόσον η εξασφάλιση της οικονομικής ευμάρειας της υπόλοιπης ηπείρου εξυπηρετούσε αυτόν το ρόλο…
Καθώς η Βέρμαχτ εισέβαλλε στη μια χώρα μετά την άλλη, έσερνε πίσω της ποικίλους οικονομικούς ειδήμονες, ιδιώτες επιχειρηματίες και ειδικούς πράκτορες, οι οποίοι αναλάμβαναν τα ηνία των υπαρχουσών εταιρειών, απαλλοτρίωναν τις επιχειρήσεις εβραϊκής ιδιοκτησίας και συνήπταν επαφές με εξέχοντες ντόπιους βιομήχανους. Η Βέρμαχτ και οι άλλες αρχές εισέπρατταν «έξοδα κατοχής» και επέτασσαν τα υπάρχοντα αποθέματα αγαθών στρατηγικής σημασίας, που καταναλώνονταν από τις στρατιωτικές μονάδες ή στέλνονταν πίσω στο Ράιχ ως δέματα των στρατιωτών.
Στις κατά κύριο λόγο αγροτικές οικονομίες της Ρωσίας και των Βαλκανίων η γερμανική πολιτική της απαλλοτρίωσης οδήγησε γρήγορα στις πιο φοβερές συνθήκες… Ένα μόλις μήνα μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, οι εκεί παρατηρητές προέβλεπαν λιμό. Είχαν δίκιο: περίπου 100.000 Έλληνες πρέπει να πέθαναν από την πείνα τον πρώτο εκείνο χειμώνα…
Μια έκθεση που συντάχθηκε ένα μήνα πριν από την εισβολή [στην ανατολή], συμπεραίνει: «Πολλές δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι θα είναι υπεράριθμοι σ’ αυτή την περιοχή και θα πεθάνουν ή θα πρέπει να μεταναστεύσουν... Προσπάθειες διάσωσης του ντόπιου πληθυσμού από τη σιτοδεία με διοχέτευση πλεονασμάτων από την περιοχή της μαύρης γης μπορούν να αναληφθούν μόνο εις βάρος του εφοδιασμού της Ευρώπης».
O ναζί διοικητής της Ουκρανίας Έριχ Κοχ, φανατικός οπαδός του Χίτλερ, δήλωνε: «Θα ρουφήξω όλο το μεδούλι απ’ αυτή τη χώρα. Δεν ήρθα εδώ να σπείρω την ευτυχία, αλλά να βοηθήσω τον Φύρερ».
ΤΟ Δ’ ΡΑΪΧ ΩΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ Γ’ ΡΑΪΧ
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκ. Πολέμου, μια ομάδα μέσα στο Υπουργείο Οικονομικών του εμπόλεμου Ράιχ, συζητούσε σχέδια για μια μεταπολεμική ευρωπαϊκή οικονομική κοινότητα αφοσιωμένη στην πλήρη απασχόληση και στην αυτάρκεια.
«Στα μέλη αυτού του «Ευρωπαϊκού Κύκλου» (Europakreis), που συναντιόνταν στο Esplanade Hotel του Βερολίνου συγκαταλέγονταν κορυφαίοι ναζί οικονομολόγοι και επιχειρηματίες, αλλά και άντρες που έμελλε να παίξουν πρωτεύοντα ρόλο στις υποθέσεις της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας, όπως ο Λούντβιχ Έρχαρντ, πατέρας του οικονομικού «θαύματος», ο τραπεζίτηςΧέρμαν Αμπςκαι ο μετέπειτα πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ Καρλ Μπλέσσινγκ.
Οι άνθρωποι αυτοί, έχοντας χάσει πια στις αρχές της δεκαετίας του 1940 την πίστη τους ότι το Ράιχ μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο,
• Υποστήριζαν ότι οποιαδήποτε ευρωπαϊκή οικονομική ανασυγκρότηση θα απαιτούσε παρόλα αυτά την ηγεσία της Γερμανίας.
• Παρακολουθούσαν τις αγγλοαμερικανικές συζητήσεις για τους στόχους της μεταπολεμικής περιόδου, συζητούσαν για το Ντάμπαρτον Όουκς και το Μπρέτον Γουντς.
• Διάβαζαν το περιοδικό Economist.
• Επικροτούσαν την καινοφανή δέσμευση της Βρετανίας για την πλήρη απασχόληση.
● Επισήμαιναν ότι το Τρίτο Ράιχ είχε εφαρμόσει τέτοιες πολιτικές από χρόνια πριν και με μεγάλη επιτυχία: επομένως η Γερμανία, και όχι η Βρετανία, ήταν εκείνη που είχε την πείρα η οποία την καθιστούσε πιο ενδεδειγμένη για να εξασφαλίσει ένα μεταπολεμικό μοντέλο υψηλού βιοτικού επιπέδου και κοινωνικής ασφάλισης. Αν επρόκειτο η Ευρώπη να βρει έναν τρίτο δρόμο ανάμεσα στον σοβιετικού τύπου κεντρικό σχεδιασμό και στο βρετανικό laissez-faire, θα χρειαζόταν σίγουρα την καθοδήγηση της Γερμανίας.
● Μ’ άλλα λόγια, η Γερμανία θα έχανε τον πόλεμο αλλά μπορούσε ακόμα να κερδίσει την ειρήνη.
Το γεγονός ότι κάποιοι πολιτικοί επιτελείς του Γ’ Ράιχ μιλούσαν έτσι επιβεβαιώνει χωρίς αμφιβολία τους χειρότερους φόβους των ευρωσκεπτικιστών και κάνει την Κοινή Αγοράνα φαντάζει σαν κάτι που το είχαν ονειρευτεί οι ναζί. Και πράγματι, οιάνθρωποι αυτοί είχαν εντοπίσει μερικά από τα μελήματα που απασχόλησαν και τους μεταπολεμικούς ευρωπαϊστές:
• την απειλή του φτηνού ανταγωνισμού από το εξωτερικό,
• την ανάγκη να αποτραπεί η επανεμφάνιση της προπολεμικής δυσπραγίας χάρη στην απομάκρυνση από το laissez-faire σε συνδυασμό με τη μείωση των φραγμών στο εμπόριο εντός της ευρωπαϊκής «κοινότητας», και
• τη σπουδαιότητα της διασφάλισης της επισιτιστικής αυτάρκειας της ηπείρου μέσω της προστασίας των αγροτικών παραγωγών.
Μια ματιά στην ιδρυτική συνθήκη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας του Μαρτίου 1957 επιβεβαιώνει την εντυπωσιακή ομοιότητα των στόχων της με τους στόχους εκείνων».
(MarkMazwer: Η Αυτοκρατορία του Χίτλερ - Κεφ. 17, Εμείς οι Ευρωπαίοι. Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2009)
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Το συμπέρασμα είναι προφανές. Οι ευρωπαϊκοί λαοί απαλλαγμένοι από τις ιστορικά φορτισμένες φοβίες τους, τις ιδεολογικές εμμονές και τις εθνικιστικές ιδεοληψίες τους, που στρεβλώνουν την ικανότητά τους να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα ως έχει, πρέπει να διεκδικήσουν μια Ευρώπη όπως θα ήθελαν και θα έπρεπε να είναι (μια Ευρώπη δημοκρατίας, αλληλεγγύης και κοινωνικής δικαιοσύνης) και όχι την Ευρώπη που επιβάλλει το Δ’ ΡάΙχ (με τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά).
Η Γερμανία κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά δύο φορές την Ευρώπη μέσα σε 30 χρόνια με τη δύναμη των όπλων. Δεν πρέπει να της επιτραπεί να το κάνει και για τρίτη φορά με τη δύναμη του οικονομικού στραγγαλισμού.
Κλεάνθης Γρίβας